
Kyriakos Souliotis
Kyriakos Souliotis is Professor of Health Policy at the Faculty of Social and Political Sciences and he was Vice Rector of Social and Regional Development (2016-2017) at the University of Peloponnese. He also teaches courses on health policy, health economics and health care management at the Medical School of the University of Athens and the Medical School of the University of Crete. From July 2017 to June 2019 he was Senior Associate Director at the Medical Technology Research Group of the LSE Enterprise.
He has acted as Scientific Advisor to the Social Insurance Institute (IKA) and the Ministry of Health and Welfare (2002 -2004), Member of the Board of Directors of the A’ Health Care Trust of Attica (2002 -2004), Head of Human Resources Management at the Onassis Cardiac Surgery Center (2002-2006), Administrative Director at MITERA (Hygeia Group, 2006-2007) and Managing Director of Planning and Development and Chief Planning Officer at the Mutual Health Fund of the National Bank of Greece Personnel (2007-2010).
From May 2010 to December 2011, he served as President of OPAD (Health Care Organization for Public Servants), and from May 2011 to September 2012, as Vice President of EOPYY (National Organisation for Health Care Services Provision).
From June 2010 to August 2013, he was a member of the National Ethics Committee for Clinical Trials and the Steering Committee for Rare Diseases.
He has acted as a country expert on cancer at the OECD and he is currently serving as a member of the Steering Committee of PACT (The Patient Access Partnership on Equity of Access to Quality Healthcare - Brussels) and as a member of the Scientific Committee of the OIS (Osservatorio Internazionale della Salute - Rome).
He has extensive research experience in Greece and abroad and he has acted as the Scientific Lead / Project Manager in more than 30 research projects. He has published 27 books and 288 chapters in books and papers in peer reviewed journals on health policy and economics, organization and administration of health services, economic inequalities, etc. He has participated as speaker in over 450 scientific conferences and he is acting as reviewer for international journals.
He is Associate Editor at “BMC Public Health” (BioMed Central) and has been Associate Editor at “Health Expectations” (Wiley).
He has acted as Scientific Advisor to the Social Insurance Institute (IKA) and the Ministry of Health and Welfare (2002 -2004), Member of the Board of Directors of the A’ Health Care Trust of Attica (2002 -2004), Head of Human Resources Management at the Onassis Cardiac Surgery Center (2002-2006), Administrative Director at MITERA (Hygeia Group, 2006-2007) and Managing Director of Planning and Development and Chief Planning Officer at the Mutual Health Fund of the National Bank of Greece Personnel (2007-2010).
From May 2010 to December 2011, he served as President of OPAD (Health Care Organization for Public Servants), and from May 2011 to September 2012, as Vice President of EOPYY (National Organisation for Health Care Services Provision).
From June 2010 to August 2013, he was a member of the National Ethics Committee for Clinical Trials and the Steering Committee for Rare Diseases.
He has acted as a country expert on cancer at the OECD and he is currently serving as a member of the Steering Committee of PACT (The Patient Access Partnership on Equity of Access to Quality Healthcare - Brussels) and as a member of the Scientific Committee of the OIS (Osservatorio Internazionale della Salute - Rome).
He has extensive research experience in Greece and abroad and he has acted as the Scientific Lead / Project Manager in more than 30 research projects. He has published 27 books and 288 chapters in books and papers in peer reviewed journals on health policy and economics, organization and administration of health services, economic inequalities, etc. He has participated as speaker in over 450 scientific conferences and he is acting as reviewer for international journals.
He is Associate Editor at “BMC Public Health” (BioMed Central) and has been Associate Editor at “Health Expectations” (Wiley).
less
Related Authors
Julita Vassileva
University of Saskatchewan
Naim Kapucu
University of Central Florida
Paul R Carr
Université du Québec en Outaouais
Yann Leroux
Université Paris Nanterre
David Kalhous
Masaryk University
David Seamon
Kansas State University
Armando Marques-Guedes
UNL - New University of Lisbon
Andrew W Wilkins
Goldsmiths, University of London
Surendra Gupta
Banaras Hindu University, Varanasi
Simone Penasa
University of Trento
InterestsView All (8)
Uploads
thesis by Kyriakos Souliotis
1. Η υιοθέτηση του κατάλληλου τρόπου χρηματοδότησης των υπηρεσιών υγείας με
σκοπό την μείωση των δαπανών και την επίτευξη μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας
στο σύστημα παροχής υγειονομικής φροντίδας, αποτελεί κύρια προτεραιότητα της
πολιτικής υγείας των περισσότερων ανεπτυγμένων κρατών.
2. Οι τρόποι χρηματοδότησης των υπηρεσιών υγείας, αποτελούν βασικά επιστημονικά
εργαλεία και βρίσκονται στο επίκεντρο των υγειονομικών μεταρρυθμίσεων, φαινόμενο που χαρακτηρίζει και την Ελληνική εκδοχή του Εθνικού Συστήματος Υγείας, που μας απασχολεί στην παρούσα μελέτη.
Η επιλογή της εγκαθίδρυσης του ΕΣΥ σαν σημείο αναφοράς στην εξέλιξη του υγειονομικού τομέα στην Ελλάδα, οφείλεται στο γεγονός ότι αφενός αποτελεί την πιο ουσιαστική προσπάθεια οργάνωσης και προγραμματισμού των υπηρεσιών
υγείας στην χώρα μας και αφετέρου στο ότι η εκτίμηση των αποτελεσμάτων της, βρίσκεται στο επίκεντρο της επιστημονικής συζήτησης τα τελευταία χρόνια. Η διατριβή επιχειρεί να αξιολογήσει τα αποτελέσματα της μεταρρύθμισης του ΕΣΥ τόσο σε επίπεδο χρηματοδότησης και κατανομής των πόρων υγείας σε γεωγραφικό επίπεδο, όσο και σε σχέση με την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα υγείας και την αύξηση των ιδιωτικών δαπανών. Ειδικότερα, εξετάζονται τα χρηματοδοτικά
δεδομένα ανά επίπεδο περίθαλψης και η διαθεσιμότητα των πόρων πριν και μετά τη μεταρρύθμιση, ενώ παράλληλα, ερευνάται η πορεία των υγειονομικών δεικτών
που αφορούν στο επίπεδο υγείας του πληθυσμού (δείκτες θνησιμότητας και νοσηρότητας, προσδόκιμο επιβίωσης κλπ). Ιδιαίτερη επίσης βαρύτητα έχει δοθεί στην μεταβολή των δημογραφικών δεδομένων, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα την
αύξηση της ζήτησης για υπηρεσίες υγείας και κατ’ επέκταση του σχετικού κόστους. Τα μεγέθη αυτά, εξετάζονται συγκριτικά σε δύο περιόδους: α) την περίοδο
1970-1980 και β) την περίοδο 1981-1995.
Σημειώνεται ότι τα δεδομένα που συνοπτικά αφορούν στην διαμόρφωση και κατανομή των δαπανών υγείας, των υγειονομικών πόρων, των δεικτών του επιπέδου
υγείας και των δημογραφικών δεικτών, παρουσιάζονται τόσο ως προς την χωρική τους διάρθρωση στο εσωτερικό της χώρας, όσο και σε σύγκριση με τα αντίστοιχα διεθνή
δεδομένα (Ευρώπη, ΟΟΣΑ). Με τον τρόπο αυτό, επιχειρείται η αξιολόγηση της περιφερειακής διάστασης του ΕΣΥ, καθώς και η αποτίμηση της θέσης της χώρας μας σε ότι αφορά στη διαθεσιμότητα των πόρων υγείας, καθώς και σε σχέση με το
υγειονομικό προφίλ του πληθυσμού. Επίσης, η εξέλιξη του συστήματος υγείας στην
Ελλάδα, εξετάζεται στα γενικότερα πλαίσια της άσκησης κοινωνικής πολιτικής, ενώ η αντίστοιχη διαμόρφωση των κοινωνικών δαπανών σε σύγκριση με άλλες χώρες, προσεγγίζεται τόσο συνολικά, όσο και ανά κατηγορία παροχής.
Η διατριβή εντάσσεται στην συζήτηση που τονίζει τις έντονες γεωγραφικές και κοινωνικο-οικονομικές υγειονομικές ανισότητες που αφορούν στην κατάσταση υγείας άλλα και στην κατανομή των υγειονομικών πόρων στον πληθυσμό. Η κεντρική της υπόθεση συνοψίζεται στο ότι παρά την σημαντική συμβολή της θεσμοθέτησης και εγκαθίδρυσης του ΕΣΥ, οι χωρικές και κοινωνικές ανισότητες ως προς την
κατανάλωση των υπηρεσιών αλλά και ως προς τα υγειονομικά αποτελέσματα, εξακολουθούν να αποτελούν το κύριο χαρακτηριστικό του συστήματος υγείας στην
χώρα μας. Επιπρόσθετα, τα χρηματοδοτικά προβλήματα σε συνδυασμό με την έλλειψη απαραίτητων πόρων, οδήγησαν στην διαμόρφωση μιας ιδιαίτερα αρνητικής
εικόνας για την ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών, με αποτέλεσμα την προσφυγή ενός σημαντικού τμήματος της ζήτησης στον ιδιωτικό τομέα.
