βότρυς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βότρυς | οι | βότρυες |
γενική | του | βότρυος & βότρυ* |
των | βοτρύων |
αιτιατική | τον | βότρυ | τους | βότρυες & βότρυς |
κλητική | βότρυ | βότρυες | ||
* νεότερος τύπος | ||||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βότρυς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βότρυς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βότρυς αρσενικό
- (λόγιο)
- (αμπελουργία) τo τσαμπί και ιδιαίτερα το σταφύλι
- ⮡ γλυκός βότρυς
- (βοτανική) είδος ταξιανθίας με έναν κεντρικό επιμήκη άξονα ο οποίος φέρει έμμισχα μονήρη άνθη
- ⮡ Τα άνθη του φυτού λούπινο διατάσσονται σε βότρυ, σε σχήμα βότρυος.
- (αμπελουργία) τo τσαμπί και ιδιαίτερα το σταφύλι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
βοτρῠ- | |||||
ονομαστική | ὁ | βότρυς | οἱ | βότρυες | |
γενική | τοῦ | βότρυος | τῶν | βοτρύων | |
δοτική | τῷ | βότρυῐ̈ | τοῖς | βότρυσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | βότρυν & βότρυα |
τοὺς | βότρυς & βότρυας | |
κλητική ὦ! | βότρυ | βότρυες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βότρυε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | βοτρύοιν | |||
Με επιπλέον μεταγενέστερες αιτιατικές. Σπάνια, και ως θηλυκό. Μεταγενέστερο και το ουδέτερο βότρυον, πληθυντικός τα βότρυα. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'βότρυς' όπως «βότρυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βότρυς, ήδη ομηρικό < πιθανόν προελληνική ς αρχής [1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βότρυς αρσενικό (αργότερα, σπάνια θηλυκό)
- (αμπελουργία) τσαμπί
- βόστρυχος, μπούκλα
- (βοτανική) το φυτό αρτεμισία
- (βοτανική) το φυτό Chenopodium botrys
- ελληνιστική σημασία , για τις Πλειάδες) παρομοιάζονται με βότρυς
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
βοτρυ-
βοτρυ-
- βοτρύδιον
- βοτρυδόν
- βοτρεύς
- βοτρυηρός
- βοτρυηφόρος
- βοτρύϊος
- βοτρυΐτης
- βοτρυμός
- βοτρυόδωρος
- βοτρυοειδής
- βοτρυόεις
- βοτρυόκοσμος
- βότρυον
- βοτρυόομαι
- βοτρυόπαις
- βοτρυοσταγής
- βοτρυοστέφανος
- βοτρυοφορέω
- βοτρυοχαίτης
- βοτρυῖτις
- βότρυχος
- βοτρυχὠδης
- βοτρυώδης
- ἀγλαόβοτρυς
- εὔβοτρυς
- καλλίβοτρυς
- μικρόβοτρυς
- ποικιλόβοτρυς
- πολύβοτρυς
- φερέβοτρυς
- φιλόβοτρυς
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
[επεξεργασία]- βότρυς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βότρυς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά αρχαιόκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρχαιόκλιτα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αμπελουργία (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βότρυς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βότρυς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βότρυς' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την προελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αμπελουργία (αρχαία ελληνικά)
- Βοτανική (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)