Βυζαντινο-Οθωμανικοί Πόλεμοι
Βυζαντινο-Οθωμανικοί Πόλεμοι | |||
---|---|---|---|
Δεξιόστροφα από την κορυφή αριστερά: Τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, Οθωμανοί γενίτσαροι, βυζαντινή σημαία, οθωμανικό χάλκινο κανόνι | |||
Χρονολογία | 1265-1479 | ||
Τόπος | Μικρά Ασία, Βαλκάνια | ||
Έκβαση | Νίκη των Βυζαντινών Πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Οι Βυζαντινο-Οθωμανικοί Πόλεμοι ήταν σειρά καθοριστικών συγκρούσεων μεταξύ των Οθωμανών και των Βυζαντινών που οδήγησαν στην τελική κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και στην κυριαρχία των Οθωμανών.
Το 1204, η Κωνσταντινούπολη είχε καταληφθεί από τους Σταυροφόρους και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία είχε αποδυναμωθεί από τη βασιλεία της δυναστείας των Αγγέλων, διαμελίστηκε ουσιαστικά σε διάφορα κομμάτια.[1] Εκμεταλλευόμενο την κατάσταση, το Σουλτανάτο του Ρουμ ξεκίνησε να καταλαμβάνει περιοχές στη Δυτική Μικρά Ασία μέχρι την εποχή που η Αυτοκρατορία της Νίκαιας στάθηκε ικανή να απωθήσει τους Σελτζούκους και να επαναφέρει τη βυζαντινή κυριαρχία στις χαμένες περιοχές. Ταυτόχρονα, η Κωνσταντινούπολη - που βρισκόταν υπό την κυριαρχία της Λατινικής Αυτοκρατορίας - ανακαταλήφθηκε από την Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Ωστόσο, η θέση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο παρέμεινε ασαφής λόγω της παρουσίας των αντίπαλων βασιλείων της Ηπείρου, της Σερβίας και της Βουλγαρίας. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση του Σουλτανάτου του Ρουμ (κυρίου αντιπάλου του Βυζαντίου στην Ασία) οδήγησε στη μεταφορά δυνάμεων από τη Μικρά Ασία στη Θράκη.[2] Ωστόσο, η αποδυνάμωση του Σουλτανάτου του Ρουμ δεν σήμανε την αποκατάσταση της βυζαντινής κυριαρχίας στην Ασία καθώς οι γαζήδες ξεκίνησαν να καταλαμβάνουν επικράτειες των Βυζαντινών και των Σελτζούκων. Παράλληλα, οι περιοχές που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία ενός μπέη ονόματι Οσμάν Α' αποτελούσαν απειλή για τη Νίκαια και την Κωνσταντινούπολη. Μέχρι το 1299, ο Οσμάν ανακήρυξε τον εαυτό του Σουλτάνο και η επικράτεια του έμεινε γνωστή ως Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Μέσα σε 50 χρόνια, οι Οθωμανοί κατέλαβαν τις βυζαντινές περιοχές στη Μικρά Ασία[3] και μέχρι το 1380, οι Οθωμανοί είχαν καταλάβει τη Θράκη. Μέχρι περίπου το 1400, η κάποτε παντοδύναμη Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε στην κυριαρχία της τα εδάφη του Δεσποτάτου του Μοριά, μερικά νησιά του Αιγαίου και ένα κομμάτι εδάφους στη Θράκη που οδηγούσε κατ' ευθείαν στην πρωτεύουσα. Η Σταυροφορία της Νικόπολης το 1396, η εισβολή του Τιμούρ το 1402 και η Σταυροφορία της Βάρνας το 1444 επέτρεψαν στην Κωνσταντινούπολη να αποφύγει την ήττα μέχρι το 1453. Μετά τη λήξη των Βυζαντινο-Οθωμανικών Πολέμων, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούσε μεγάλη δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο.
Άνοδος των Οθωμανών: 1265-1328
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο το 1261, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρισκόταν σε κρίσιμη κατάσταση. Οι Βυζαντινοί είχαν αρκετή δουλειά με τα πρώην λατινικά κρατίδια στην Ελλάδα[4] ενώ οι Σέρβοι απειλούσαν τις βυζαντινές κτήσεις στα Βαλκάνια χάρη στις ενέργειες του βασιλιά Στέφανου Ούρου.[5] Αυτό που κάποτε αποτελούσε δυνατή μεθόριος στην εποχή των Κομνηνών, τώρα αποτελούσε απειλή για την Κωνσταντινούπολη.
Για να λύσει αυτά τα προβλήματα, ο Μιχαήλ Παλαιολόγος ξεκίνησε να εδραιώνει την εξουσία του - ως αποτέλεσμα, ο Μιχαήλ διέταξε την τύφλωση του συναυτοκράτορα Ιωάννη Δ'.[4] Επίσης, ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας όρισε τον Γερμανό Γ' στη θέση του Πατριάρχη και τον διέταξε να άρει τον αφορισμό που είχε τοποθετηθεί εναντίον του από τον πρώην Πατριάρχη Αρσένιο Αυτωρειανό και να υποβάλει την αρχή της Ρώμης με σκοπό να μειώσει τη λατινική απειλή.[4]
Ενώ οι Βυζαντινοί προχωρούσαν στην κατάληψη των λατινικών κρατιδίων, οι Τούρκοι υπό τις διαταγές του Οσμάν Α' προχωρούσαν σε επιδρομές στα βυζαντινά εδάφη στην Ανατολία - το Σογκούτ και το Εσκισεχίρ (Δορύλαιον) καταλήφθηκαν το 1265 και το 1289 αντίστοιχα.[2] Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος ήταν ανίκανος να αντιμετωπίσει τους Τούρκους εξαιτίας της ανάγκης μεταφοράς δυνάμεων στα δυτικά.