Στo πλαίσιo της παραπάνω προβληματικής, η ανάλυση θέτει μια σειρά από ερωτήματα
προς διερεύνηση, όπως:
1. Ποιοί παράγοντες ευθύνονται για την καθυστέρηση της άσκησης κοινωνικής πολιτικής στην χώρα μας και πως αποτυπώθηκε τελικά η ανάγκη για την υγειονομική μεταρρύθμιση στις αρχές της δεκαετίας του 1980.
2. Πώς αξιολογείται η θέση της χώρας μας σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρώπης και του ΟΟΣΑ, σε σχέση με τις κοινωνικές δαπάνες, τις δαπάνες υγείας, την διαθεσιμότητα υπηρεσιών υγείας και τα υγειονομικά αποτελέσματα
πριν και μετά την εγκαθίδρυση του ΕΣΥ.
3. Ποιά είναι τα αποτελέσματα της εγκαθίδρυσης του ΕΣΥ σε σχέση με την περιφερειακή κατανομή και την προσπελασιμότητα του συστήματος και σε ποιο
βαθμό συνέβαλε στην άρση των γεωγραφικών ανισοτήτων στην πρόσβαση και χρήση των υπηρεσιών, καθώς και στο επίπεδο υγείας του πληθυσμού.
4. Ποιοί είναι οι παράγοντες που ωθούν τα άτομα στην κατανάλωση ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας με επιβάρυνση των ατομικών τους εισοδημάτων, τη στιγμή που οι υπηρεσίες στα πλαίσια του δημόσιου συστήματος παρέχονται δωρεάν. Η διατριβή χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο, στα πλαίσια των εννοιολογικών προσεγγίσεων για την υγεία και την κοινωνική πολιτική γενικότερα, αναλύεται η πρακτική τους έκφραση στα συστήματα υγείας και στον τρόπο χρηματοδότησης των
υπηρεσιών. Στο δεύτερο, αναλύεται η εξελικτική πορεία του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων με έμφαση στις παροχές και το σύστημα υγείας, ενώ παρουσιάζονται το
θεσμικό πλαίσιο, οι δαπάνες υγείας και η περιφερειακή συγκρότηση των υπηρεσιών. Τέλος, στο τρίτο μέρος, επιχειρείται η αποτύπωση και ερμηνεία της συμπεριφοράς των νοικοκυριών - όπως αυτή εκδηλώνεται με τις ίδιες πληρωμές για υπηρεσίες υγείας - η οποία διαμορφώνει μια εξαιρετικά υψηλή ιδιωτική δαπάνη υγείας.
Books by Kyriakos Souliotis
Προσεγγίζοντας την κλινική έρευνα τόσο ως προτεραιότητα της πολιτικής υγείας όσο και ως μοχλό ανάπτυξης για την Ελλάδα, σκοπός της έκδοσης αυτής είναι, με οδηγό το παράδειγμα της περιόδου 2010-2013, να κινητοποιήσει τις δυνάμεις που με δη-μιουργική σκέψη θα αναλάβουν την ενίσχυση της χώρας στο πεδίο των κλινικών δο-κιμών.
ανασφάλειας που αφορούν τόσο στην έκβαση και τις συνέπειές της όσο και στη
διαχείρισή της στο πλαίσιο των συστημάτων υγείας. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι ο
συνδυασμός του κενού πληροφόρησης μεταξύ ασθενών και επαγγελματιών υγείας και της ραγδαίας εξέλιξης των διαγνωστικών και θεραπευτικών μέσων καθιστά σχεδόν αδύνατη την πλήρη γνώση των πασχόντων, όχι μόνο για το αμιγώς επιστημονικό σκέλος της πάθησής τους αλλά και για τους ενδεδειγμένους τρόπους χρήσης των απαιτούμενων υπηρεσιών υγείας. Ταυτόχρονα, η ύπαρξη ενός σύνθετου πλέγματος δικαιωμάτων (αλλά και κανόνων) κατά την πρόσβαση των πολιτών στο σύστημα υγείας, ιδίως στο πλαίσιο της άσκησης του ασφαλιστικού τους δικαιώματος, εντείνει τις αρνητικές συνέπειες της ασθένειας, με το φαινόμενο να εμφανίζεται πιο έντονο στις περιπτώσεις ασθενών με χρόνια νοσήματα. Η πραγματικότητα αυτή αποτέλεσε την αφετηρία της παρούσας έκδοσης, η οποία καλείται να φωτίσει μια σειρά ζητημάτων που καλύπτουν τόσο αμιγώς επιστημονικά θέματα γύρω από τη χρόνια νεφρική νόσο όσο και θέματα που αφορούν στα δικαιώματα των ασθενών αυτών γύρω από την υγεία, την εκπαίδευση, την εργασία, τη συνταξιοδότηση κ.ά.
Στόχος της έκδοσης είναι να αποτελέσει την αφετηρία για μια πιο οργανωμένη από την πλευρά της Πολιτείας ταξινόμηση και κωδικοποίηση του ρυθμιστικού πλαισίου που αφορά στους ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο και, σε ένα επόμενο στάδιο, την αξιολόγηση και βελτίωσή του.
πρακτικών που οδήγησαν τη δημόσια ασφάλιση υγείας στην κατάρρευση, με τα
«συμπτώματα» που αναδεικνύει να συναντώνται σε όλους σχεδόν τους δημόσιους
οργανισμούς της χώρας ως αποτέλεσμα της σταδιακής θεσμικής αποσάθρωσης του δημόσιου τομέα κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Με μια κριτική προσέγγιση σχετικά με τη διαδικασία θεσμικής ρύθμισης και λήψης αποφάσεων στο τόσο κρίσιμο πεδίο της υγείας, καταδεικνύει την αδράνεια που η κεντρική διοίκηση έδειχνε επί σειρά ετών απέναντι σε τάσεις και οικονομικά μεγέθη και η οποία τελικά οδήγησε στη σημερινή κατάληξη. Περαιτέρω, στο βιβλίο παρουσιάζονται και πρωτοβουλίες προόδου 6 και καινοτομίας που, αν είχαν επιχειρηθεί νωρίτερα, οι «αντοχές» του συστήματος υγείας απέναντι στην κρίση θα ήταν διαφορετικές. Μέσα από την παράθεση των εμπειριών του συγγραφέα από την άσκηση διοίκησης σε αυτό που ονομάζουμε «κράτος», το εν λόγω έργο αναδεικνύει εμφατικά το εξής: όπως ακριβώς επί δεκαετίες η δημόσια ασφάλιση υγείας απομακρυνόταν από το αυτονόητο οδεύοντας προς το αδιανόητο, έτσι και σήμερα, κάτω από τις πρωτοφανείς οικονομικές συνθήκες που βιώνει η χώρα, πρέπει περισσότερο από ποτέ να αναζητήσει πρωτίστως το αυτονόητο, δηλαδή τη βιωσιμότητά της, η οποία είναι τόσο αναγκαία για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και την άρση των ανισοτήτων που η κρίση έχει προκαλέσει. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει πως είναι αναγκαία η απομάκρυνση από την αποκλειστικά δημοσιονομική οπτική των θεμάτων υγείας και η υιοθέτηση της – αυτονόητης– θέσης ότι η επένδυση στην υγεία με ορθολογικό τρόπο αποτελεί προϋπόθεση και όχι τροχοπέδη για την πολυπόθητη ανάπτυξη.
