Αλέξανδρος Υψηλάντης (Φιλικός)
Αλέξανδρος Κ. Υψηλάντης | |
---|---|
Γέννηση | 12 Δεκεμβρίου 1792 Κωνσταντινούπολη |
Θάνατος | 31 Ιανουαρίου 1828 Βιέννη |
Χώρα | Α΄ Ελληνική Δημοκρατία Ρωσική Αυτοκρατορία |
Κλάδος | Ελληνικός Στρατός Ρωσικός αυτοκρατορικός στρατός Φιλική Εταιρεία Ιερός Λόχος (1821) |
Εν ενεργεία | 1805–1821 |
Βαθμός | υποστράτηγος/Ιππικό |
Μάχες/πόλεμοι | Ναπολεόντειοι Πόλεμοι Μάχη της Δρέσδης Ελληνική Επανάσταση του 1821 Μάχη του Δραγατσανίου |
Τιμές | Τάγμα του Αγίου Βλαδίμηρου και Τάγμα της Αγίας Άννης |
Γονείς | Κωνσταντίνος Υψηλάντης και Ελισάβετ Υψηλάντη |
Αδέλφια | Δημήτριος Υψηλάντης Νικόλαος Υψηλάντης Γεώργιος Υψηλάντης Γρηγόριος Υψηλάντης Αικατερίνη Υψηλάντη Μαρία Υψηλάντη |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης (12 Δεκεμβρίου 1792 - 31 Ιανουαρίου 1828[1]) ήταν Έλληνας ευγενής της Ρωσικής αριστοκρατίας, αξιωματικός του Ρωσικού Στρατού που έφερε τον βαθμό του Υποστράτηγου και Αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας[1].
Γενικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1792 και ήταν γιος του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, Ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας, και της Ελισάβετ Βακαρέσκου.
Το 1810 κατατάχτηκε με τον βαθμό του ανθυπίλαρχου (ανθυπολοχαγός του Ιππικού) στο σώμα των εφίππων σωματοφυλάκων του Τσάρου Αλέξανδρου Α΄ της Ρωσίας. Διακρίθηκε στους πολέμους κατά του Ναπολέοντα, όπου στη μάχη της Δρέσδης (27 Αυγούστου 1813 ν.ημ.) έχασε το δεξί του χέρι (21 ετών)[2]. Το 1814-1815 συμμετείχε και αυτός ως μέλος της αυτοκρατορικής ακολουθίας στο Συνέδριο της Βιέννης με το βαθμό του υποστρατήγου.
Αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Φιλικοί είχαν πληροφορίες για τα πατριωτικά του αισθήματα, επειδή σε στενούς κύκλους Ελλήνων και Φιλελλήνων φέρεται να είχε δηλώσει πως οι συμπατριώτες του θα έπρεπε να υπολογίζουν στη συνδρομή του, αν τυχόν παρουσιαζόταν κάποια ευκαιρία.
Έτσι με τη μεσολάβηση του Φιλικού Κωνσταντίνου Καντιώτη, που ήταν υπάλληλος του Καποδίστρια, μετά την άρνηση του τελευταίου να αναλάβει αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, προσέτρεξε ο Εμμανουήλ Ξάνθος στον εξάδελφο των Υψηλάντηδων, Ιωάννη Μάνο, προκειμένου να τον φέρει σε επαφή με τον Πρίγκηπα Αλέξανδρο.
Στη συνάντηση εκείνη στην Πετρούπολη στις 11 Απριλίου 1820 (παλαιό ημερολόγιο), ο Υψηλάντης τον δέχθηκε και, ύστερα από κάποιες ερωτήσεις για την καταγωγή του και διάφορες άλλες υποθέσεις, του ζήτησε να μάθει πώς περνούν οι Έλληνες. Ο Ξάνθος του απήντησε ότι "η τυραννία των Τούρκων έχει γίνει πλέον αφόρητη".
Ο Υψηλάντης ήταν ενθουσιώδης μεν πατριώτης, αν και χωρίς ιδιαίτερη πολιτική πείρα. Ο Ξάνθος του φανέρωσε τα μυστικά της Φιλικής Εταιρείας και εκείνος ορκίστηκε κατά το τυπικό της εταιρείας, όπου και αναγνωρίστηκε Γενικός Επίτροπος της Αρχής. Του δόθηκε το ψευδώνυμο «Καλός» και τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου «α.ρ.» για να υπογράφει τις επιστολές του. Την ίδια εκείνη ημέρα μεταξύ του Υψηλάντη και του Ξάνθου υπογράφτηκε ένα έγγραφο, το οποίο επικύρωνε την ανάληψη από τον πρώτο, της ηγεσίας, όχι της "Φιλικής", αλλά της "Ελληνικής Εταιρείας"[3].
