ψυχή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ψυχή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχή οι ψυχές
      γενική της ψυχής των ψυχών
    αιτιατική την ψυχή τις ψυχές
     κλητική ψυχή ψυχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η ψυχή του βιολιού, διακρίνεται μέσα στο ηχείο του.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψυχή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ψυχή

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /psiˈçi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψυ‐χή
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψυχή θηλυκό

  1. η βασική αρχή της ανθρώπινης ύπαρξης, της ζωής του ανθρώπου
    και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή
  2. το άυλο βασικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, σε αντιδιαστολή με το υλικό που είναι το σώμα
    μέχρι να βρει η ψυχή του ανθρώπου...
  3. το αθάνατο στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης
    Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή του.
  4. ο συναισθηματικός, πνευματικός και ηθικός κόσμος του ανθρώπου
    έχει καλή ψυχή
  5. η καλοσύνη, η γενναιοδωρία ενός ανθρώπου
    δεν έχεις ψυχή;
  6. (κατ’ επέκταση) ο καλοσυνάτος, ο γενναιόδωρος άνθρωπος
    είναι μεγάλη ψυχή
  7. ο άνθρωπος ως άτομο
    στον δρόμο δεν υπήρχε ψυχή
  8. το θάρρος, η ανδρεία
    θέλει ψυχή να...
    ήταν άνθρωπος με ψυχή
  9. άτομο που με την παρουσία του και τις πράξεις του ενισχύει και εμπνέει θάρρος στο κοινωνικό σύνολο στο οποίο ανήκει
    ήταν η ψυχή της ομάδας
  10. (προσφώνηση) τρυφερή προσφώνηση προς άτομο αγαπημένο
    ψυχή μου
  11. (έντομο) η πεταλούδα
  12. (μουσική, εξάρτημα οργάνου) μικρό ξυλαράκι μέσα στο ηχείο εγχόρδου μουσικού οργάνου, που βοηθά στη μετάδοση των δονήσεων των χορδών και είναι κρίσιμο για την ποιότητα του ήχου

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
ψυχ- (ψυχή) 

Σύνθετα

[επεξεργασία]

επίσης

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ψῡχᾱ-
ονομαστική ψυχή αἱ ψυχαί
      γενική τῆς ψυχῆς τῶν ψυχῶν
      δοτική τῇ ψυχ ταῖς ψυχαῖς
    αιτιατική τὴν ψυχήν τὰς ψυχᾱ́ς
     κλητική ! ψυχή ψυχαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψυχᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ψυχαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψυχή < ψύχω (αναδρομικός σχηματισμός)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψυχή θηλυκό

  1. αναπνοή, ανάσα, πνοή, η ζωή αυτή καθαυτή
    τόν ἔλιπε ψυχή,: λιποθύμησε
    ψυχῆς ὄλεθρος : ο θάνατος
    ὁ περὶ τῆς ψυχῆς ἀγών
    περί ψυχῆς μάχεσθαι : παλεύει για τη ζωή του (Όμηρος)
    ἡ τῶνδε τῶν ἀνδρῶν ἀρετὴ τῆς Ἑλλάδος ἦν ψυχή: για νεκρούς σε πόλεμο, ότι η αρετή τους έσωσε τη ζωή της Ελλάδας
  2. το αθάνατο μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης ή το ψυχικό σκέλος της ανθρώπινης ύπαρξης, ο ψυχισμός
    ἐστὶν ἡ εὐδαιμονία ψυχῆς ἐνέργειά τις κατ᾽ ἀρετήν τελείαν (Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια)
    ἀγένητόν τε καὶ ἀθάνατον ψυχή (Πλάτωνας)
  3. το πολυτιμότερο στοιχείο για έναν άνθρωπο ή για μια πόλη
    χρήματα γάρ ψυχή βροτοῖσι (Ησίοδος)
    πᾶσι δ᾽ ἀνθρώποις ψυχή τέκν᾽ [ἐστί] (Ευριπίδης)
    πᾶσα πολιτεία ψυχή πόλεώς ἐστιν τοσαύτην ἔχουσα δύναμιν ὅσην περ ἐν σώματι φρόνησις
  4. (προσφώνηση) τρυφερή προσφώνηση για αγαπητό πρόσωπο, λατρεμένος, πολύτιμος
    μελέα ψυχή
  5. το πνεύμα ενός νεκρού
    ψυχαί δ᾽ Ἄϊδόσδε κατῆλθον
  6. διάθεση, θέληση, η καρδιά, το σθένος
    μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ᾽ ἄκαμπτος (Πίνδαρος)
    ἐκ τῆς ψυχῆς
  7. η ιδιοσυγκρασία, η φύση
    θηρίων ψυχή ἡμεροῦμεν
  8. (έντομο) η πεταλούδα

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
ψυχ- (ψυχή) 

Σύνθετα

[επεξεργασία]

όπως ενδεικτικά