centrer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sɑ̃.tʁe/

centrer (fr)

  1. επικεντρώνω, κεντράρω, εστιάζω
    l'exposition est centrée sur la présentation de nouvelles technologies
    η έκθεση είναι επικεντρωμένη στην παρουσίαση νέων τεχνολογιών
  2. κάνω σέντρα (ποδόσφαιρο)
    le joueur a centré le ballon rond - ο παίκτης έκανε σέντρα τη μπάλα

Συγγενικά

[επεξεργασία]