orphan
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
orphan | orphans |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]orphan (en)
- ο ορφανός, η ορφανή
- ↪ He is an orphan; we must support him.
- Είναι ορφανός· πρέπει να τον υποστηρίξουμε.
- ↪ He is an orphan; we must support him.