erg
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- erg < αρχαία ελληνική ἔργον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- φυσική μονάδα
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]erg (nl)