Το 1282, ο Μιχαήλ Παλαιολόγος απεβίωσε και ο γιος του, Ανδρόνικος Β', ανέβηκε στον θρόνο. Ο θάνατος του Μιχαήλ ανακούφισε την κοινωνία - η πολιτική του λατινικού κατευνασμού στην Εκκλησία της Ρώμης, η βαριά φορολογία και οι στρατιωτικές δαπάνες επιβάρυναν τους ανθρώπους. Οι Οθωμανοί ξεκίνησαν να καταλαμβάνουν περιοχές της Αυτοκρατορίας και θεωρήθηκαν απελευθερωτές της Ανατολίας, οι κάτοικοι της οποίας ασπάστηκαν το Ισλάμ και έτσι μείωσαν τη δύναμη της Ορθοδοξίας και του Βυζαντίου.[9]
Η βασιλεία του Ανδρόνικου σημαδεύτηκε με κοντόφθαλμες αποφάσεις που μακροπρόθεσμα θα οδηγούσαν στην κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Άρχισε να υποτιμά το βυζαντινό υπέρπυρον με αποτέλεσμα να μειώσει την αξία της βυζαντινής οικονομίας - οι φόροι είχαν μειωθεί για τους Ισχυρούς, δηλαδή για την αριστοκρατία. Επίσης, ο Ανδρόνικος αποκήρυξε την Ένωση της Ορθόδοξης και της Καθολικής Εκκλησίας που είχε αποφασιστεί στη Δεύτερη Σύνοδο της Λυών το 1274, γεγονός που οδήγησε σε περαιτέρω εχθροπραξίες μεταξύ των Βυζαντινών και των Λατίνων.[10]
Ο Ανδρόνικος Β' είχε σκοπό να διατηρήσει τις βυζαντινές κτήσεις στην Ανατολία γι' αυτό και διέταξε τη δημιουργία οχυρών στη Μικρά Ασία και τη δραστήρια εκπαίδευση των στρατευμάτων.[10] Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας διέταξε τη μεταφορά της Αυλής στην Ανατολία με σκοπό την επίβλεψη των εκστρατειών και διέταξε τον Στρατηγό Αλέξιο Φιλανθρωπινό να απωθήσει τους Τούρκους. Παρά τις αρχικές επιτυχίες, ο Αλέξιος στασίασε - ο Ανδρόνικος διέταξε την τύφλωση του Αλεξίου. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στους Οθωμανούς να προχωρήσουν στην πολιορκία της Νίκαιας το 1301. Το 1302, ο γιος του Ανδρόνικου, Μιχαήλ Θ', μαζί με τον Στρατηγό Γεώργιο Μουζάλωνα ηττήθηκαν στη Μαγνησία και στη μάχη του Βαφέως.[10]
Παρ' ολ' αυτά, ο Ανδρόνικος προέβη σε ακόμα μια απόπειρα απώθησης των Τούρκων με τη βοήθεια Καταλανών μισθοφόρων. Υπό τις διαταγές του Μιχαήλ Θ' και του Ροζέ ντε Φλορ, η Καταλανική Εταιρεία με 6.500 άνδρες έλαβε διαταγή να απωθήσει τους Τούρκους την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1303. Οι δαπανηρές υπηρεσίες των μισθοφόρων ανάγκασαν τους Βυζαντινούς να οδηγήσουν τους μισθοφόρους πίσω από τη Φιλαδέλφεια στην Κύζικο. Ο Ροζέ ντε Φλορ δολοφονήθηκε από τους Βυζαντινούς και η Καταλανική Εταιρεία αποφάσισε να προχωρήσει σε επιδρομές κατά της Ανατολίας, ενώ το 1307, οι Καταλανοί αποχώρησαν από την Ανατολία και επιτέθηκαν στη Θράκη - όσον αφορά τους κατοίκους της Ανατολίας, αυτοί καλωσόρισαν τους Οθωμανούς που είχαν περικυκλώσει τα κύρια βυζαντινά οχυρά στη Μικρά Ασία.[10]
Οι Οθωμανοί ήταν σε θέση να εδραιώσουν την πολεμική επιτυχία τους χάρη στις πολλές διαιρέσεις μεταξύ των αντιπάλων τους. Πολλοί αγρότες της Ανατολίας θεώρησαν πως οι Οθωμανοί ήταν καλύτεροι αφέντες.[9][11]
Μετά απ' αυτές τις ήττες, ο Ανδρόνικος δεν ήταν σε θέση να στείλει περαιτέρω δυνάμεις. Το 1320, ο εγγονός του Ανδρόνικου Β', Ανδρόνικος Γ', ήταν απόκληρος μετά τον θάνατο του πατέρα του, Μιχαήλ Θ', γιο και κληρονόμο του Ανδρόνικου Β'.[13] Το επόμενο έτος, ο Ανδρόνικος Γ' αποφάσισε να εκδικηθεί, γι'αυτό και πορεύθηκε κατά της Κωνσταντινούπολης, με αποτέλεσμα να λάβει τη Θράκη ως επιχορήγηση. Το 1322, ο Ανδρόνικος Γ' έγινε συναυτοκράτορας. Αυτό οδήγησε σε εμφύλιο πόλεμο, κατά τη διάρκεια του οποίου, η Σερβία στήριξε τον Ανδρόνικο Β' και η Βουλγαρία τον Ανδρόνικο Γ'. Τελικά, ο Ανδρόνικος Γ' επικράτησε στις 23 Μαΐου 1328. Ενώ ο Ανδρόνικος Γ' εδραίωνε την εξουσία του στο Βυζάντιο, οι Οθωμανοί κατέλαβαν την Προύσα το 1326.[2]
Βυζαντινή αντεπίθεση: 1328-1341
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η βασιλεία του Ανδρόνικου Γ' σημαδεύτηκε με την τελευταία υποσχόμενη προσπάθεια των Βυζαντινών να αποκαταστήσουν «τη δόξα αυτού που κάποτε ήταν Ρώμη». Το 1329, οι βυζαντινές δυνάμεις έλαβαν διαταγή να αντιμετωπίσουν τις οθωμανικές δυνάμεις[14] που πολιορκούσαν τη Νίκαια από το 1301.[15] Οι βυζαντινές αντεπιθέσεις σε συνδυασμό με τη σθεναρή αντίσταση των Βυζαντινών στη Νίκαια εμπόδισαν τους Οθωμανούς να καταλάβουν άλλες πόλεις. Η Νίκαια βρέθηκε σε δύσκολη θέση μετά την υποχώρηση του βυζαντινού στρατού που ήταν αποτέλεσμα της ήττας στη μάχη του Πελεκάνου (10 Ιουνίου 1329).[15] Το 1331, η Νίκαια παραδόθηκε,[15] γεγονός που προκάλεσε τεράστιο πλήγμα στους Βυζαντινούς, καθώς η Νίκαια ήταν πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας πριν από 70 χρόνια.
