sand
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sand | sands |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sand (en)
- (μη μετρήσιμο) η άμμος, πέτρωμα που έχει τριφτεί σε πολύ μικρούς κόκκους
- ⮡ coarse/fine sand - χοντρή/ψιλή άμμος
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, συνήθως πληθυντικός) η άμμος, η αμμουδιά, μια μεγάλη έκταση άμμου σε μια παραλία ή στην έρημο
- ⮡ They laid out in the sand.
- Ξάπλωσαν στην άμμο.
- ⮡ They laid out in the sand.