πολιτικών που συνδέονται με τη δημόσια υγεία, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τον
(δυνητικό) ρόλο του «τοπικού», στο σχεδιασμό και την υλοποίηση των αντίστοιχων δράσεων. Η δομή του περιλαμβάνει κατ’ αρχάς την παρουσίαση της ιστορικής εξέλιξης των πολιτικών δημόσιας υγείας στο διεθνή χώρο και την ανάδειξη των «καλών πρακτικών», καθώς και την ανάλυση της πορείας του ελληνικού υγειονομικού συστήματος με έμφαση στις πολιτικές και τα μέτρα δημόσιας υγείας. Ειδικότερα, στο πρώτο κεφάλαιο προσεγγίζεται εννοιολογικά η δημόσια υγεία και παρουσιάζεται η εξέλιξή της στο πέρασμα του χρόνου φτάνοντας να αντιπροσωπεύει αυτό που 7 γνωρίζουμε σήμερα. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι τάσεις στο επίπεδο υγείας του ελληνικού πληθυσμού και αναδεικνύονται οι μείζονες παράγοντες κινδύνου. Στο τρίτο κεφάλαιο πραγματοποιείται μια ιστορική ανασκόπηση της οργάνωσης και ανάπτυξης της δημόσιας υγείας στο διεθνή χώρο και στην Ελλάδα από το 1800 έως τις μέρες μας. Στο τέταρτο κεφάλαιο αναδεικνύονται οι διεθνείς τάσεις στη δημόσια υγεία με έμφαση στη δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Το πέμπτο και το έκτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένα στην οργάνωση της δημόσιας υγείας στην Ελλάδα. Περιγράφεται αναλυτικά το ισχύον θεσμικό πλαίσιο και ο τρόπος λειτουργίας των υπηρεσιών, δομών, φορέων και οργανισμών δημόσιας υγείας σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Το έβδομο κεφάλαιο υπεισέρχεται στην ανάλυση των πολιτικών δημόσιας υγείας σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης. Παρουσιάζονται οι θεσμικά προβλεπόμενες δράσεις καθώς και τα αποτελέσματα της πρωτογενούς έρευνας η οποία πραγματοποιήθηκε στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης Α' και Β' βαθμού με σκοπό την καταγραφή των υπηρεσιών δημόσιας υγείας που παρέχονται, το υπάρχον προσωπικό και τις ανάγκες τους. Στο όγδοο κεφάλαιο και στη βάση της αξιολόγησης των αποτελεσμάτων της πρωτογενούς έρευνας, αναπτύσσονται σκέψεις και προτάσεις με σκοπό την ανάδειξη της τοπικής αυτοδιοίκησης στο πεδίο της παροχής υπηρεσιών δημόσιας υγείας. Εν όψει και της «Νέας Αρχιτεκτονικής της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης (ιοίκησης» που προωθείται στη χώρα μας, στόχος των συγγραφέων είναι η αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας στην κατανόηση της σημασίας που έχει για τη δημόσια υγεία η ενεργοποίηση μηχανισμών και δομών που δρουν σε τοπικό επίπεδο, προς την κατεύθυνση της βελτίωσης του επιπέδου υγείας του πληθυσμού.
τον ορισμό των τιμών και του πλαισίου αποζημίωσης μέχρι το ζήτημα της κατανομής του
χρηματοδοτικού βάρους της φαρμακευτικής δαπάνης στην κοινωνική ασφάλιση και τα
νοικοκυριά. Επιπλέον, διεισδύει στο σοβαρότατο μεθοδολογικό πρόβλημα της μέτρησης
της φαρμακευτικής δαπάνης στην Ελλάδα -μέρος του ευρύτερου ζητήματος της
εκτίμησης της δαπάνης υγείας στη χώρα- επισημαίνοντας τις απαιτούμενες παραδοχές
και υποθέσεις εργασίας που πρέπει να υιοθετηθούν από τις επίσημες εθνικολογιστικές
καταγραφές προκειμένου να προσεγγισθούν με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τα
σχετικά μεγέθη. Επιπρόσθετα, η μελέτη εξετάζει την εξέλιξη του ρυθμιστικού πλαισίου
της περιόδου 1998-2008, το οποίο και αξιολογεί κυρίως στη βάση του κριτηρίου-στόχου
της συγκράτησης της φαρμακευτικής δαπάνης. Η εν λόγω μελέτη αποσκοπεί στο να
συμβάλει στο σχετικό διάλογο, εμπλουτίζοντάς τον με επιστημονικά τεκμηριωμένες
προτάσεις προς την κατεύθυνση του εξορθολογισμού της εν λόγω αγοράς, του ελέγχου
της δαπάνης και, ταυτόχρονα, της διασφάλισης της πρόσβασης των πολιτών σε
αποτελεσματικές θεραπείες.
Προληπτικής Ιατρικής (ΙΚΠΙ) αποσκοπεί στο να συμβάλλει στην καλύτερη ενημέρωση
των ασθενών με ρευματικά νοσήματα, φωτίζοντας ορισμένες βασικές πτυχές της
καθημερινής ζωής που συνδέονται με αυτά.
Η συγκεκριμένη θεραπευτική κατηγορία, πέρα από το γεγονός ότι συνδέεται με υψηλή
επίπτωση και νοσηρότητα στο γενικό πληθυσμό, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα
8
ασαφούς οριοθέτησης δικαιωμάτων των ασθενών, οι οποίοι συχνά κατατάσσονται σε
άλλες θεραπευτικές ομάδες, προκειμένου να έχουν πρόσβαση στις ρυθμίσεις για χρόνιους
ασθενείς.
Ανταποκρινόμενη στις ανάγκες αυτές, η συγκεκριμένη έκδοση:
i. συνοψίζει τις σύγχρονες επιστημονικές γνώσεις για τα ρευματικά νοσήματα και, στη
συνέχεια,
ii. παρουσιάζει το ιδιαίτερο ζήτημα των δικαιωμάτων των ασθενών που πάσχουν από τα
νοσήματα αυτά, αναδεικνύοντας και ταξινομώντας τις αντίστοιχες ρυθμίσεις της
πολιτείας.
Τα περιεχόμενα του τόμου είναι διαρθρωμένα σε τρεις βασικές ενότητες: γενικές γνώσεις
για τα ρευματικά νοσήματα (αίτια, συμπτώματα, διάγνωση, αντιμετώπιση, κ.λπ.), ειδικές
ρυθμίσεις για τους πάσχοντες (υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση, εργασία, αναπηρία,
συνταξιοδότηση, στράτευση κ.λπ.), χρήσιμες οδηγίες (άσκηση, διατροφή, εγκυμοσύνη
κ.λπ.).
γενικότερα, δεν είναι νέα στην ελληνική, και κυρίως στη διεθνή, βιβλιογραφία. Αντίθετα,
η επίδραση του οικονομικού περιβάλλοντος και κυρίως της κατανομής του πλούτου και
του εισοδήματος τόσο στις κοινωνικές ανάγκες, όσο και στις κοινωνικές παροχές είναι
σαφής και διαχρονική.
Η παρούσα μελέτη εξειδικεύοντας το σχετικό προβληματισμό στον τομέα της υγείας,
αποσκοπεί στην ανάδειξη του αμφίδρομου χαρακτήρα της σχέσης οικονομικών
ανισοτήτων και υγείας - υπηρεσιών υγείας, καθώς και των νέων διαστάσεών της στο
πλαίσιο του υπερεθνικού οικονομικού περιβάλλοντος.
Για το λόγο αυτό, επιχειρείται η παρουσίαση του προβλήματος τόσο σε θεωρητικό όσο
και σε εμπειρικό πλαίσιο, με τη συζήτηση να καλύπτει, στο πλαίσιο του παρόντος τόμου,
τη διεθνή πραγματικότητα σε δύο άξονες: ο πρώτος αναφέρεται στην ανάδειξη των
οικονομικών ανισοτήτων της υγείας σε παγκόσμιο επίπεδο με την προσέγγιση της
υστέρησης των χωρών με χαμηλό εισόδημα, ενώ ο δεύτερος στις εκδηλώσεις του
προβλήματος στον ανεπτυγμένο κόσμο.
Όσον αφορά στη διάρθρωση του βιβλίου, το πρώτο μέρος του αναφέρεται στην
εννοιολογική προσέγγιση των οικονομικών ανισοτήτων στην υγεία, με το πρώτο
κεφάλαιο να οριοθετεί τα χαρακτηριστικά και τις παραμέτρους του προβλήματος και το
δεύτερο να παρουσιάζει το ρόλο και την ιεράρχηση της αρχής της ισότητας στην άσκηση
πολιτικής υγείας.
Το δεύτερο μέρος προσεγγίζει τη σχέση μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης, ανισοτήτων και
υγείας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Ειδικότερα, στο τρίτο κεφάλαιο
παρουσιάζονται οι συνέπειες της φτώχειας στην υγεία και τις υπηρεσίες υγείας στις
αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ στο τέταρτο, εξετάζεται η εκδήλωση του προβλήματος στις
αναπτυγμένες οικονομικά χώρες.
Στο επίμετρο του βιβλίου διατυπώνεται κατ’ αρχάς μια κριτική για τα μέτρα που έχουν
ληφθεί από τους διεθνείς οργανισμούς και τις κυβερνήσεις για τον περιορισμό των
ανισοτήτων στην υγεία που απορρέουν από την άνιση κατανομή του εισοδήματος. Στη
συνέχεια διατυπώνεται ένας γενικότερος προβληματισμός για τις οικονομικές ανισότητες
σε σχέση με την κοινωνική πολιτική, με κύριο άξονα τη μεταστροφή των
προτεραιοτήτων, σε υπερεθνικό αλλά και εθνικό επίπεδο, προς την κατεύθυνση της
μείωσης των κοινωνικών δαπανών και του περιορισμού των ρυθμίσεων στη σφαίρα της
κοινωνικής πολιτικής.
Ελλάδα είκοσι χρόνια μετά την οργάνωσή του σε ένα ενιαίο σύστημα, και επιπλέον,
επιχειρεί μια κριτική προσέγγιση τεσσάρων σημαντικών δημόσιων πολιτικών στον τομέα
της υγείας, που έλαβαν χώρα την περίοδο 2003-2004. Πρόκειται για τη σύσταση
οργάνων αρμόδιων για το στρατηγικό σχεδιασμό και το συντονισμό της δημόσιας υγείας,
την αναδιοργάνωση του συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, τη μεταρρύθμιση
του συστήματος ιατρικής εκπαίδευσης για την απόκτηση ειδικότητας και τη σύνταξη του
Κώδικα άσκησης ιατρικού επαγγέλματος και ιατρικής δεοντολογίας.