Για ακόμα μια φορά, η βυζαντινή στρατιωτική δύναμη εξαντλήθηκε και ο Ανδρόνικος Γ' αναγκάστηκε να στραφεί στην διπλωματία, όπως είχε κάνει ο παππούς του - οι Βυζαντινοί πρότειναν την πληρωμή φόρου υποτελείας με αντάλλαγμα την ασφάλεια των εναπομείναντων βυζαντινών επαρχιών. Δυστυχώς για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, οι Οθωμανοί αρνήθηκαν και προχώρησαν στην πολιορκία της Νικομηδείας το 1333, την οποία κατέλαβαν το 1337.[15]
Παρά τις δυσκολίες αυτές, ο Ανδρόνικος Γ' είχε μερικές επιτυχίες κατά των αντιπάλων του στην Ελλάδα και στη Μικρά Ασία - η Ήπειρος και η Θεσσαλία είχαν υποταχθεί.[14] Το 1329, οι Βυζαντινοί κατέλαβαν τη Χίο και το 1335 κατέλαβαν τη Λέσβο. Παρ' ολ' αυτά, αυτά τα απομονωμένα νησιά αποτελούσαν εξαίρεση στη γενική τάση αύξησης της οθωμανικής επικράτειας. Επιπλέον, κανένα απ' αυτά τα νησιά δεν ήταν μέρος της οθωμανικής επικράτειας - η κατάληψη τους καταδεικνύει τις δυνατότητες που είχαν οι Βυζαντινοί κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ανδρόνικου Γ'. Ο βυζαντινός στρατός θα αποδυναμωθεί από τη μετέπειτα επέκταση των Σέρβων[14] σε εδάφη που είχαν καταληφθεί νωρίτερα από τον Ανδρόνικο Γ' (Ήπειρος) και από τον μετέπειτα εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος μετέτρεψε τους Βυζαντινούς σε υποτελείς των Οθωμανών.
Η εισβολή στα Βαλκάνια και ο εμφύλιος πόλεμος: 1341-1371
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ανδρόνικος Γ' απεβίωσε το 1341 αφήνοντας τον δεκάχρονο γιο του, Ιωάννη Ε', στον θρόνο.[16] Αντιβασιλείς του Ιωάννη Ε' ήταν ο Ιωάννης ΣΤ' Καντακουζηνός, η μητέρα του Αυτοκράτορα, Άννα της Σαβοΐας, καθώς και ο Πατριάρχης Ιωάννης ΙΔ' Καλέκας. Η αντιπαλότητα μεταξύ του Καλέκα και του Καντακουζηνού οδήγησε σε καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος έληξε με νίκη του Καντακουζηνού, ο οποίος εισήλθε θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη το 1347. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, οι βουβώνες, οι σεισμοί[17] και οι επιδρομές των Οθωμανών συνεχίστηκαν μέχρι τη στιγμή που η Φιλαδέλφεια ήταν η μόνη επαρχία των Βυζαντινών στη Μικρά Ασία - αν και οι Βυζαντινοί αναγκάζονταν να πληρώνουν φόρο υποτέλειας για να διατηρήσουν την πόλη. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, οι δύο πλευρές προχώρησαν στη μίσθωση Σέρβων και Τούρκων στρατιωτών,[18] αφήνοντας τα περισσότερα εδάφη της Μακεδονίας κατεστραμμένα και εγκαταλειμμένα στα χέρια των Σέρβων. Μετά τη νίκη του, ο Καντακουζηνός βασίλευσε ως συναυτοκράτορας του Ιωάννη Ε'.
Ωστόσο, ο Ιωάννης Ε' και ο Καντακουζηνός δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν και η Αυτοκρατορία οδηγήθηκε σε νέο εμφύλιο πόλεμο. Ο Καντακουζηνός νίκησε εκ νέου και αντικατέστησε τον εξόριστο Ιωάννη Ε' Παλαιολόγο με το γιο του, Ματθαίο Καντακουζηνό. Ωστόσο, οι Τούρκοι, υπό τις διαταγές του Ορχάν, κατέλαβαν την Καλλίπολη το 1354[19][20] και προχωρούσαν προς τα ευρωπαϊκά εδάφη της Αυτοκρατορίας. Η προώθηση των Οθωμανών προκάλεσε πανικό στην Κωνσταντινούπολη, γεγονός που εκμεταλλεύτηκε ο Ιωάννης Ε' Παλαιολόγος, ο οποίος με τη βοήθεια Γενοβέζων μισθοφόρων προέβη σε πραξικόπημα και ανέτρεψε τον Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνό τον Νοέμβριο του 1354. Ως αποτέλεσμα, ο Καντακουζηνός έγινε μοναχός.[19]
Ωστόσο, ο εμφύλιος δεν έληξε εκεί - ο Ματθαίος Καντακουζηνός έλαβε δυνάμεις από τον Ορχάν και βάδισε κατά της Κωνσταντινούπολης. Η αιχμαλωσία του, το 1356, έβαλαν τέλος στα όνειρα του να γίνει Αυτοκράτορας και σήμαναν την εφήμερη ήττα των Οθωμανών, οι οποίοι είχαν υποστηρίξει την ανατροπή του Ιωάννη Ε'.[19]
Μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, οι συγκρούσεις μεταξύ Βυζαντινών και Οθωμανών είχαν διακοπεί για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Το 1361, οι Τούρκοι κατέλαβαν το Διδυμότειχο.[19] Ο διάδοχος του Ορχάν, Μουράτ Α', ασχολήθηκε περισσότερο με τις θέσεις του στην Ανατολία. Ωστόσο, όπως ο Αλπ Αρσλάν των Σελτζούκων, έτσι και ο Μουράτ προχώρησε στην κατάληψη βυζαντινών επαρχιών με τη Φιλιππούπολη να καταλαμβάνεται μετά από μεγάλη εκστρατεία μεταξύ του 1363 και του 1363 και την Αδριανούπολη να καταλαμβάνεται το 1369.[21]
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν ήταν σε θέση να προχωρήσει σε αντεπίθεση ή σε άμυνα των περιοχών - μέχρι τότε, οι Οθωμανοί είχαν γίνει παντοδύναμοι. Ο Μουράτ Α' διέλυσε ένα σερβικό στρατό στις 26 Σεπτεμβρίου 1371 στη μάχη της Μαρίτσας[21], με αποτέλεσμα την κατάλυση της Σερβικής Αυτοκρατορίας. Οι Οθωμανοί είχαν συγκεντρωθεί πλέον στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Σε μια προσπάθεια να αποφύγει την ήττα, ο Ιωάννης Ε' ζήτησε τη βοήθεια του Πάπα, ωστόσο, δεν την έλαβε. Ο Ιώαννης Ε' αναγκάστηκε να συνεννοηθεί με τους Οθωμανούς - ο Μουράτ και ο Ιωάννης συμφώνησαν την πληρωμή φόρου υποτέλειας στους Οθωμανούς και την αποστολή βυζαντινών στρατευμάτων με αντάλλαγμα την παροχή ασφάλειας.[22]
Βυζαντινός εμφύλιος πόλεμος και υποτέλεια: 1371-1394
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μέχρι τότε, οι Οθωμανοί είχαν κατ' ουσίαν νικήσει στον πόλεμο - η βυζαντινή επικράτεια είχε μειωθεί και η Κωνσταντινούπολη αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την κατάσταση υποτέλειας της στον Οθωμανό Σουλτάνο.[23] Αυτή η υποτέλεια συνεχίστηκε μέχρι το 1394. Ωστόσο, αν και η Κωνσταντινούπολη είχε ουδετεροποιηθεί, οι περιβάλλουσες χριστιανικές δυνάμεις αποτελούσαν ακόμα απειλή για τους Οθωμανούς και η Μικρά Ασία δεν πέρασε ολοκληρωτικά υπό οθωμανικό έλεγχο. Οι Οθωμανοί προωθήθηκαν στα Βαλκάνια - το 1385, οι Οθωμανοί κατέλαβαν τη Σόφια[2][22], ενώ τον επόμενο χρόνο κατέλαβαν τη Νις. Άλλες επαρχίες καταλήφθηκαν, συμπεριλαμβανομένου των Σέρβων. Η σερβική αντίσταση καταλύθηκε μετά τη μάχη του Κοσσυφοπεδίου το 1389, τα περισσότερα εδάφη της Βουλγαρίας καταλήφθηκαν το 1393 από τον Βαγιαζήτ Α'[22], ενώ η βουλγαρική ανεξαρτησία καταλύθηκε μετά την κατάληψη της Βιν το 1396.
