short-term

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 02:37, 30 Μαΐου 2023 από τον Stephilippou (συζήτηση | συνεισφορές) (Αγγλικά (en))
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός short-term
συγκριτικός shorter-term
υπερθετικός shortest-term

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
short-term < short + term

Επίθετο

[επεξεργασία]

short-term (en)

  1. βραχυπρόθεσμος, ολιγοήμερος
    ⮡  short-term plans - βραχυπρόθεσμα σχέδια
    ⮡  short-term stay - ολιγοήμερη διαμονή
  2. βραχυχρόνιος
    ⮡  short-term memory - βραχυχρόνια μνήμη

Αντώνυμα

[επεξεργασία]