black
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | black |
συγκριτικός | blacker / more black |
υπερθετικός | blackest / most black |
black (en)
- (χρώμα) μαύρος
- σκέτος, για τσάι ή καφέ χωρίς γάλα
- ↪ She drinks her coffee black.
- Πίνει τον καφέ της σκέτο.
- ↪ She drinks her coffee black.
- μαύρος, για χιούμορ που αντιμετωπίζει με χιουμοριστικό τρόπο δυσάρεστα ή τρομερά πράγματα
- ↪ a black comedy - μαύρη κωμωδία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
black | blacks |
black (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | black |
γ΄ ενικό ενεστώτα | blacks |
αόριστος | blacked |
παθητική μετοχή | blacked |
ενεργητική μετοχή | blacking |
black (en)