Η Φιλική Εταιρεία είχε πλέον τον Αρχηγό της (Πετρούπολη 12 Απριλίου 1820)[4].
Ενέργειες στην Φιλική Εταιρεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πρώτα Με την ανάληψη της αρχηγίας της Φιλικής Εταιρείας, αποβλέποντας στη χρησιμότητα του υφιστάμενου θεσμού των Εφοριών της Εταιρείας, όχι μόνο τον διατήρησε αλλά και τον ενίσχυσε με δικές του οδηγίες που απέβλεπαν περισσότερο στην επιλογή και επιτήρηση των μελών, στη βοήθεια των αδυνάτων και στον τρόπο εισδοχής των προσήλυτων.
Ταυτόχρονα έστειλε εγκυκλίους στις εφορίες και έντυπα γραμμάτια για τις εκούσιες συνεισφορές των ομογενών. Τα γραμμάτια εκείνα επείχαν θέση σύγχρονων εθνικών ομολόγων που ήταν υπογεγραμμένα από τον ίδιο τον Υψηλάντη ή από τους αντιπροσώπους του.
Παράλληλα, απαγόρευσε τη χρήση δημοσίων χρημάτων χωρίς τη διαταγή του, ενώ άνοιξε αλληλογραφία με τα επιφανέστερα (πνευματικά) μέλη, καθώς και με τα πλέον δραστήρια, στα οποία ανακοίνωνε την εκλογή του ως Γενικού Επιτρόπου, θυμίζοντάς τους τα καθήκοντά τους και καθοδηγώντας τα για τη δημιουργία νέων εφοριών και συγκέντρωση εισφορών. Επαινούσε δε τους επιτρόπους εκείνους που επιδείκνυαν ιδιαίτερη δραστηριότητα, όπως εκείνους της "Φιλόγενης Κάσσας" της Μόσχας, ιδρύοντας ένα κεντρικό ταμείο της Φιλικής στην Κωνσταντινούπολη. Και οι δύο αυτοί οργανισμοί προορίζονταν να καλύψουν τις ανάγκες της Εταιρείας για τη χρηματοδότηση του μελλοντικού αγώνα των Ελλήνων.
Περί τα τέλη του 1820, ο αδελφός του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ο Νικόλαος Υψηλάντης, συντάσσει και υποβάλει προς έγκριση στρατιωτικό οργανισμό για τον υπό οργάνωση εθελοντικό στρατό. Σύμφωνα μ΄ αυτόν, ο στρατός της ελληνικής επανάστασης θα αποτελούνταν κυρίως από κιριαρχίες και τα στελέχη του θα είχαν τους εξής βαθμούς: πεντηκόνταρχου, εκατόνταρχου, ταγματάρχη, χιλίαρχου και πολέμαρχου.
Η ελληνική σημαία θα έφερε τρία χρώματα: άσπρο, μαύρο και κόκκινο. Η σημαία της ξηράς θα έφερε στη μία πλευρά το μυθικό φοίνικα μέσα σε φλόγες και τον "ακτινοβόλο παντόπτη οφθαλμό" με την επιγραφή «εκ της τέφρας αναγεννώμαι», στη δε άλλη, τον αρχαίο ελληνικό σταυρό (ισόκερο), μέσα σε δάφνινo στεφάνι και κάτω την επιγραφή «Εν τούτω τω σημείω νίκα».
Σημειώνεται ότι τελικά από τα παραπάνω μέτρα του Υψηλάντη και τα σχέδια των Φιλικών τα μόνα που αποδείχθηκαν, βάσει των ιστορικών στοιχείων, να είχαν ουσιαστική σημασία στην ελληνική παλιγγενεσία, ήταν ο θεσμός των εφοριών, που επέδρασε ως προαιώνιος κοινοτικός οργανισμός των Ελλήνων και η οργάνωση των λεγομένων «αποστόλων». Αντίθετα, η υλική οργάνωση του όλου κινήματος, δηλαδή ο εφοδιασμός των Ελλήνων με τα αναγκαία πολεμοφόδια, τρόφιμα κ.λπ. χαρακτηρίστηκε από πολύ πρόχειρος μέχρι ανύπαρκτος. Όλοι σχεδόν οι ιστορικοί και ιστοριογράφοι της εποχής εκείνης απορούν πώς πέτυχε η επανάσταση, όταν η συγκέντρωση του υλικού οφειλόταν κυρίως σε ατομικές πρωτοβουλίες, σπασμωδικές και ασυντόνιστες.
