porta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
porta porte

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

porta (it)

  1. η πόρτα
  2. (αθλητισμός) το τέρμα



ενικός πληθυντικός
porta portas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

porta (pt)