Η οθωμανική προώθηση στα Βαλκάνια ήταν εφικτή χάρη στον νέο βυζαντινό εμφύλιο πόλεμο - αυτή τη φορά μεταξύ του Ιωάννη Ε' και του Ανδρόνικου Δ' (μεγαλύτερος γιος του Ιωάννη).[22] Με τη βοήθεια του Μουράτ, ο Ιωάννης ήταν σε θέση να τυφλώσει τον Ανδρόνικο Δ' και τον γιο του, Ιωάννη Ζ' τον Σεπτέμβριο του 1373. Ο Ανδρόνικος και ο γιος του δραπέτευσαν και εξασφάλισαν τη βόηθεια του Μουράτ, καθώς του είχαν προσφέρει περισσότερα χρήματα απ' ό,τι ο Ιωάννης Ε'.[24] Ο εμφύλιος πόλεμος συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου του 1390, αν και οι ερίδες υπήρχαν μέχρι το 1408. Ο Ιωάννης Ε' συγχώρησε προσωρινά τον Ανδρόνικο Δ' και τον γιο του το 1381, εξαγριώνοντας τον δεύτερο γιο και προφανή διάδοχο, Μανουήλ Β'. Ο Μανουήλ κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη, γεγονός που προειδοποίησε τον Οθωμανό Σουλτάνο για την πιθανότητα απελευθέρωσης εδαφών της Ελλάδας που βρίσκονταν στα οθωμανικά χέρια.
Ο θάνατος του Ανδρόνικου Δ' το 1385 και η παράδοση της Θεσσαλονίκης το 1387 στον Χαϊρεντίν πασά ενθάρρυναν τον Μανουήλ Β' Παλαιολόγο να ζητήσει τη συγχώρηση του Σουλτάνου και του Ιωάννη Ε'. Οι στενές σχέσεις μεταξύ του Μανουήλ και του Ιωάννη Ε' εξόργισαν τον Ιωάννη Ζ', ο οποίος θεώρησε πως τα δικαιώματα του απειλούνταν. Ο Ιωάννης Ζ' προέβη σε πραξικόπημα κατά του Ιωάννη Ε' αλλά παρά την τουρκική και τη γενοβέζικη βοήθεια, η βασιλεία του διήρκησε για πέντε μήνες πριν ανατραπεί από τον Μανουήλ Β' και τον πατέρα του.
Άλωση της Φιλαδέλφειας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ενώ ο εμφύλιος πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη, οι Τούρκοι στην Ανατολία προχώρησαν στην πολιορκία της Φιλαδέλφειας το 1390, θέτοντας τέλος στη βυζαντινή κυριαρχία στην Ανατολία. Η πόλη βρισκόταν μονάχα ονομαστικά στη βυζαντινή κυριαρχία και η άλωση της είχε μικρές στρατηγικές επιπτώσεις για τους Βυζαντινούς.
Υποτέλεια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Ε', ο Μανουήλ Β' Παλαιολόγος ήταν σε θέση να ασφαλίσει τον θρόνο του και να καθιερώσει καλές σχέσεις με τον Σουλτάνο, καθώς έγινε υποτελής του. Για να αποκτήσει την συγκατάθεση των Οθωμανών για να βασιλεύσει, ο Μανουήλ προχώρησε στη διάλυση των οχυρώσεων στη Χρυσή Πύλη.[25]
Επανάληψη των συγκρούσεων: 1394-1424
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1394, οι σχέσεις μεταξύ των Βυζαντινών και των Οθωμανών άλλαξαν προς το χειρότερο και οι δύο λαοί προχώρησαν εκ νέου σε πόλεμο όταν ο Οθωμανός Σουλτάνος Βαγιαζήτ (βασ. 1389-1402) διέταξε τη θανάτωση του Μανουήλ Β[25], καθώς ο Αυτοκράτορας είχε προσπαθήσει να συμφιλιωθεί με τον ανιψιό του, Ιωάννη Ζ'. Ο Οθωμανός Σουλτάνος άλλαξε αργότερα την απόφαση του και διέταξε το χτίσιμο ενός τζαμιού στην Κωνσταντινούπολη.[25] Ο Μανουήλ Β' όχι μόνο αρνήθηκε το χτίσιμο του τζαμιού, αλλά αρνήθηκε επίσης να πληρώσει τον φόρο υποτέλειας και αγνόησε τα μηνύματα του Σουλτάνου - ως αποτέλεσμα, οι Οθωμανοί προέβησαν σε πολιορκία της πόλης το 1394. Ο Μανουήλ απαίτησε Σταυροφορία, η οποία ξεκίνησε το 1396. Υπό τις διαταγές του μελλοντικού Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Σιγισμόνδου,[15][26] οι Σταυροφόροι ηττήθηκαν στη μάχη της Νικόπολης το 1396.