Γενικά η συμβολή της Φιλικής σ΄ αυτόν τον τομέα υπήρξε ασήμαντη. Ακόμα και οι Αγωνιστές του '21 είχαν την ίδια άποψη, όταν ελεύθεροι πια, ύστερα από τον εννιάχρονο, σχεδόν, αιματηρό αγώνα, αναλογίζονταν την επικίνδυνη περιπέτεια. Χαρακτηριστικά ο "Γέρος του Μοριά" επαναλάμβανε θυμοσοφικά: «Ο κόσμος μας έλεγε τρελλούς, εμείς αν δεν είμεθα τρελλοί, δεν εκάναμεν την επανάστασιν, διατί ηθέλαμεν συλλογισθή πρώτον δια πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυριτοθήκες μας, τα μαγαζιά μας, ηθέλαμεν λογαριάσει τη δύναμιν την εδικήν μας, τη τουρκική δύναμη. Τώρα όπου ενικήσαμεν, όπου ετελειώσαμεν με το καλό τον πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, επαινώμεθα, αν δεν ευτυχούσαμεν, ηθέλαμεν τρώγει κατάρες και αναθέματα»[5].
Έναρξη επιχειρήσεων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά την οργάνωση του σχεδίου η Επανάσταση θα ξεκινούσε από την Πελοπόννησο. Στην απόφαση αυτή συνέβαλαν όχι τόσο οι αβάσιμες υποσχέσεις κάποιων θερμόαιμων και υπεραισιόδοξων Φιλικών, όσο η πεποίθηση του ίδιου του Υψηλάντη ότι οι τότε περιστάσεις ήταν οι πλέον ευνοϊκές. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε τότε μια σειρά αντιδραστικών κινήσεων διαφόρων πασάδων, ιδίως των περιοχών Τουνεσίου και Μπαρμπαριάς.
Σημαντικότερος όμως αντιπερισπασμός για τους Έλληνες τότε ήταν η ανταρσία του Αλή Πασά, που έκανε κι αυτούς ακόμα τους Σουλιώτες να επιστρέψουν και να συμμαχήσουν με τον πρώην διώκτη τους, κατά της Αυτοκρατορίας. Έπειτα υπήρχε η βεβαιότητα ότι στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες θα ξέσπαγαν ταραχές πολύ σύντομα, χάρη των ήδη γενομένων μυστικών ενεργειών του Ξάνθου και άλλων Φιλικών, από τους μυημένους οπλαρχηγούς των περιοχών αυτών, όπως του Γιωργάκη Νικολάου από τον Όλυμπο, του Σάββα Καμινάρη από την Πάτμο, του Γιάννη Φαρμάκη από το Μπλάτσι κ.ά.
Έτσι, πιεσμένος από τις καταστάσεις ο Υψηλάντης εκδίδει προκήρυξη ανεξαρτησίας, περνάει τον ποταμό Προύθο στις 22 Φεβρουαρίου 1821[2] και υψώνει τελικά τη σημαία της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και συγκεκριμένα στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας[4], δύο μέρες αργότερα, στις 24 Φεβρουαρίου, εκδίδοντας επαναστατική προκήρυξη με τον τίτλο Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος[6]. Η επιλογή της Μολδαβίας και της Βλαχίας θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στο γεγονός ότι στις περιοχές αυτές απαγορευόταν η παραμονή του Τουρκικού στρατού, ενώ από το 1709 οι τοπικοί άρχοντες ήταν Έλληνες Φαναριώτες.
Στις 26 Φεβρουαρίου 1821 στο ναό των Τριών Ιεραρχών τελείται δοξολογία, κατά την οποία ο Μητροπολίτης Βενιαμίν ευλογεί πρόχειρη σημαία με έμβλημα το Σταυρό και, κατά το βυζαντινό τυπικό, παραδίδει το ξίφος στον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Κατόπιν διενεργείται έρανος για τη συλλογή ενός εκατομμυρίου γροσίων και παράλληλα εθελοντές από ολόκληρη την Ευρώπη καταφθάνουν στη Μολδαβία για να καταταχθούν στο στρατιωτικό σώμα που δημιούργησε, οργανώνοντας μάλιστα το πρώτο τμήμα του Πυροβολικού με δύο πυροβόλα υπό τις διαταγές του Γάλλου συνταγματάρχη Ολιβιέ Βουτιέ.