Στο πλαίσιο της προσέγγισης αυτής, αναδεικνύεται κατ’ αρχάς ότι η ιστορία των
μεταρρυθμίσεων του συστήματος υγείας στη χώρα μας έχει ως σταθερό χαρακτηριστικό
την αναπαραγωγή ρυθμίσεων που θεσπίζονται εκ νέου και εκ παραλλήλου σε διάφορα
νομοθετήματα, με αποτέλεσμα πολλές φορές να μην καθίσταται σαφές ποιες διατάξεις
καταργούνται ή ποιες τροποποιούν προγενέστερες. Επιπλέον σημειώνεται ότι ένας
σημαντικός αριθμός ρυθμίσεων, ενίοτε αμφίβολης συνταγματικότητας ή «εφικτότητας»,
παρέμειναν ανενεργές, χωρίς ωστόσο να καταργούνται expressis verbis. Τελικά, όπως
επισημαίνουν οι συγγραφείς, η νομοθετική αυτή αταξία είχε ως αποτέλεσμα τη διαιώνιση
των προβλημάτων του συστήματος υγείας στην Ελλάδα, αφού η επαναδιατύπωση των
αρχικών στόχων του ΕΣΥ δεν συνοδεύθηκε στην πράξη από ολοκληρωμένες
μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις, ενώ επιμέρους νομοθετικές τομές δεν έτυχαν εφαρμογής.
Έτσι, είκοσι χρόνια μετά τη θέσπιση του ΕΣΥ αναδεικνύεται η δυσχέρεια
οριστικοποίησης ενός μοντέλου διοίκησης, οργάνωσης και λειτουργίας του δημόσιου
τομέα υγείας, καθώς και η αποσπασματική εφαρμογή του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου.
Όσον αφορά στις νομοθετικές παρεμβάσεις οι οποίες αξιολογούνται κριτικά από τους
δύο συγγραφείς, αυτές κρίνονται εξαιρετικά σημαντικές, δεδομένου ότι αγγίζουν πτυχές
και περιοχές του υγειονομικού τομέα με ολοένα και μεγαλύτερη επίδραση στη συνολική
λειτουργία του συστήματος υγείας, ενώ, επιπλέον, συνιστούν τομή για τη θεσμική
διαρρύθμιση της πολιτικής υγείας. Η εξειδικευμένη προσέγγιση που επιχειρούν τα
σχετικά κείμενα, αναδεικνύει την τάση επικράτησης μιας νέας φιλοσοφίας ως προς τη
θεσμική ολοκλήρωση και εξέλιξη του υγειονομικού τομέα, η οποία υπερβαίνει τις
παραδοσιακές «ολιστικές» μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες και προσανατολίζεται στις
επιμέρους, τομεακές ρυθμίσεις.
Ειδικότερα, από τη μελέτη των σχετικών κειμένων προκύπτει ότι τόσο ο Νόμος
3172/2003 για τη δημόσια υγεία, όσο και ο Νόμος 3235/2004 για την πρωτοβάθμια
φροντίδα υγείας, αξιοποίησαν σε σημαντικό βαθμό τα ευρήματα και τις προτάσεις
επιστημονικών ερευνών, τόσο λόγω του ρυθμιστικού τους αντικειμένου, όσο και λόγω
της έλλειψης επαρκούς νομοθετικού πλαισίου. Αντίστοιχα συμπεράσματα προκύπτουν
και από τη μελέτη των νομοσχεδίων που παρεμβαίνουν στα δύο άλλα πεδία της θεσμικής
οργάνωσης του συστήματος υγείας, που πραγματεύεται ο τόμος αυτός (ιατρική
εκπαίδευση και Κώδικας δεοντολογίας ιατρών), των οποίων η ψήφιση δεν
ολοκληρώθηκε λόγω της προκήρυξης πρόωρων εκλογών.
της αγοράς φαρμάκου στην Ελλάδα και την Ευρώπη, αναδεικνύοντας την
10
πολυπλοκότητα των συνθηκών που επικρατούν και τον πλουραλισμό του ρυθμιστικού
πλαισίου που τη διέπει, ιδιαίτερα εν όψει της ανάγκης εξισορρόπησης των στόχων της
αναπτυξιακής και βιομηχανικής πολιτικής με εκείνους της κοινωνικής πολιτικής και της
πολιτικής υγείας.
Στο πλαίσιο αυτό, προσεγγίζει κατ’ αρχήν την ευρωπαϊκή πραγματικότητα της
φαρμακευτικής διαρρύθμισης, όπου οι πολιτειακές παρεμβάσεις τα τελευταία χρόνια
έχουν να επιδείξουν μια πληθώρα μέτρων που αποσκοπούν κατά κύριο λόγο στον
περιορισμό της φαρμακευτικής κατανάλωσης και τον εξορθολογισμό της σχετικής
δαπάνης, κινούμενες μεταξύ της άσκησης πίεσης στην πλευρά της προσφοράς και του
προσανατολισμού της ζήτησης. Στη συνέχεια, εξετάζει τη λειτουργία της ελληνικής
φαρμακευτικής αγοράς, η οποία επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τη βασική αντίφαση
της ρυθμιστικής παρέμβασης της πολιτείας: ενώ επιδιώκεται η περιστολή της συνολικής
φαρμακευτικής δαπάνης, τα ρυθμιστικά μέτρα περιορίζονται στον εξαντλητικό έλεγχο
των τιμών, την παρέμβαση δηλαδή επί της προσφοράς, «αγνοώντας» τους μηχανισμούς
εξορθολογισμού του όγκου της κατανάλωσης με ολοκληρωμένες παρεμβάσεις επί της
ζήτησης. Αποτέλεσμα της μονομερούς αυτής επιλογής, όπως παρουσιάζεται αναλυτικά,
είναι η συνεχής και με σταθερούς ρυθμούς αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης, η οποία
επιβαρύνει τους προϋπολογισμούς των ασφαλιστικών ταμείων αλλά και τα ατομικά
εισοδήματα, ενώ, εκ των πραγμάτων, περιορίζει, με όρους αμφίβολης νομιμότητας, την
πρόσβαση των πολιτών στην αποτελεσματικότερη δυνατή θεραπευτική επιλογή.
Πρόσφατα δε, η επιλογή αυτή κρίθηκε και ως αντισυνταγματική, με το σκεπτικό ότι αυτή
ενδέχεται να παρεμποδίσει ουσιωδώς την οικονομική λειτουργία των φαρμακευτικών
επιχειρήσεων στη χώρα.
Οριοθετώντας και αναλύοντας τις ιδιαιτερότητες της φαρμακευτικής αγοράς αλλά και τις
προκλήσεις που αυτή αντιμετωπίζει σε θεσμικό και λειτουργικό επίπεδο, το βιβλίο
καταλήγει στη διαμόρφωση ενός υποδείγματος παρέμβασης στη φαρμακευτική αγορά
στην Ελλάδα, το οποίο συντίθεται από στοιχεία της ευρωπαϊκής εμπειρίας,
προσαρμοσμένα στις ανάγκες της ελληνικής πραγματικότητας. Το υπόδειγμα αυτό,
μετουσιώνοντας τα συμπεράσματα της συγκριτικής, οικονομικής, λειτουργικής και
συνταγματικής ανάλυσης που προηγήθηκε σε μια ολοκληρωμένη πρόταση πολιτικής,
προσδίδει μια επιπλέον αξία, πέραν της αυστηρά επιστημονικής, στο βιβλίο, δεδομένου
ότι η φαρμακευτική διαρρύθμιση αποτελεί ήδη «εκκρεμή» στόχο πολιτειακής
παρέμβασης. Υπό την έννοια αυτή, οι απόψεις που διατυπώνονται στο βιβλίο
εμπλουτίζουν τη σχετική συζήτηση με επιστημονικά τεκμήρια και αναλύσεις,
συμβάλλοντας σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση των ικανών και αναγκαίων κριτηρίων
για την επιλογή των μέτρων εκείνων που τελικά μπορούν να διασφαλίσουν την
οικονομική βιωσιμότητα του συστήματος και παράλληλα να πληρούν το κριτήριο της
νομιμότητας, όπως αυτό κατοχυρώνεται συνταγματικά.
μια γενική έννοια-πλαίσιο, τον κοινωνικό αποκλεισμό και προσδιορίζει τον τρόπο
πρόσληψης της κοινωνίας την εποχή της πολιτικής και ιδεολογικής κυριαρχίας του
νεοφιλελευθερισμού. Η άλλη διάσταση αναφέρεται στις πραγματικότητες, τις
στρατηγικές και τις αναλύσεις, για τις πολιτικές υγείας, ως σημαντικότατη όψη
εφαρμογής του γενικού πλαισίου. Στο σύνολό της η προσέγγιση του εν λόγω έργου
επιχειρεί μ’ αυτήν την παράλληλη διαχείριση ζητημάτων του «γενικού και του «ειδικού»
να υποδείξει ερωτήματα και να θέσει προβληματισμούς για στοχασμούς και αναλύσεις,
σχετικά με την άσκηση της κοινωνικής πολιτικής στη σημερινή συγκυρία.