Η ήττα στη Νικόπολη ανάγκασε τον Μανουήλ Β' να δραπετεύσει από την Πόλη και να ζητήσει βοήθεια στη Δυτική Ευρώπη.[28] Αυτή την περίοδο, ο Ιωάννης Ζ' κατάφερε να απωθήσει τα οθωμανικά στρατεύματα από την Κωνσταντινούπολη. Η πολιορκία τελικά λύθηκε αφού ο Τιμούρ (ή Ταμερλάνος) οδήγησε τον στρατό του κατά των τουρκικών φυλών της Ανατολίας. Στη μάχη της Άγκυρας, τα στρατεύματα του Τιμούρ συνέτριψαν τα στρατεύματα του Βαγιαζήτ, ο οποίος πιάστηκε αιχμάλωτος. Μετά την ήττα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία οδηγήθηκε σε μια περίοδο εμφυλίων συγκρούσεων, οι οποίες ήταν αποτέλεσμα των ερίδων μεταξύ των γιων του Βαγιαζήτ.[29]
Οι Βυζαντινοί δεν έχασαν την ευκαιρία και υπέγραψαν συμφωνίες ειρήνης με τους Χριστιανούς γείτονες τους και με ένα από τους γιους του Βαγιαζήτ[30] Χάρη στις ενέργειες αυτές, οι Βυζαντινοί ανακατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη και τα περισσότερα εδάφη της Πελοποννήσου. Ο Οθωμανικός Εμφύλιος Πόλεμος έληξε το 1413 όταν ο Μωάμεθ Α', με τη στήριξη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, νίκησε τους αντιπάλους του.[30]
Ωστόσο, οι καλές σχέσεις μεταξύ Βυζαντινών και Οθωμανών δεν θα διαρκούσαν για πολύ καιρό - ο θάνατος του Μωάμεθ Α' και η άνοδος του Μουράτ Β' στην εξουσία, καθώς και η άνοδος του Ιωάννη Η' στον βυζαντινό θρόνο, έφεραν αλλαγές στις σχέσεις Βυζαντινών και Οθωμανών. Ο Ιωάννης Ζ' προέβη σε μια άμυαλη κίνηση, όταν προσπάθησε να προκαλέσει επανάσταση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία: ένας ονόματι Μουσταφά απελευθερώθηκε από τους Βυζαντινούς και ισχυρίστηκε ότι είναι ο χαμένος γιος του Βαγιαζήτ.[30]
Παρά τις αντιξοότητες, μια αρκετά μεγάλη δύναμη είχε συγκεντρωθεί στην Ευρώπη υπό το έμβλημα του, διαλύοντας τις δυνάμεις των υφισταμένων του Μουράτ Β'. Ο Μουράτ Β' προέβη σε πολιορκία της Θεσσαλονίκης και της Κωνσταντινούπολης.[29][30] Ο Ιωάννης Η' στράφηκε στον πατέρα του, Μανουήλ Β', για συμβουλή. Αυτή τη φορά, ο Ιωάννης Η' υποστήριξε τον αδερφό του Μουράτ Β', Κουτσούκ Μουσταφά. Ως αποτέλεσμα, οι Οθωμανοί πολιόρκησαν την Προύσα. Μετά την αποτυχημένη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 1422, ο Μουράτ Β' επιτέθηκε κατά του Κουτσούκ και τον νίκησε. Μετά την ήττα του Κουτσούκ, οι Βυζαντινοί έγιναν εκ νέου υποτελείς των Οθωμανών και αναγκάζονταν να πληρώνουν ετήσιο φόρο ύψους 300.000 ασημένιων νομισμάτων.[31]
Νίκη των Οθωμανών: 1424-1453
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Οθωμανοί είχαν αντιμετωπίσει αρκετούς αντιπάλους μεταξύ του 1424 και του 1453. Μετά την πολιορκία της Θεσσαλονίκης, οι Οθωμανοί είχαν να αντιμετωπίσουν τους Σέρβους του Γεώργιου Μπράνκοβιτς, τους Ούγγρους του Ιωάννη Ουνιάδη και τους Αλβανούς του Γεώργιου Καστριώτη.[26][32] Οι Οθωμανοί αντιμετώπισαν τη Σταυροφορία της Βάρνας το 1444, κατά τη διάρκεια της οποίας νίκησαν τους Ούγγρους.
Το 1448 και το 1451 σημειώθηκαν αλλαγές στην εξουσία των Βυζαντινών και των Οθωμανών αντίστοιχα. Ο Μουράτ Β' απεβίωσε και τον διαδέχτηκε ο Μωάμεθ Β', ενώ ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος διαδέχτηκε τον Ιωάννη Η'.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' και ο Μωάμεθ Β' δεν είχαν καλές σχέσεις - η κατάληψη των περιοχών των Σταυροφόρων στην Πελοπόννησο από τον πρώτο αποτέλεσε προειδοποίηση για τον τελευταίο, ο οποίος αποφάσισε να στείλει μια δύναμη από 40.000 στρατιώτες, για να αντιμετωπίσει τους Βυζαντινούς. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' απείλησε με εξέγερση κατά του Μωάμεθ Β', εκτός και αν ο τελευταίος αποδεχόταν μερικούς όρους σχετικά με το status quo του Αυτοκράτορα[33]. Ο Μωάμεθ Β' αποφάσισε να χτίσει οχυρά στον Βόσπορο και να αποκλείσει την Κωνσταντινούπολη από τη θάλασσα. Οι Οθωμανοί είχαν στα χέρια τους τα χερσαία εδάφη γύρω από την Κωνσταντινούπολη και προχώρησαν σε επίθεση κατά της πόλης στις 6 Απριλίου 1453. Παρά την Ένωση της Καθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας, οι Βυζαντινοί δεν έλαβαν επίσημη βοήθεια από τον Πάπα ή τη Δυτική Ευρώπη, με εξαίρεση μερικούς στρατιώτες από τη Βενετία και τη Γένοβα.
Η Αγγλία και η Γαλλία βρίσκονταν στην τελική φάση του Εκατονταετή Πολέμου. Οι Γάλλοι δεν ήθελαν να χάσουν το πλεονέκτημα στέλνοντας στρατεύματα στο Βυζάντιο και η Αγγλία δεν ήταν σε θέση να το κάνει. Η Ισπανία βρισκόταν στην τελική φάση της Ρεκονκίστα (Ανακατάληψη). Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν ήταν σε θέση να στείλει βοήθεια, καθώς είχε κουραστεί από τη Σταυροφορία της Βάρνας, ενώ οι Γερμανοί πρίγκιπες βρίσκονταν σε πόλεμο. Η Πολωνία και η Ουγγαρία ήταν οι πιο σημαντικές δυνάμεις της Σταυροφορίας της Βάρνας, ενώ οι Πολωνο-Τευτονικοί Πόλεμοι απέτρεψαν τους Πολωνούς και τους Τεύτονες από την αποστολή στρατευμάτων.
