archipel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
archipel | archipels |
archipel (fr) αρσενικό
- (γεωγραφία) το αρχιπέλαγος
ενικός | πληθυντικός |
archipel | archipels |
archipel (fr) αρσενικό