Ειδικότερα όσον αφορά το δεύτερο μέρος, το οποίο συντίθεται από τέσσερις ενότητες,
κατ’ αρχήν τίθενται σε εξέταση οι οικονομικές και κοινωνικές διαστάσεις της
11
παγκοσμιοποίησης. Σε δεύτερο επίπεδο συζητείται το ιδιαίτερης σημασίας ζήτημα της
θέσης του σύγχρονου κράτους στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Τα προκείμενα
μεταβάλλονται σε αναβαθμούς για τη διερεύνηση των όρων σχηματισμού του
οικονομικού περιβάλλοντος στο οποίο θεμελιώδη ρόλο διαδραματίζει ο οξύτερος
ανταγωνισμός. Η επίδραση του ανταγωνισμού επί της κοινωνικής πολιτικής, στη
σύγχρονη εποχή είναι ο θεματικός τόπος της δεύτερης ενότητας. Ο συσχετισμός των
προαναφερερομένων αλλαγών με την εξέλιξη των συστημάτων υγείας εξετάζεται στην
τρίτη ενότητα. Στην τέταρτη ενότητα συγκεντρώνονται παρατηρήσεις, διαπιστώσεις και
αναζητήσεις της προσέγγισης.
Το επίμετρο δηλώνει τη διαθεσιμότητα επικοινωνίας των συγγραφέων με ζητήματα και
προβληματισμούς που άπτονται του γενικού πλαισίου και των ειδικών διαστάσεων που
διαχειρίστηκε αυτή η μελέτη και συνιστούν, ενδεχόμενα, προϋποθέσεις για τον γόνιμο
διάλογο, σχετικά με την κοινωνική οργάνωση.
συστημάτων υγείας των χωρών της Βαλκανικής Χερσονήσου, όπως διαμορφώθηκαν τα
τελευταία χρόνια, υπό τις συνθήκες των έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων και των
εμπόλεμων συγκρούσεων, οι οποίες είχαν αρνητικές επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της
οικονομίας, της κοινωνικής οργάνωσης, του περιβάλλοντος και του επιπέδου διαβίωσης.
Στο πλαίσιο αυτό, τα συστήματα υγείας των βαλκανικών χωρών κλήθηκαν να
αντιμετωπίσουν το αυξημένο βάρος της επούλωσης των πληγών του πολέμου, της
κάλυψης των αυξημένων αναγκών και της δημιουργίας αισθήματος ασφάλειας στους
πολίτες, σε συνθήκες όμως ανεπάρκειας των διαθέσιμων οικονομικών και υλικών πόρων
και απαξίωσης των υγειονομικών υποδομών.
Η σταδιακή αποκατάσταση της πολιτικής σταθερότητας και η προσπάθεια κοινωνικής
και οικονομικής ανάπτυξης των χωρών αυτών, συνδυάστηκε με ένα κύμα
μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων στον υγειονομικό τομέα. Το όλο εγχείρημα
επικεντρώθηκε στην αντιμετώπιση μειζόνων ζητημάτων της πολιτικής υγείας όπως της
αποδοτικής κατανομής των πόρων, της αποτελεσματικότητας και της ποιότητας των
παρεχομένων υπηρεσιών καθώς και της επίτευξης της ισότητας στην πρόσβαση των
πολιτών στις υπηρεσίες υγείας. Επιδιώχθηκε λοιπόν η αναδιοργάνωση των
υποσυστημάτων χρηματοδότησης, παραγωγής, διανομής και διοίκησης-διαχείρισης του
υγειονομικού τομέα.
Εκτός όμως των παραπάνω, η πολιτική υγείας στο χώρο των Βαλκανίων καλείται να
αντιμετωπίσει τις κοινές προκλήσεις των αυξημένων αναγκών που δημιουργούν οι
συνεχώς μετακινούμενοι πληθυσμοί στην περιοχή και η μόλυνση του φυσικού
περιβάλλοντος, καθιστώντας επιτακτική τη συνεργασία μεταξύ των χωρών της περιοχής.
Επιπρόσθετα, η προοπτική της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την ένταξη σε
αυτή χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης καθώς και των Βαλκανίων, είναι
άμεσα συνδεδεμένη με την ουσιαστική κάλυψη των κοινωνικών αναγκών, η οποία
αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για την έναρξη των ενταξιακών προσπαθειών των
χωρών που παρουσιάζουν σχετικές βλέψεις και προσανατολισμούς.
Στόχος των συγγραφέων της έκδοσης, είναι να σκιαγραφήσουν τις τάσεις οι οποίες
διαμορφώνονται σχετικά με τις μελλοντικές εξελίξεις στην υγειονομική πολιτική των
βαλκανικών κρατών και να προσδιορίσουν το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο αυτές συντελούνται. Ο παρών τόμος πραγματεύεται επιδημιολογικά, οικονομικά και
διοικητικά-οργανωτικά ζητήματα τα οποία αφορούν στον τομέα της υγείας στην
Αλβανία, τη Βουλγαρία, την Ελλάδα, την Κροατία, την Πρώην Γιουγκοσλαβική
(ημοκρατία της Μακεδονίας, τη Ρουμανία, τη Σλοβενία και την Τουρκία. Επιπλέον, σε
μια προσπάθεια υπέρβασης του προβλήματος της ανομοιογένειας των διαθέσιμων
στοιχείων, οι προσεγγίσεις των βαλκανικών χωρών παρουσιάζονται σε μια ενιαία και
κοινή δομή σε σχέση με τις θεματικές ενότητες, ώστε να καταστήσουν εφικτή τη
σύγκριση σε διακρατικό επίπεδο.
διατριβή (βλ. παραπάνω). Κατόπιν σχετικής υποδείξεως της επταμελούς επιτροπής, το
εμπειρικό μέρος της διατριβής αναλύθηκε περαιτέρω και με την προσθήκη νέων
δεδομένων, αποτέλεσε τη βάση για την έκδοση του βιβλίου το οποίο επικεντρώνεται στη
διερεύνηση της σχέσης δημόσιου και ιδιωτικού στον υγειονομικό τομέα στην Ελλάδα
και επιπλέον, αποπειράται να εξηγήσει την ροπή προς την ιδιωτική κατανάλωση, η
οποία στην χώρα μας είναι ιδιαίτερα υψηλή. Η προσέγγιση του ρόλου του ιδιωτικού
τομέα υγείας στην Ελλάδα, επιχειρείται με ανάλυση τόσο της προσφοράς (ιδιωτικές
δαπάνες, μέγεθος της αγοράς, κλάδοι δραστηριοποίησης του ιδιωτικού τομέα
υγείας, υλικοί και ανθρώπινοι πόροι κλπ), όσο και της ζήτησης, σε μια προσπάθεια
ερμηνείας του φαινομένου της προσφυγής σε ίδιες πληρωμές, για την κατανάλωση ενός
αγαθού το οποίο στα πλαίσια του ΕΣΥ παρέχεται δωρεάν. Η προσέγγιση αυτή αφορά
τόσο στις συνολικές όσο και στις επιμέρους δαπάνες υγείας των νοικοκυριών, τα
οποία κατηγοριοποιούνται ως προς την γεωγραφική περιοχή εγκατάστασης
(κατηγορία και συγκεκριμένη περιφέρεια), το εισόδημα, το μέγεθος και την σύνθεση,
την επαγγελματική θέση και το επάγγελμα του υπεύθυνου του νοικοκυριού.
Book Editor by Kyriakos Souliotis
τεράστιο κενό τόσο της σχετικής βιβλιογραφίας όσο και της πρακτικής που εφαρμόζεται
στη χάραξη πολιτικής υγείας: το κενό-έλλειμμα δημοκρατίας στον τρόπο με τον οποίο
σχεδιάζονται και υλοποιούνται παρεμβάσεις στην πολιτική υγείας, η οποία, ούτως ή
άλλως συνιστά ένα πεδίο δημόσιας πολιτικής με σημαντική διείσδυση σε πολλές πτυχές
της κοινωνικής ζωής.
Ο τόμος περιλαμβάνει είκοσι έξι κεφάλαια και διαχωρίζεται σε τρία μέρη, τα οποία
αναφέρονται στο θεσμικό πλαίσιο, όπως αυτό εξειδικεύεται σε εθνικό και υπερεθνικό
επίπεδο, στους εμπλεκόμενους φορείς και ενώσεις, γνωστούς και ως ομάδες πίεσης και
συμφερόντων, και στους ίδιους τους ασθενείς, οι οποίοι, σύμφωνα με τη γενική αντίληψη που απορρέει από το περιεχόμενο του βιβλίου, (πρέπει να) βρίσκονται στο επίκεντρο της
χάραξης πολιτικής υγείας.
