αρχιπέλαγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρχιπέλαγος < (μαρτυρείται από το 1728),[1][2] λόγιο (αντιδάνειο) ιταλική arcipelago < μεσαιωνικός υποθετικός τύπος *ἀρχιπέλαγος (ανοιχτό πέλαγος)[3] < αρχαία ελληνική ἀρχι- + πέλαγος. Συγκρίνετε με το ουδέτερο αρχιπέλαγο (αρχι- + πέλαγος)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aɾ.çiˈpe.la.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χι‐πέ‐λα‐γος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρχιπέλαγος ουδέτερο
- (γεωγραφία) η μεγάλη σε έκταση περιοχή της θάλασσας που περιλαμβάνει ομάδα ή ομάδες νησιών
- (νομικός όρος) σύμπλεγμα νησιών ή και μερών από νησιά που συνδέονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποτελούν μια αυτόνομη ενότητα σε οικονομικό, πολιτικό ή γεωγραφικό επίπεδο ή να θεωρούνται ως μια ιστορική ενότητα [4]
- (ειδικότερα) τα νησιά του Αιγαίου
- ⮡ Διοίκηση Αρχιπελάγους
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρχιπέλαγος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ σελ. 161, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ αρχιπέλαγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'έδαφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)