pas

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

pas (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pas (bs)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
pas pas

pas (fr) αρσενικό

  1. το βήμα
  2. (μεταφορικά) το βήμα, το στάδιο
  3. το χνάρι
  4. το βάδισμα
  5. το πέρασμα
  6. το πάτημα

Επίρρημα

[επεξεργασία]

pas (fr)

  • αρνητικό επίρρημα, χρησιμοποιείται σαν δεύτερο μέρος μιας άρνησης



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pas (hr) αρσενικό



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pas/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pas (pl) αρσενικό

  1. η ζώνη
  2. (μεταφορικά) η περιοχή του σώματος γύρω από την οποία μπαίνει η ζώνη, η μέση
    woda sięga nam po pas - το νερό φτάνει μέχρι τη μέση μας
  3. η λωρίδα
    • σε οδόστρωμα
      nie należy często zmieniać pasów podczas jazdy - δεν πρέπει να αλλάζουμε συχνά λωρίδες στη διάρκεια της οδήγησης
    • σε μηχανή, ο ιμάντας
    • γενικά μία μακρόστενη περιοχή
  4. η διαγραμμισμένη περιοχή για το πέρασμα των πεζών, η διάβαση
  5. (χαρτοπαίγνιο) το πάσο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • brać nogi za pas - βάζω τα πόδια στον ώμο (κατά λέξη: παίρνω τα πόδια στη ζώνη-μέση)

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pas (ro) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pas (sr)

  • λατινική γραφή του пас