sand

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
sand sands

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sænd/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sand (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η άμμος, πέτρωμα που έχει τριφτεί σε πολύ μικρούς κόκκους
    ⮡  coarse/fine sand - χοντρή/ψιλή άμμος
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, συνήθως πληθυντικός) η άμμος, η αμμουδιά, μια μεγάλη έκταση άμμου σε μια παραλία ή στην έρημο
    ⮡  They laid out in the sand.
    Ξάπλωσαν στην άμμο.

Σύνθετα

[επεξεργασία]