coffre

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 13:00, 2 Οκτωβρίου 2021 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) (pwb.py ΔΦΑ - ipa 1st parameter language code)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔfʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
coffre coffres

coffre (fr) αρσενικό

  1. το κιβώτιο, η κασέλα, το σεντούκι, το μπαούλο
    il a mis les bouquins dans un coffre de bois
  2. το πορτμπαγκάζ
    tous les bagages sont dans le coffre