Location via proxy:   [ UP ]  
[Report a bug]   [Manage cookies]                
Μετάβαση στο περιεχόμενο

es

Από Βικιλεξικό
Δείτε τις μορφές es, -es, .es, ES, Es, , ès, és, êş

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
es: ρηματικός τύπος < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική es

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

es (fr)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

es (de) ουδέτερο

Προσωπικές αντωνυμίες και αυτοπαθής αντωνυμία
α' πρόσωποβ' πρόσωπογ' πρόσωπο
ενικός
αρσενικόθηλυκόουδέτεροαυτοπαθής
ονομαστικήichduersiees
γενικήmeinerdeinerseinerihrerseiner
δοτικήmirdirihmihrihmsich
αιτιατικήmichdichihnsieessich
πληθυντικός
αρσενικό, θηλυκό, ουδέτεροένδειξη ευγένειαςαυτοπαθής
ονομαστικήwirihrsieSie
γενικήunsereuerihrerIhrer
δοτικήunseuchihnenIhnensich
αιτιατικήunseuchsieSiesich



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

es (id)



Αντωνυμία

[επεξεργασία]

es (lv)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

es (ms)



Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
es < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική es (εσύ είσαι).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε συγχώνευση en + {{l|les|

Πρόθεση

[επεξεργασία]

es (fr)

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
es: ρηματικός τύπος < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική es

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

es (fr)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. es - DMF, Dictionnaire du Moyen Français (1330-1500) [Λεξικό της μέσης γαλλικής], CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé



Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
es < συγχώνευση en + les [1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μέση γαλλική: es γαλλικά: ès

Πρόθεση

[επεξεργασία]

es (fr)

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
es: ρηματικός τύπος
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μέση γαλλική: es γαλλικά: es

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

es (fr)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. es - DMF, Dictionnaire du Moyen Français (1330-1500) [Λεξικό της μέσης γαλλικής], CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé