filet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
filet filets

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

filet (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fi.lɛ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

filet (fr) αρσενικό

  1. το φιλέτο
  2. το δίχτυ
  3. η απόχη



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

filet (pl) αρσενικό