season

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
season seasons

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

season (en)

  1. η εποχή (του χρόνου)
  2. ο καιρός
    Strawberries are not in season yet.
    Οι φράουλες δεν είναι ακόμα στον καιρό τους.

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 398-399. ISBN 9780194325684. , λήμμα: καιρός