anam
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιρλανδικά γαελικά (ga)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]anam (ga)
Σκωτικά γαελικά (gd)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]anam (gd)
anam (ga)
anam (gd)