Ο τόμος θίγει εξ αρχής τον ρόλο της συμμετοχής των πολιτών, μέσω οργανωμένων
συλλογικοτήτων και με τρόπο ορατό και θεσμικά κατοχυρωμένο, ως προϋπόθεσης
«δημοκρατίας στην υγεία» (Κεφάλαιο 1). Υπό την ίδια οπτική, αναλύονται η ιεράρχηση
των προτεραιοτήτων της πολιτικής υγείας (Κεφάλαιο 2), καθώς και οι διαφορετικές
προσεγγίσεις αναφορικά με τη συμμετοχή της κοινωνίας πολιτών στη διαμόρφωση
πολιτικής υγείας (Κεφάλαιο 3). Ακολουθεί το παράδειγμα της συμμετοχής των πολιτών
από τη Μ. Βρετανία (Κεφάλαιο 4), με ειδική αναφορά στην αναγνώριση του δικαιώματος
του ασθενούς στην ελεύθερη επιλογή παρόχων κατά το σχεδιασμο των συγχωνεύσεων
μονάδων υγείας (Κεφάλαιο 5). Στο ίδιο πλαίσιο, αναλύονται η σύνδεση της βιοηθικής με
διλλήμματα δεοντολογίας (Κεφάλαιο 6), η ελληνική περίπτωση μέσα από ερευνητικά
ευρήματα (Κεφάλαιο 7), η ποιότητα των υπηρεσιών υγείας ως δικαίωμα (Κεφάλαιο 8)
και η ηλεκτρονική υγεία ως μέσο ενδυνάμωσης των ασθενών (Κεφάλαιο 9). Το πρώτο
μέρος του τόμου κλείνει με τη διατύπωση αμιγώς «πολιτικών μηνυμάτων» αναφορικά με
την αναγκαία εμπιστοσύνη των πολιτών κατά τις προσπάθειες μεταρρύθμισης των
συστημάτων υγείας (Κεφάλαιο 10).
Έπειτα από την ανάλυση του γενικότερου πλαισίου και τη θεωρητική κάλυψη του
ζητήματος της συμμετοχής των πολιτών στη χάραξη πολιτικής υγείας, το δεύτερο μέρος
φέρνει στο προσκήνιο το ρόλο των θεσμών και των ομάδων πίεσης και συμφερόντων
καθώς και τη σημασία συγκεκριμένων, ειδικών πεδίων της πολιτικής υγείας. Στο πλαίσιο
αυτό παρουσιάζονται αρχικά οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Κεφάλαιο 11)
και το παράδειγμα του θεσμού του Συνηγόρου του Πολίτη (Κεφάλαιο 12). Με το ίδιο
σκεπτικό προσεγγίζεται και η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας ως συστατικό ενδυνάμωσης
του ρόλου των πολιτών (Κεφάλαιο 13). Οι πραγματικοί όροι κάτω από τους οποίους
διεξάγεται ο διάλογος και λαμβάνονται οι αποφάσεις πολιτικής υγείας παρουσιάζονται
στα επόμενα κεφάλαια. Με αφετηρία μια γενική προσέγγιση για το lobbying ως
διαδικασία πολιτικής επιρροής (Κεφάλαιο 14), παρουσιάζονται οι πρακτικές που
εμφανίζονται στον τομέα της υγείας σχετικά με το ρόλο των επαγγελματιών υγείας στη
λήψη πολιτικών αποφάσεων, (Κεφάλαιο 15) με ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο των ιατρών
(Κεφάλαιο 16). Προκειμένου να συνδεθεί η ως άνω ανάλυση με τη συζήτηση που
ακολουθεί στο επόμενο μέρος του τόμου, παρουσιάζεται η έννοια της συναισθηματικής
νοημοσύνης ως μέσο βελτίωσης και ενδυνάμωσης της θέσης του ασθενή (Κεφάλαιο 17).
Στο τρίτο μέρος παρουσιάζεται η οπτική που αφορά στο ρόλο ειδικών ομάδων ασθενών
και η συζήτηση μεταφέρεται εκεί όπου πραγματικά όφειλε να διεξάγεται: σε ένα
περιβάλλον κοινωνίας των πολιτών. Στο πλαίσιο αυτό παρουσιάζονται αρχικά τα
προβλήματα των ασθενών με σπάνιες παθήσεις (Κεφάλαιο 18), η περίπτωση των
θαλασσαιμικών (Κεφάλαιο 19) και οι ιατροκοινωνικές εμπειρίες της ζωής των
διαβητικών ασθενών (Κεφάλαιο 20). Τα επόμενα κεφάλαια εξειδικεύουν τη συζήτηση σε
πολύ «ιδιαίτερες» ομάδες ασθενών, των οποίων η έκφραση στο σύστημα υγείας τίθεται
συχνά υπό αμφισβήτηση. Συγκεκριμένα, αναδεικνύονται τα παιδιά ως πολίτες και ως
ασθενείς (Κεφάλαιο 21) και αποτυπώνεται η πραγματικότητα την οποία βιώνουν οι
μετανάστες κατά την άσκηση του δικαιώματος στην υγεία (Κεφάλαιο 22). Ο τόμος
κλείνει με ομάδες ασθενών οι οποίες, πέραν της αντιμετώπισης της νόσου, βρίσκονται
αντιμέτωπες και με το στιγματισμό που η κατάστασή τους συνεπάγεται. Χαρακτηριστική
περίπτωση αποτελούν οι φυλακισμένοι (Κεφάλαιο 23), οι οροθετικοί (Κεφάλαιο 24), οι
ψυχικά ασθενείς (Κεφάλαιο 25) και οι εξαρτημένοι από οπιοειδή (Κεφάλαιο 26).
Προσεγγίζοντας το θέμα της δημοκρατίας και της συμμετοχής στη χάραξη πολιτικής
υγείας με τη μεγαλύτερη δυνατή διεπιστημονικότητα, όπως άλλωστε αυτή προκύπτει από
τις διαφορετικές επιστημονικές αφετηρίες και οπτικές των σαράντα ενός συγγραφέων,
σκοπός του βιβλίου αυτού είναι να αποτελέσει το έναυσμα για έναν ευρύτερο διάλογο
αναφορικά με τη λήψη αποφάσεων πολιτικής υγείας, στο πλαίσιο του οποίου οι πολίτες
θα τεθούν στο επίκεντρο.
Στην Πρώτη Ενότητα η οποία εξετάζει θέματα θεσμών και δικαίου της υγείας, στο 1ο
κεφάλαιο παρουσιάζεται η θεσμική συγκρότηση του εθνικού συστήματος υγείας στο
πλαίσιο του ελληνικού κράτους πρόνοιας και στο 2ο κεφάλαιο αναλύονται οι αντίστοιχοι
θεσμοί σε διεθνές επίπεδο. Το 3ο κεφάλαιο οριοθετεί την προστασία της υγείας στο
(ιεθνές και Ευρωπαϊκό (ίκαιο, το 4ο κεφάλαιο παρουσιάζει τα δικαιώματα των πολιτών
και των ασθενών στα συστήματα υγείας, ενώ το 5ο κεφάλαιο προσεγγίζει το ιατρικό
δίκαιο δίδοντας έμφαση σε θέματα αστικού ενδιαφέροντος και ευθύνης. Το 6ο κεφάλαιο
προσεγγίζει από συνταγματική άποψη τα ζητήματα της άρνησης θεραπείας και της
ευθανασίας, το 7ο κεφάλαιο αναλύει το ζήτημα της ιατρικώς υποβοηθούμενης
ανθρώπινης αναπαραγωγής, ενώ το 8ο κεφάλαιο, προσεγγίζει τις εγκληματολογικές
διαστάσεις της εφαρμογής των νέων μεθόδων ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Στη (εύτερη Ενότητα η οποία πραγματεύεται ζητήματα σχεδιασμού, οικονομικών και
διοίκησης υπηρεσιών υγείας, το 9ο κεφάλαιο αναλύει τη σχέση πολιτικής και οικονομίας
στις υπηρεσίες υγείας καθώς και το τρίπτυχο: στρατηγικός σχεδιασμός-διοίκηση-
αξιολόγηση. Το 10ο κεφάλαιο εξετάζει μεθόδους και εργαλεία οργανωτικής ανάλυσης
και σχεδιασμού όπως αυτά εξειδικεύονται στο χώρο της υγείας, το 11ο κεφάλαιο
αναλύει το υπόδειγμα μάνατζμεντ στην υγεία μέσα από τις εμπειρίες ανάπτυξης του
ΕΣΥ, ενώ το 12ο κεφάλαιο παρουσιάζει τα συστήματα υγείας εστιάζοντας στη θεσμική
τους οργάνωση. Το 13ο κεφάλαιο υπεισέρχεται στο ζήτημα της δομής, λειτουργίας και
επενδυτικής στρατηγικής των ασφαλιστικών ταμείων σε διεθνές επίπεδο, ενώ το 14ο
κεφάλαιο παρουσιάζει ένα μοντέλο διαχείρισης προγραμμάτων και έργων για τα δημόσια
νοσοκομεία.