Μονάχα τα ιταλικά κρατίδια θέλησαν να βοηθήσουν. Η Γένοβα και η Βενετία ήταν εχθροί των Οθωμανών, αλλά είχαν και μεταξύ τους έχθρα. Οι Βενετοί αποφάσισαν να στείλουν στόλο για να επιτεθούν στις οχυρώσεις στα Δαρδανέλλια και στον Βόσπορο, αλλά είχαν στείλει μικρή δύναμη που έφθασε καθυστερημένα. Οι Οθωμανοί ήταν πολύ δυνατοί ώστε να απωθήσουν την αποστολή στρατευμάτων στην Πόλη ακόμα και από δυνατά κρατίδια όπως η Δημοκρατία της Βενετίας. Παρόλο αυτά, 2.000 μισθοφόροι (κυρίως Ιταλοί) υπό τις διαταγές του Ιωάννη Ιουστινιάνη[34] έφθασαν στην Πόλη για να βοηθήσουν τους υπερασπιστές. Η άμυνα της πόλης ανατέθηκε σ' αυτούς τους μισθοφόρους και σε 5.000 πολιτοφύλακες.[35] Παρά την έλλειψη εκπαίδευσης, οι υπερασπιστές είχαν εξοπλιστεί με πολλά όπλα,[34] αν και δεν είχαν στη διάθεση τους κανόνια που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν το οθωμανικό πυροβολικό.
Η άλωση της Πόλης δεν οφειλόταν στη δράση του οθωμανικού πυροβολικού ούτε στον ναυτικό αποκλεισμό (πολλά ιταλικά πλοία ήταν σε θέση να βοηθήσουν και να διαφύγουν από την πόλη). Η Άλωση ήταν αποτέλεσμα του αριθμητικού πλεονεκτήματος των Οθωμανών (10 προς 1) και της εκπαίδευσης των Οθωμανών Γενιτσάρων. Καθώς οι Οθωμανοί πολιορκούσαν χωρίς επιτυχία την Πόλη και είχαν υποστεί μεγάλες απώλειες, πολλοί στρατιώτες άρχισαν να αμφιβάλουν για την επιτυχία της πολιορκίας - οι στρατιώτες θυμήθηκαν πως η Πόλη δεν είχε καταληφθεί από τους Οθωμανούς κατά τη διάρκεια προηγούμενων πολιορκιών, την ήττα στη μάχη της Άγκυρας, αλλά και τη Σταυροφορία της Βάρνας. Σε μια προσπάθεια να τονώσει το ηθικό των στρατευμάτων, ο Σουλτάνος θύμισε στα στρατεύματα τον πλούτο της Πόλης και τους υποσχέθηκε πως θα λεηλατούσαν την Πόλη.[36] Στις 29 Μαΐου 1453, μετά από μια ολοκληρωτική επίθεση, οι Οθωμανοί κατέλαβαν την πόλη. Καθώς οι Οθωμανοί πανηγύριζαν την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, η πειθαρχία στον οθωμανικό στόλο έπεσε και αρκετά πλοία από τη Γένοβα και τη Βετενία δραπέτευσαν - στα πλοία βρισκόταν και ο Νικολό Μπάρμπαρο,[37] ένας Βενετός μάρτυρας της πολιορκίας που έγραψε τα εξής:
Κατά τη διάρκεια της ημέρας, οι Τούρκοι προέβησαν σε σφαγή των Χριστιανών σε όλη την πόλη. Το αίμα έρεε στην πόλη όπως το νερό της βροχής μετά από ξαφνική καταιγίδα και τα πτώματα των Τούρκων και των Χριστιανών πετάχτηκαν στα Δαρδανέλλια, όπου επέπλεαν στη θάλασσα όπως τα πεπόνια.
Μετά την πολιορκία, οι Οθωμανοί κατέλαβαν το Δεσποτάτο του Μοριά το 1460 και την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας το 1461.[38] Με το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τα μέλη της δυναστείας Παλαιολόγων συνέχισαν να αναγνωρίζονται από την Ευρώπη ως κάτοχοι του θρόνου της Κωνσταντινούπολης μέχρι τον 16ο αιώνα όταν η Μεταρρύθμιση, η οθωμανική απειλή και η μείωση του ενδιαφέροντος για τις Σταυροφορίες οδήγησαν τους Ευρωπαίους ηγέτες να αναγνωρίσουν τους Οθωμανούς ως κυρίαρχους της Ανατολίας και του Λεβάντε.
Αίτια της ήττας των Βυζαντινών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Λατινική παρέμβαση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η λατινική παρουσία στα Βαλκάνια δεν επέτρεψε στους Βυζαντινούς να συγκεντρώσουν επαρκείς δυνάμεις στην απώθηση των Οθωμανών. Αυτό εξηγείται από τη δράση του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, καθώς οι προσπάθειες του να απομακρύνει τους Λατίνους από την Ελλάδα οδήγησε στην εγκατάλειψη των συνόρων της Ανατολίας, γεγονός που επέτρεψε στις τουρκικές φυλές να προβούν σε επιδρομές κατά των βυζαντινών επαρχιών. Οι εκστρατείες του Ανδρόνικου Β' στην Ανατολία, αν και είχαν μερικές στρατιωτικές επιτυχίες, εκμηδενίστηκαν από την κατάσταση στα δυτικά σύνορα της Αυτοκρατορίας.[35] Σε κάθε περίσταση, οι Βυζαντινοί ήταν αναγκασμένοι να διαλέξουν μεταξύ μιας παπικής και λατινικής απειλής ή μιας μη δημοφιλούς ένωσης, η οποία χρησιμοποιήθηκε από αρκετούς αντίπαλους ενάγοντες ως αιτία για πραξικόπημα κατά του Βυζαντινού Αυτοκράτορα.
Από τα μέσα και τα τέλη του 14ου αιώνα, ωστόσο, οι Βυζαντινοί λάμβαναν βοήθεια από τη Δύση. Αυτό οφειλόταν στη συμπάθεια προς μια συντροφική χριστιανική δύναμη που αντιμετώπιζε μια μουσουλμανική δύναμη και, παρά τις δύο Σταυροφορίες, οι Βυζαντινοί «έλαβαν τόση βοήθεια από τη Ρώμη όσο εμείς από τον [Μαμελούκο] Σουλτάνο [της Αιγύπτου]».[39] Το Σουλτανάτο των Μαμελούκων, τον 13ο αιώνα, ήταν μια από τις πιο αποφασισμένες δυνάμεις που είχε στόχο την απομάκρυνση των Χριστιανών από τη Μέση Ανατολή, γι' αυτό και προέβη σε πολλές επιδρομές κατά της Κύπρου τον 14ο και 15ο αιώνα.
