jury

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
jury juries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

jury (en)

  1. (νομικός όρος) το σώμα των ενόρκων
  2. οι κριτές σε έναν διαγωνισμό

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

jury (fr)

  1. το σώμα των ενόρκων