πληθυντικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πληθυντικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πληθυντικός < αρχαία ελληνική πληθύνω < πληθύς
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pli.θin.diˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλη‐θυ‐ντι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]πληθυντικός, -ή, -ό
- (γραμματική) επίθετο για τον χαρακτηρισμό των κλιτικών πτώσεων ή των προσώπων του ρήματος κατά την κλίση
- ⮡ είναι το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο...
- ⮡ η πληθυντική προστακτική του ρήματος (παρωχημένο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πληθυντικός αρσενικό
- (γραμματική) πληθυντικός αριθμός: οι μορφές ενός κλιτού μέρους του λόγου που αναφέρονται σε περισσότερα από ένα
- η ομιλία σε πληθυντικό αριθμό
- εκφράσεις: πληθυντικός ευγενείας, πληθυντικός μεγαλοπρέπειας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πληθυντικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- πληθυντικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- πληθυντικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πληθυντικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)