Συγκροτείται ο Ιερός Λόχος αποτελούμενος από 500 σπουδαστές. Στις 4 Μαρτίου οι Έλληνες ναυτικοί κυριεύουν και εξοπλίζουν 15 πλοία, ενώ στις 17 Μαρτίου ο Υψηλάντης υψώνει τη σημαία στο Βουκουρέστι, αντιμετωπίζοντας το στρατό τριών πασάδων στο Γαλάτσι, το Δραγατσάνι, τη Σλατίνα, το Σκουλένι και το Σέκο (Γεωργάκης Ολύμπιος και Ιωάννης Φαρμάκης).
Ο στρατός του Υψηλάντη καταστράφηκε στη μάχη του Δραγατσανίου στις 7 Ιουνίου 1821 και υποχώρησε προς τα αυστριακά σύνορα[4]. Οι λόγοι της αποτυχίας του θα πρέπει να αναζητηθούν κυρίως στην έλλειψη αξιόμαχων δυνάμεων, στην άρνηση του ηγέτη των Βλάχων Θεόδωρου Βλαδιμιρέσκου να τον συνδράμει οικονομικά και στρατιωτικά και στον αφορισμό του Υψηλάντη από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε', κατόπιν πιέσεων της Υψηλής Πύλης για σφαγές των Χριστιανών σε αντίποινα.
Ο Υψηλάντης παραδόθηκε στους Αυστριακούς, φυλακίστηκε και απελευθερώθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1827. Η κλονισμένη υγεία του δεν του επέτρεψε έκτοτε να βοηθήσει το επαναστατημένο έθνος. Δύο μήνες μετά την αποφυλάκισή του, στις 31 Ιανουαρίου 1828, πέθανε στη Βιέννη.
Θάνατος και αποτίμηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ζωή του και οι τρόποι του υποδεικνύουν ότι είχε μυοτονική δυστροφία (DM), μια κληρονομική διαταραχή πολλαπλών συστημάτων, η οποία μειώνει το προσδόκιμο ζωής[7]. Το σώμα του αρχικά θάφτηκε στο νεκροταφείο του Αγίου Μάρκου της Βιέννης και αργότερα τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στο κάστρο Υψηλάντη-Σίνα στo Ραπολτενκίρχεν δυτικά της Βιέννης, από μέλη της οικογένειάς του, στις 18 Φεβρουαρίου του 1903. Η τελευταία μεταφορά του συνέβη τον Αύγουστο του 1964, όταν τελικά μεταφέρθηκε στην εκκλησία των Αγίων Ταξιαρχών στο Πεδίον του Άρεως στην Αθήνα, 136 χρόνια μετά το θάνατό του.
Η τελευταία του επιθυμία ήταν η καρδιά του να αποσπαστεί από το σώμα (συνήθεια διαδεδομένη στην εποχή του για σημαίνοντα πρόσωπα) και να σταλεί στην Ελλάδα[4]. Η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε από τον Γεώργιο Λασσάνη, που την έκρυψε στον Άγιο Γεώργιο Βιέννης αρχικά. Το 1843 ο αδελφός του, Γεώργιος Υψηλάντης, την έστειλε στη Μητρόπολη της Αθήνας (που τότε ήταν η Αγία Ειρήνη στην οδό Αιόλου). Ο Γεώργιος απεβίωσε το 1847 και η σύζυγός του Μαρία Μουρούζη μετέφερε το 1859 τις καρδιές των δύο αδελφών στο ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών του Αμαλίειου Ορφανοτροφείου (Στησιχόρου 6 & Λυκείου) στην Αθήνα. Η καρδιά του Αλεξάνδρου φυλάσσεται μέσα σε επίχρυση θήκη, ενώ του Γεωργίου σε επάργυρη λήκυθο. Βρίσκονται σε εσοχή του νότιου τοίχου με την επιγραφή "καρδίαι Αλ. και Γ. Υψηλάντου".
Η Ypsilanti Township στο Μίσιγκαν των ΗΠΑ πήρε το όνομά της προς τιμήν του. Αργότερα η πόλη Ypsilanti, η οποίο βρίσκεται εντός του δήμου, πήρε το όνομά της από τον αδελφό του, Δημήτριο.
