βότρυς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βότρυς οι βότρυες
      γενική του βότρυος
& βότρυ*
των βοτρύων
    αιτιατική τον βότρυ τους βότρυες
βότρυς
     κλητική βότρυ βότρυες
* νεότερος τύπος
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Βότρυς.
Βότρυς άνθους του φυτού Lathyrus aureus.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βότρυς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βότρυς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βότρυς αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βοτρῠ-
ονομαστική βότρυς οἱ βότρυες
      γενική τοῦ βότρυος τῶν βοτρύων
      δοτική τῷ βότρυῐ̈ τοῖς βότρυσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν βότρυν
βότρυα
τοὺς βότρυς
βότρυας
     κλητική ! βότρυ βότρυες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βότρυε
γεν-δοτ τοῖν  βοτρύοιν
Με επιπλέον μεταγενέστερες αιτιατικές.
Σπάνια, και ως θηλυκό.
Μεταγενέστερο και το ουδέτερο βότρυον, πληθυντικός τα βότρυα.
3η κλίση, Κατηγορία 'βότρυς' όπως «βότρυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βότρυς, ήδη ομηρικό < πιθανόν προελληνική ς αρχής [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βότρυς αρσενικό (αργότερα, σπάνια θηλυκό)

  1. (αμπελουργία) τσαμπί
  2. βόστρυχος, μπούκλα
  3. (βοτανική) το φυτό αρτεμισία
     συνώνυμα: ἀρτεμισία
  4. (βοτανική) το φυτό Chenopodium botrys
  5. ελληνιστική σημασία , για τις Πλειάδες) παρομοιάζονται με βότρυς

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
βοτρυ- 

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.