centimètre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
centimètre | centimètres |
centimètre (fr) αρσενικό
- το εκατοστόμετρο, το εκατοστό
ενικός | πληθυντικός |
centimètre | centimètres |
centimètre (fr) αρσενικό