Αποδυνάμωση του Βυζαντίου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά τη Δ' Σταυροφορία, οι Βυζαντινοί βρίσκονταν σε κρίσιμη κατάσταση. Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1261 και οι μετέπειτα εκστρατείες δεν έγιναν στη σωστή εποχή - η αποδυνάμωση του Σουλτανάτου του Ρουμ σήμανε την αυτονομία αρκετών τουρκικών φυλών, όπως του Εμιράτου του Οσμάν Α'. Η αποδυνάμωση του Σουλτανάτου του Ρουμ έδωσε ελευθερία κινήσεων στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας, αλλά για πολύ μικρό χρονικό διάστημα.
Μετά την ανακατάληψη των ελληνικών περιοχών, ο Μιχαήλ Η' αναγκάστηκε να επιβάλει βαριά φορολογία στους αγρότες της Ανατολής[40] με σκοπό να συντηρήσει το στράτευμα.
Μετά τον θάνατο του Μιχαήλ Η', οι Βυζαντινοί βρέθηκαν νωρίς σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου. Οι Οθωμανοί επίσης βρέθηκαν σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου, αλλά αυτό συνέβη πολύ αργότερα, τον 15ο αιώνα, την εποχή που οι Βυζαντινοί δεν ήταν σε θέση να ανακαταλάβουν πολλά εδάφη - κατά τη διάρκεια του βυζαντινού εμφυλίου πολέμου του 1341-1371, οι Οθωμανοί είχαν διασχίσει την Ευρώπη μέσω της Καλλίπολης και είχαν μετατρέψει το Βυζάντιο σε υποτελή. Οι προσπάθειες των Βυζαντινών να απαλλαχθούν από την υποτέλεια έληξαν με αποτυχία και οι Βυζαντινοί βρίσκονταν στο έλεος της λατινικής βοήθειας.
Οθωμανικές δυνάμεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Οθωμανοί ήταν εξαιρετικοί διπλωμάτες και ήταν ικανοί να αυξάνουν τον αριθμό των στρατευμάτων. Αρχικά, οι επιδρομές τους είχαν ως αποτέλεσμα τη στήριξη των άλλων τουρκικών φυλών. Όταν οι Τούρκοι προέβησαν σε επιδρομές κατά των βυζαντινών περιοχών που δεν ήταν καλά οχυρωμένες,[41] ήταν σε θέση να εκμεταλλευτούν τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι αγρότες και να τους στρέψουν με το μέρος τους - αυτοί που δεν δέχονταν να βοηθήσουν, δέχονταν την επίθεση των Οθωμανών. Τελικά, οι πόλεις της Μικράς Ασίας που βρέθηκαν αποκομμένες από την πρωτεύουσα, παραδόθηκαν στους Οθωμανούς.
Η ικανότητα των Οθωμανών να αντιμετωπίζουν τους αντιπάλους τους έκανε γρήγορα πολύ δυνατούς. Προτιμούσαν να μετατρέψουν τους αντιπάλους τους σε υποτελείς παρά να τους καταστρέψουν,[42] αλλιώς θα είχαν εξαντληθεί κατά τη διαδικασία. Η λήψη φόρου από τα υποτελή κράτη στη μορφή παιδιών και χρημάτων έκανε την υποταγή πιο αποτελεσματική από την κατάληψη. Ολόκληρη η περιοχή αποτελούταν από αρκετά κρατίδια (Βουλγαρία, Σερβία, λατινικά κρατίδια) που πολεμούσαν μεταξύ τους και συνειδητοποίησαν πολύ αργά ότι οι Οθωμανοί είχαν επικρατήσει και τους είχαν ενσωματώσει σε ένα δίκτυο υποδεέστερων κρατών.
Συνέπειες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Άλωση της Πόλης αποτέλεσε έκπληξη για τον Πάπα, ο οποίος απαίτησε μια άμεση αντεπίθεση σε μορφή Σταυροφορίας. Μονάχα ο Φίλιππος Γ΄ της Βουργουνδίας δέχτηκε να βοηθήσει με τον όρο ότι ένας δυνατός μονάρχης θα τον στήριζε - ωστόσο, κανένας μονάρχης δεν θέλησε να βοηθήσει.[43] Ο Πάπας Πίος Β' διέταξε τη διεξαγωγή μιας Σταυροφορίας. Και πάλι, καμία μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη δεν θέλησε να βοηθήσει. Αυτό ανάγκασε τον Πάπα να καθοδηγήσει ο ίδιος τη Σταυροφορία. Ο θάνατος του, το 1464, σήμανε τη λήξη της Σταυροφορίας στο λιμάνι της Ανκόνα.[43]
Η Άλωση είχε και άλλες επιπτώσεις στην Ευρώπη: η εισροή της ελληνικής επιστήμης απ' όσους δραπέτευσαν από τους Οθωμανούς ήταν κρίσιμος παράγοντας για την κατάλυση της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης.
Οι αποτυχημένες προσπάθειες των Ευρωπαίων να νικήσουν τους Οθωμανούς στη Νικόπολη και στη Βάρνα, η απώλεια των Αγίων Τόπων (χωρίς το Βυζάντιο, οι Σταυροφόροι δεν μπορούσαν να εφοδιαστούν εν κινήσει) και η απουσία ικανών στρατιωτικών που θα καθοδηγούσαν την αντεπίθεση, οδήγησαν τότε πολλούς, συμπεριλαμβανομένου και του Μαρτίνου Λούθηρου, να θεωρήσουν τους Τούρκους ως τιμωρία του Θεού για τις αμαρτίες των Χριστιανών:
Τι ντροπή...ο Πάπας μας δόλωνε πολύ καιρό για πόλεμο κατά των Τούρκων, ο οποίος μας πήρε τα χρήματα, κατέστρεψε πολλούς Χριστιανούς και έφερε τόσο πολύ κακό![44]
Παρόλο αυτά, από το 1529, η Ευρώπη ξεκίνησε να απωθεί τους Οθωμανούς. Ο Μαρτίνος Λούθηρος, αλλάζοντας τις απόψεις του, έγραψε πως η «Μάστιγα του Θεού»[44] πρέπει να αντιμετωπιστεί με μεγάλο σθένος από τους ηγέτες του κόσμου και όχι από Σταυροφορίες του Παπισμού.
