αβλαβής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αβλαβής | η | αβλαβής | το | αβλαβές |
γενική | του | αβλαβούς* | της | αβλαβούς | του | αβλαβούς |
αιτιατική | τον | αβλαβή | την | αβλαβή | το | αβλαβές |
κλητική | αβλαβή(ς) | αβλαβής | αβλαβές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αβλαβείς | οι | αβλαβείς | τα | αβλαβή |
γενική | των | αβλαβών | των | αβλαβών | των | αβλαβών |
αιτιατική | τους | αβλαβείς | τις | αβλαβείς | τα | αβλαβή |
κλητική | αβλαβείς | αβλαβείς | αβλαβή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αβλαβής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀβλαβής[1][2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.vlaˈvis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βλα‐βής
Επίθετο
[επεξεργασία]αβλαβής, -ής, -ές
- που δεν έχει υποστεί βλάβη, ακέραιος, αλώβητος, άθικτος
- βγήκε από το κτίριο σώος και αβλαβής
- που δεν έχει δυνατότητα ή πρόθεση να προκαλέσει βλάβη
- η κατά λάθος κατάποση μιας τσίχλας γενικά θεωρείται αβλαβής για τον οργανισμό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- άβλαβος (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αβλαβής
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αβλαβής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αβλαβής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)