senhor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
αρσενικό | senhor | senhores |
θηλυκό | senhora | senhoras |
senhor (pt) αρσενικό
- ο κύριος
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
αρσενικό | senhor | senhores |
θηλυκό | senhora | senhoras |
senhor (pt) αρσενικό