Μετά την Άλωση της Πόλης, οι Οθωμανοί προέβησαν σε άλλες κατακτήσεις στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή. Η δύναμη τους έφθασε επιτέλους στο ζενίθ στα μέσα του 17ου αιώνα. Η δύναμη των Οθωμανών περιστρέφονταν γύρω από τους Γενίτσαρους, γεγονός που οδήγησε στην αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο μέλλον - οι Οθωμανοί έγιναν συντηρητικοί και δεν μπορούσαν να προβούν σε μεταρρύθμιση του στρατού, ενώ οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες απέκτησαν εκσυγχρονισμένους στρατούς. Ως αποτέλεσμα, η Ρωσική Αυτοκρατορία και η Αυστροουγγαρία μείωσαν την οθωμανική απειλή μέχρι την επίσημη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Bartusis, Mark C. (1997), The Late Byzantine Army: Arms and Society 1204–1453, University of Pennsylvania Press, ISBN 0-8122-1620-2
- R.G. Grant, Battle: A Visual Journey Through 5,000 Years of Combat, Dorling Kindersley Publishers Ltd, 2005.
- Philip Sherrard, Great Ages of Man: Byzantium, Time-Life Books
- Thomas Madden Crusades: the Illustrated History. 1st ed. Ann Arbor: University of Michigan P, 2005
- Parker, Geoffrey. Compact History of the World. 4th ed. London: Times Books, 2005
- Laiou, Angeliki E. (1972), Constantinople and the Latins: The Foreign Policy of Andronicus II, 1282–1328, Harvard University Press, ISBN 978-0-674-16535-9
- Mango, Cyril. The Oxford History of Byzantium. 1st ed. New York: Oxford UP, 2002
- Nicol, Donald MacGillivray (1993), The Last Centuries of Byzantium, 1261–1453, Cambridge University Press, ISBN 978-0-521-43991-6, http://books.google.com/books?id=y2d6OHLqwEsC
- Treadgold, Warren T. (1997), A History of the Byzantine State and Society, Stanford University Press, ISBN 0-8047-2630-2
- Vryonis, Speros S. (1971). The decline of medieval Hellenism in Asia Minor: And the process of Islamization from the eleventh through the fifteenth century. University of California Press. ISBN 978-0-520-01597-5.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ The Fourth Crusade and the Sack of Constantinople, Jonathan Phillips, History Today v 54:5 2004
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 Compact History, σελ. 70–71
- ↑ Grant, R.G. (2005). Battle a Visual Journey Through 5000 Years of Combat. London: Dorling Kindersley. σελ. 122.
- ↑ 4,0 4,1 4,2 Mango, Cyril. The Oxford History of Byzantium. 1st ed. New York: Oxford UP, 2002. σελ. 255–257
- ↑ Mango, Cyril. The Oxford History of Byzantium. 1st ed. New York: Oxford UP, 2002. 260
- ↑ Madden, Thomas F. Crusades: the Illustrated History. 1st ed. Ann Arbor: University of Michigan P, 2005, σελ. 162
- ↑ Grant, R G. Battle: a Visual Journey Through 5000 Years of Combat. London: Dorling Kindersley, 2005, σελ. 93
- ↑ Shepherd, William R. "The Byzantine Empire in 1265." Perry-Castañeda Library. 1926. University of Texas Libraries. June 15, 2007. See here.
- ↑ 9,0 9,1 Bentley, Jerry H., and Herb F. Ziegler. Traditions & Encounters: a Global Perspective on the Past. 3rd ed. Vol. 1. New York: McGraw-Hill, 2006
- ↑ 10,0 10,1 10,2 10,3 Oxford History, σελ. 260–261
- ↑ Madden, Thomas F. Crusades: the Illustrated History. 1st ed. Ann Arbor: University of Michigan P, 2005.179.
- ↑ Compact History, σελ. 41
- ↑ Oxford History, σελ. 262
- ↑ 14,0 14,1 14,2 Oxford History, σελ. 263
- ↑ 15,0 15,1 15,2 15,3 15,4 Grant, R G. Battle: a Visual Journey Through 5000 Years of Combat. London: Dorling Kindersley, 2005, σελ. 122
- ↑ Oxford History, σελ. 265
- ↑ Oxford History, σελ. 266
- ↑ Oxford History, σελ. 267
- ↑ 19,0 19,1 19,2 19,3 Oxford History, σελ. 268
- ↑ Madden, σελ. 182
- ↑ 21,0 21,1 Oxford History, σελ. 269
- ↑ 22,0 22,1 22,2 22,3 Oxford History, σελ. 270
- ↑ Oxford History, σελ. 264
- ↑ Oxford History, σελ. 271
- ↑ 25,0 25,1 25,2 Oxford History, σελ. 273
- ↑ 26,0 26,1 Madden, Thomas F. Crusades: the Illustrated History. 1st ed. Ann Arbor: University of Michigan P, 2005, σελ. 184
- ↑ Compact History, σελ. 61
- ↑ Oxford History, σελ. 274
- ↑ 29,0 29,1 Philip Sherrard, Great Ages of Man: Byzantium, Time-Life Books, σελ. 167
- ↑ 30,0 30,1 30,2 30,3 Compact History, σελ. 274–276
- ↑ Oxford History, σελ. 276
- ↑ Oxford History, σελ. 279
- ↑ Mango, Cyril. The Oxford History of Byzantium. 1st ed. New York: Oxford UP, 2002, σελ. 280
- ↑ 34,0 34,1 Philip Sherrard, Great Ages of Man: Byzantium, Time-Life Books, σελ. 168
- ↑ 35,0 35,1 Mango, Cyril. The Oxford History of Byzantium. 1st ed. New York: Oxford UP, 2002
- ↑ Philip Sherrard, Great Ages of Man: Byzantium, Time-Life Books, σελ. 169
- ↑ Grant, R G. Battle: a Visual Journey Through 5000 Years of Combat. London: Dorling Kindersley, 2005 pg 123
- ↑ Mango, Cyril. The Oxford History of Byzantium. 1st ed. New York: Oxford UP, 2002, σελ. 283.
- ↑ Madden, Thomas F. Crusades: the Illustrated History. 1st ed. Ann Arbor: University of Michigan P, 2005
- ↑ Madden, Thomas F. Crusades: the Illustrated History. 1st ed. Ann Arbor: University of Michigan P, 2005, σελ. 179
- ↑ Stephen, Turnbull (2003). The Ottoman Empire 1326–1699. New York: Osprey. σελ. 12.
- ↑ Mango, Cyril (2002). The Oxford History of Byzantium. New York: Oxford UP. σελ. 270.
- ↑ 43,0 43,1 Madden, Thomas F. Crusades: the Illustrated History. 1st ed. Ann Arbor: University of Michigan P, 2005, σελ. 189
- ↑ 44,0 44,1 Madden, Thomas F. Crusades: the Illustrated History. 1st ed. Ann Arbor: University of Michigan P, 2005, σελ. 193