Η Τρίτη Ενότητα, καλύπτει θέματα έρευνας και κοινωνικών επιστημών που σχετίζονται
με την υγεία. Ειδικότερα, το 15ο κεφάλαιο παρουσιάζει μεθοδολογία και εφαρμογές για
την ανάλυση συσχέτισης ενώ, το 16ο κεφάλαιο προσεγγίσει μέσα από μια
ανθρωπολογική θεώρηση τις ποιοτικές μεθόδους έρευνας στο πεδίο της υγείας. Το 17ο
κεφάλαιο συνδέει την κοινωνιολογική θεωρία με την υγεία και τις υπηρεσίες υγείας, και,
τέλος, το 18ο κεφάλαιο, εξετάζει το ζήτημα της επικοινωνίας μεταξύ επαγγελματιών
υγείας και ασθενών.
«εναλλακτική» για τα ευρωπαϊκά δεδομένα προσέγγιση του αντικειμένου της πολιτικής
υγείας. Αυτό διότι στο εν λόγω έργο η πολιτική υγείας προσεγγίζεται υπό την οπτική δύο
κλινικών ιατρών που αναλύουν τα χαρακτηριστικά ενός ιδιότυπου συστήματος υγείας
(Η.Π.Α.), το οποίο μάλιστα τελεί υπό ριζικό ανασχεδιασμό (Η.Π.Α.). :στόσο, το ότι η
ανάλυση επικεντρώνεται στο σύστημα υγείας των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν σημαίνει
ότι δεν αντλούνται εμπειρίες και παραδείγματα άλλων χωρών, αφού, οι συγγραφείς εξ’
αρχής τονίζουν την ανάγκη για σημαντικές τομές στο σύστημα υγείας των Η.Π.Α.
επικαλούμενοι διεθνείς καλές πρακτικές. Το έργο καλύπτει όλες τις βασικές πτυχές της
πολιτικής υγείας: από τη χρηματοδότηση, την ασφάλιση και την οργάνωση, μέχρι την
ποιότητα, την πρόληψη, την ιατρική δεοντολογία κ.ά.
1. Η υιοθέτηση του κατάλληλου τρόπου χρηματοδότησης των υπηρεσιών υγείας με
σκοπό την μείωση των δαπανών και την επίτευξη μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας
στο σύστημα παροχής υγειονομικής φροντίδας, αποτελεί κύρια προτεραιότητα της
πολιτικής υγείας των περισσότερων ανεπτυγμένων κρατών.
2. Οι τρόποι χρηματοδότησης των υπηρεσιών υγείας, αποτελούν βασικά επιστημονικά
εργαλεία και βρίσκονται στο επίκεντρο των υγειονομικών μεταρρυθμίσεων, φαινόμενο που χαρακτηρίζει και την Ελληνική εκδοχή του Εθνικού Συστήματος Υγείας, που μας απασχολεί στην παρούσα μελέτη.
Η επιλογή της εγκαθίδρυσης του ΕΣΥ σαν σημείο αναφοράς στην εξέλιξη του υγειονομικού τομέα στην Ελλάδα, οφείλεται στο γεγονός ότι αφενός αποτελεί την πιο ουσιαστική προσπάθεια οργάνωσης και προγραμματισμού των υπηρεσιών
υγείας στην χώρα μας και αφετέρου στο ότι η εκτίμηση των αποτελεσμάτων της, βρίσκεται στο επίκεντρο της επιστημονικής συζήτησης τα τελευταία χρόνια. Η διατριβή επιχειρεί να αξιολογήσει τα αποτελέσματα της μεταρρύθμισης του ΕΣΥ τόσο σε επίπεδο χρηματοδότησης και κατανομής των πόρων υγείας σε γεωγραφικό επίπεδο, όσο και σε σχέση με την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα υγείας και την αύξηση των ιδιωτικών δαπανών. Ειδικότερα, εξετάζονται τα χρηματοδοτικά
δεδομένα ανά επίπεδο περίθαλψης και η διαθεσιμότητα των πόρων πριν και μετά τη μεταρρύθμιση, ενώ παράλληλα, ερευνάται η πορεία των υγειονομικών δεικτών
που αφορούν στο επίπεδο υγείας του πληθυσμού (δείκτες θνησιμότητας και νοσηρότητας, προσδόκιμο επιβίωσης κλπ). Ιδιαίτερη επίσης βαρύτητα έχει δοθεί στην μεταβολή των δημογραφικών δεδομένων, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα την
αύξηση της ζήτησης για υπηρεσίες υγείας και κατ’ επέκταση του σχετικού κόστους. Τα μεγέθη αυτά, εξετάζονται συγκριτικά σε δύο περιόδους: α) την περίοδο
1970-1980 και β) την περίοδο 1981-1995.
Σημειώνεται ότι τα δεδομένα που συνοπτικά αφορούν στην διαμόρφωση και κατανομή των δαπανών υγείας, των υγειονομικών πόρων, των δεικτών του επιπέδου
υγείας και των δημογραφικών δεικτών, παρουσιάζονται τόσο ως προς την χωρική τους διάρθρωση στο εσωτερικό της χώρας, όσο και σε σύγκριση με τα αντίστοιχα διεθνή
δεδομένα (Ευρώπη, ΟΟΣΑ). Με τον τρόπο αυτό, επιχειρείται η αξιολόγηση της περιφερειακής διάστασης του ΕΣΥ, καθώς και η αποτίμηση της θέσης της χώρας μας σε ότι αφορά στη διαθεσιμότητα των πόρων υγείας, καθώς και σε σχέση με το
υγειονομικό προφίλ του πληθυσμού. Επίσης, η εξέλιξη του συστήματος υγείας στην
Ελλάδα, εξετάζεται στα γενικότερα πλαίσια της άσκησης κοινωνικής πολιτικής, ενώ η αντίστοιχη διαμόρφωση των κοινωνικών δαπανών σε σύγκριση με άλλες χώρες, προσεγγίζεται τόσο συνολικά, όσο και ανά κατηγορία παροχής.
Η διατριβή εντάσσεται στην συζήτηση που τονίζει τις έντονες γεωγραφικές και κοινωνικο-οικονομικές υγειονομικές ανισότητες που αφορούν στην κατάσταση υγείας άλλα και στην κατανομή των υγειονομικών πόρων στον πληθυσμό. Η κεντρική της υπόθεση συνοψίζεται στο ότι παρά την σημαντική συμβολή της θεσμοθέτησης και εγκαθίδρυσης του ΕΣΥ, οι χωρικές και κοινωνικές ανισότητες ως προς την
κατανάλωση των υπηρεσιών αλλά και ως προς τα υγειονομικά αποτελέσματα, εξακολουθούν να αποτελούν το κύριο χαρακτηριστικό του συστήματος υγείας στην
χώρα μας. Επιπρόσθετα, τα χρηματοδοτικά προβλήματα σε συνδυασμό με την έλλειψη απαραίτητων πόρων, οδήγησαν στην διαμόρφωση μιας ιδιαίτερα αρνητικής
εικόνας για την ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών, με αποτέλεσμα την προσφυγή ενός σημαντικού τμήματος της ζήτησης στον ιδιωτικό τομέα.
Στo πλαίσιo της παραπάνω προβληματικής, η ανάλυση θέτει μια σειρά από ερωτήματα
προς διερεύνηση, όπως:
1. Ποιοί παράγοντες ευθύνονται για την καθυστέρηση της άσκησης κοινωνικής πολιτικής στην χώρα μας και πως αποτυπώθηκε τελικά η ανάγκη για την υγειονομική μεταρρύθμιση στις αρχές της δεκαετίας του 1980.
2. Πώς αξιολογείται η θέση της χώρας μας σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρώπης και του ΟΟΣΑ, σε σχέση με τις κοινωνικές δαπάνες, τις δαπάνες υγείας, την διαθεσιμότητα υπηρεσιών υγείας και τα υγειονομικά αποτελέσματα
πριν και μετά την εγκαθίδρυση του ΕΣΥ.
3. Ποιά είναι τα αποτελέσματα της εγκαθίδρυσης του ΕΣΥ σε σχέση με την περιφερειακή κατανομή και την προσπελασιμότητα του συστήματος και σε ποιο
βαθμό συνέβαλε στην άρση των γεωγραφικών ανισοτήτων στην πρόσβαση και χρήση των υπηρεσιών, καθώς και στο επίπεδο υγείας του πληθυσμού.
4. Ποιοί είναι οι παράγοντες που ωθούν τα άτομα στην κατανάλωση ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας με επιβάρυνση των ατομικών τους εισοδημάτων, τη στιγμή που οι υπηρεσίες στα πλαίσια του δημόσιου συστήματος παρέχονται δωρεάν. Η διατριβή χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο, στα πλαίσια των εννοιολογικών προσεγγίσεων για την υγεία και την κοινωνική πολιτική γενικότερα, αναλύεται η πρακτική τους έκφραση στα συστήματα υγείας και στον τρόπο χρηματοδότησης των
υπηρεσιών. Στο δεύτερο, αναλύεται η εξελικτική πορεία του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων με έμφαση στις παροχές και το σύστημα υγείας, ενώ παρουσιάζονται το
θεσμικό πλαίσιο, οι δαπάνες υγείας και η περιφερειακή συγκρότηση των υπηρεσιών. Τέλος, στο τρίτο μέρος, επιχειρείται η αποτύπωση και ερμηνεία της συμπεριφοράς των νοικοκυριών - όπως αυτή εκδηλώνεται με τις ίδιες πληρωμές για υπηρεσίες υγείας - η οποία διαμορφώνει μια εξαιρετικά υψηλή ιδιωτική δαπάνη υγείας.
