worm

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /wɝm/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
worm worms

worm (en)

  1. (ζωολογία) το σκουλήκι
    ⮡  an earthworm - σκουλήκι της γης
  2. (πληροφορική) το σκουλήκι, κακόβουλο λογισμικό (malware) σε δίκτυο υπολογιστών [1]
    → δείτε το υπερώνυμο malware
  3. (συνήθως ενικός, ανεπίσημο, κακόσημο) το σκουλήκι, ένα άτομο που δεν μου αρέσει ή δεν σέβομαι, ειδικά επειδή έχει κακό χαρακτήρα και δεν συμπεριφέρεται καλά στους άλλους ανθρώπους
    ⮡  He’s a repulsive worm.
    Είναι σιχαμένο σκουλήκι.

Σύνθετα

[επεξεργασία]
ενεστώτας worm
γ΄ ενικό ενεστώτα worms
αόριστος wormed
παθητική μετοχή wormed
ενεργητική μετοχή worming

worm (en)

  • (+one's way) χώνομαι, προχωρώ σιγά και αθόρυβα, ειδικά για να περάσω από ένα στενό ή πολυάνθρωπο μέρος
    ⮡  He wormed his way through an opening in the fence.
    Χώθηκε μέσα από ένα άνοιγμα στο φράχτη.

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Άγγελος Κυρίτσης, Τι διαφορά έχει ένας ιός υπολογιστή, ένα trojan, ένα spyware και τα υπόλοιπα malware?, από pcsteps.gr. Δημοσίευση 2013-11-05. Αρχειοθέτηση 2017-07-16. Προσπέλαση 2020-08-19.