client

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
client clients

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

client (en)

  1. ο πελάτης
  2. (πληροφορική) η συντόμευση του client application
  3. (πληροφορική) ο πελάτης, πρόγραμμα ή υπολογιστής που ζητά υπηρεσίες (πχ. πληροφορίες) από έναν εξυπηρετητή (server)
     αντώνυμα: server
    υπερώνυμα: (αρχιτεκτονική) client-server
    υπώνυμα: client-side, client application

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό client clients
θηλυκό cliente clientes

client (fr)

  1. ο πελάτης
  2. (πληροφορική) ο πελάτης, πρόγραμμα ή υπολογιστής που εξυπηρετείται από έναν εξυπηρετητή (serveur)

Συγγενικά

[επεξεργασία]