determiner
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
determiner | determiners |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]determiner (en)
- προσδιορισμός, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρήματος determine
- (γλωσσολογία, γραμματική)
- προσδιορισμός
- (ειδικότερα) προσδιοριστής (ιδίως για γλώσσες που διαθέτουν οριστικό και αόριστο άρθρο)
Υπώνυμα
[επεξεργασία]για τη γραμματική, προσδιοριστές, determiners για την αγγλική γλώσσα:
- article (a/an, the)
- demonstrative determiner (this, those)
- possessive determiner (my, your)
- cardinal number (one, 1)
- quantifier (most, any, much, each)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- determiner στην αγγλική Βικιπαίδεια
- Determiners - Cambridge Online Dictionary