profiterole

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
profiterole < υποκοριστικό του profit (μικρό όφελος, κέρδος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
profiterole profiteroles

profiterole (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη profit