short-term
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | short-term |
συγκριτικός | shorter-term |
υπερθετικός | shortest-term |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]short-term (en)
- βραχυπρόθεσμος, ολιγοήμερος
- ⮡ short-term plans - βραχυπρόθεσμα σχέδια
- ⮡ short-term stay - ολιγοήμερη διαμονή
- βραχυχρόνιος
- ⮡ short-term memory - βραχυχρόνια μνήμη