Αρνητική κριτική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην αποτίμησή τους για το εγχείρημα του Υψηλάντη, οι ιστορικοί Τόμας Γκόρντον και Τζορτζ Φίνλεϊ στέκονται με κατηγορηματικό τρόπο αρνητικοί, μάλιστα ο δεύτερος εξ' αυτών τον χαρακτηρίζει ως στρατιωτικό αρχηγό αλλά και ως άνθρωπο, ανάξιο[8]. Αλλά και ο Μεγάλος Ποστέλνικος (πρωθυπουργός) του ηγεμόνα της Μολδαβίας, Μιχ. Σούτσου, ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός, στο έργο του "Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδος", που εκδόθηκε το 1928 στη Γενεύη, διακρίνει μία πλήρη σύγχυση και την έλλειψη οποιουδήποτε αποτελεσματικού σχεδιασμού να κυριαρχούν στο επιτελείο του Υψηλάντη. Η αστοχία του Υψηλάντη κατά τον Μπρούερ κατέδειξε αφενός ότι οι Έλληνες πολύ δύσκολα θα ήταν δυνατό να κερδίσουν την ελευθερία τους δίχως ξένη βοήθεια, αφετέρου πως μία γενικευμένη εξέγερση όλων των υπολοίπων σκλαβωμένων λαών της Βαλκανικής εναντίον της οθωμανικής εξουσίας, σύμφωνα με όσα είχε οραματιστεί ο Ρήγας Φεραίος, δεν ήταν πιθανό να πραγματοποιηθεί[9].
Βιβλιογραφικές Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- P. Broucek: Alexander Ypsilantis Gefangenschaft in Österreich, in: Mitteilungen des Österreichischen Staatsarchivs 17/18, 1964/65, S. 550-559
- Γ. Αρβανιτάκη, «Το κίνημα του Υψηλάντου», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τομ. Ια σελ.143-144
- A. M. Marshall, «Ανέκδοτον χειρόγραφον της εκστρατείας του Υψηλάντου εις Ρουμανίαν», Δελτίον της Ιστορικής κι Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος,
- A. M. Marshall, «Η εν έτει 1821 στρατεία του Υψηλάντου εις τας ηγεμονίας (χειρόγραφον του Βρεττανικού Μουσείου», Δελτίον της Ιστορικής κι Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τομ.Θ σελ.363-510
Περαιτέρω ανάγνωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, Αλέξανδρος Υψηλάντης- Η αιχμαλωσία του εις την Αυστρίαν 1821-1828, Εκδ.Παπαζήση, 1969
- The Unification of Greece 1770–1923 - Dakin D. (1984), 2nd edition
- (Ρωσικά) князь Александр Константинович Ипсиланти
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 «Ypsilantis, Alexander, 1792 - 1828 / portrait-hille.de / PORTRAIT ANTIQUARIAT HILLE - BERLIN». www.portrait-hille.de. Ανακτήθηκε στις 24 Μαΐου 2023.
- ↑ 2,0 2,1 Σήμερα .gr, Σαν. «Αλέξανδρος Υψηλάντης: Ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας». Σαν Σήμερα .gr. Ανακτήθηκε στις 24 Μαΐου 2023.
- ↑ David Brewer, "1821-1833, η Φλόγα της Ελευθερίας", Κεφάλαιο 4: "Η Φιλική Εταιρεία", σελ. 66
- ↑ 4,0 4,1 4,2 4,3 «Η ζωή και ο θάνατος του φλογερού πατριώτη Αλέξανδρου Υψηλάντη - Η κρίσιμη μάχη, η φυλάκιση και η τελευταία του επιθυμία». in.gr. 19 Ιανουαρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 24 Μαΐου 2023.
- ↑ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, "Απομνημονεύματα".
- ↑ Σήμερα .gr, Σαν. «Σάλπιγξ Ελληνική». Σαν Σήμερα .gr. Ανακτήθηκε στις 24 Μαΐου 2023.
- ↑ Βλ. Caughey JE. Myotonica Dystrophia και Συγγενών Διαταραχών. 1991
- ↑ David Brewer, "Η Φλόγα της Ελευθερίας, 1821 - 1833", Κεφάλαιο 6: "Ξεσηκωμός κατά μήκος του Δούναβη", σελ. 100-101
- ↑ Brewer, ο. πρ., σελ. 102