Προσεγγίζοντας την κλινική έρευνα τόσο ως προτεραιότητα της πολιτικής υγείας όσο και ως μοχλό ανάπτυξης για την Ελλάδα, σκοπός της έκδοσης αυτής είναι, με οδηγό το παράδειγμα της περιόδου 2010-2013, να κινητοποιήσει τις δυνάμεις που με δη-μιουργική σκέψη θα αναλάβουν την ενίσχυση της χώρας στο πεδίο των κλινικών δο-κιμών.
ανασφάλειας που αφορούν τόσο στην έκβαση και τις συνέπειές της όσο και στη
διαχείρισή της στο πλαίσιο των συστημάτων υγείας. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι ο
συνδυασμός του κενού πληροφόρησης μεταξύ ασθενών και επαγγελματιών υγείας και της ραγδαίας εξέλιξης των διαγνωστικών και θεραπευτικών μέσων καθιστά σχεδόν αδύνατη την πλήρη γνώση των πασχόντων, όχι μόνο για το αμιγώς επιστημονικό σκέλος της πάθησής τους αλλά και για τους ενδεδειγμένους τρόπους χρήσης των απαιτούμενων υπηρεσιών υγείας. Ταυτόχρονα, η ύπαρξη ενός σύνθετου πλέγματος δικαιωμάτων (αλλά και κανόνων) κατά την πρόσβαση των πολιτών στο σύστημα υγείας, ιδίως στο πλαίσιο της άσκησης του ασφαλιστικού τους δικαιώματος, εντείνει τις αρνητικές συνέπειες της ασθένειας, με το φαινόμενο να εμφανίζεται πιο έντονο στις περιπτώσεις ασθενών με χρόνια νοσήματα. Η πραγματικότητα αυτή αποτέλεσε την αφετηρία της παρούσας έκδοσης, η οποία καλείται να φωτίσει μια σειρά ζητημάτων που καλύπτουν τόσο αμιγώς επιστημονικά θέματα γύρω από τη χρόνια νεφρική νόσο όσο και θέματα που αφορούν στα δικαιώματα των ασθενών αυτών γύρω από την υγεία, την εκπαίδευση, την εργασία, τη συνταξιοδότηση κ.ά.
Στόχος της έκδοσης είναι να αποτελέσει την αφετηρία για μια πιο οργανωμένη από την πλευρά της Πολιτείας ταξινόμηση και κωδικοποίηση του ρυθμιστικού πλαισίου που αφορά στους ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο και, σε ένα επόμενο στάδιο, την αξιολόγηση και βελτίωσή του.
πρακτικών που οδήγησαν τη δημόσια ασφάλιση υγείας στην κατάρρευση, με τα
«συμπτώματα» που αναδεικνύει να συναντώνται σε όλους σχεδόν τους δημόσιους
οργανισμούς της χώρας ως αποτέλεσμα της σταδιακής θεσμικής αποσάθρωσης του δημόσιου τομέα κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Με μια κριτική προσέγγιση σχετικά με τη διαδικασία θεσμικής ρύθμισης και λήψης αποφάσεων στο τόσο κρίσιμο πεδίο της υγείας, καταδεικνύει την αδράνεια που η κεντρική διοίκηση έδειχνε επί σειρά ετών απέναντι σε τάσεις και οικονομικά μεγέθη και η οποία τελικά οδήγησε στη σημερινή κατάληξη. Περαιτέρω, στο βιβλίο παρουσιάζονται και πρωτοβουλίες προόδου 6 και καινοτομίας που, αν είχαν επιχειρηθεί νωρίτερα, οι «αντοχές» του συστήματος υγείας απέναντι στην κρίση θα ήταν διαφορετικές. Μέσα από την παράθεση των εμπειριών του συγγραφέα από την άσκηση διοίκησης σε αυτό που ονομάζουμε «κράτος», το εν λόγω έργο αναδεικνύει εμφατικά το εξής: όπως ακριβώς επί δεκαετίες η δημόσια ασφάλιση υγείας απομακρυνόταν από το αυτονόητο οδεύοντας προς το αδιανόητο, έτσι και σήμερα, κάτω από τις πρωτοφανείς οικονομικές συνθήκες που βιώνει η χώρα, πρέπει περισσότερο από ποτέ να αναζητήσει πρωτίστως το αυτονόητο, δηλαδή τη βιωσιμότητά της, η οποία είναι τόσο αναγκαία για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και την άρση των ανισοτήτων που η κρίση έχει προκαλέσει. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει πως είναι αναγκαία η απομάκρυνση από την αποκλειστικά δημοσιονομική οπτική των θεμάτων υγείας και η υιοθέτηση της – αυτονόητης– θέσης ότι η επένδυση στην υγεία με ορθολογικό τρόπο αποτελεί προϋπόθεση και όχι τροχοπέδη για την πολυπόθητη ανάπτυξη.
πολιτικών που συνδέονται με τη δημόσια υγεία, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τον
(δυνητικό) ρόλο του «τοπικού», στο σχεδιασμό και την υλοποίηση των αντίστοιχων δράσεων. Η δομή του περιλαμβάνει κατ’ αρχάς την παρουσίαση της ιστορικής εξέλιξης των πολιτικών δημόσιας υγείας στο διεθνή χώρο και την ανάδειξη των «καλών πρακτικών», καθώς και την ανάλυση της πορείας του ελληνικού υγειονομικού συστήματος με έμφαση στις πολιτικές και τα μέτρα δημόσιας υγείας. Ειδικότερα, στο πρώτο κεφάλαιο προσεγγίζεται εννοιολογικά η δημόσια υγεία και παρουσιάζεται η εξέλιξή της στο πέρασμα του χρόνου φτάνοντας να αντιπροσωπεύει αυτό που 7 γνωρίζουμε σήμερα. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι τάσεις στο επίπεδο υγείας του ελληνικού πληθυσμού και αναδεικνύονται οι μείζονες παράγοντες κινδύνου. Στο τρίτο κεφάλαιο πραγματοποιείται μια ιστορική ανασκόπηση της οργάνωσης και ανάπτυξης της δημόσιας υγείας στο διεθνή χώρο και στην Ελλάδα από το 1800 έως τις μέρες μας. Στο τέταρτο κεφάλαιο αναδεικνύονται οι διεθνείς τάσεις στη δημόσια υγεία με έμφαση στη δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Το πέμπτο και το έκτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένα στην οργάνωση της δημόσιας υγείας στην Ελλάδα. Περιγράφεται αναλυτικά το ισχύον θεσμικό πλαίσιο και ο τρόπος λειτουργίας των υπηρεσιών, δομών, φορέων και οργανισμών δημόσιας υγείας σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Το έβδομο κεφάλαιο υπεισέρχεται στην ανάλυση των πολιτικών δημόσιας υγείας σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης. Παρουσιάζονται οι θεσμικά προβλεπόμενες δράσεις καθώς και τα αποτελέσματα της πρωτογενούς έρευνας η οποία πραγματοποιήθηκε στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης Α' και Β' βαθμού με σκοπό την καταγραφή των υπηρεσιών δημόσιας υγείας που παρέχονται, το υπάρχον προσωπικό και τις ανάγκες τους. Στο όγδοο κεφάλαιο και στη βάση της αξιολόγησης των αποτελεσμάτων της πρωτογενούς έρευνας, αναπτύσσονται σκέψεις και προτάσεις με σκοπό την ανάδειξη της τοπικής αυτοδιοίκησης στο πεδίο της παροχής υπηρεσιών δημόσιας υγείας. Εν όψει και της «Νέας Αρχιτεκτονικής της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης (ιοίκησης» που προωθείται στη χώρα μας, στόχος των συγγραφέων είναι η αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας στην κατανόηση της σημασίας που έχει για τη δημόσια υγεία η ενεργοποίηση μηχανισμών και δομών που δρουν σε τοπικό επίπεδο, προς την κατεύθυνση της βελτίωσης του επιπέδου υγείας του πληθυσμού.
τον ορισμό των τιμών και του πλαισίου αποζημίωσης μέχρι το ζήτημα της κατανομής του
χρηματοδοτικού βάρους της φαρμακευτικής δαπάνης στην κοινωνική ασφάλιση και τα
νοικοκυριά. Επιπλέον, διεισδύει στο σοβαρότατο μεθοδολογικό πρόβλημα της μέτρησης
της φαρμακευτικής δαπάνης στην Ελλάδα -μέρος του ευρύτερου ζητήματος της
εκτίμησης της δαπάνης υγείας στη χώρα- επισημαίνοντας τις απαιτούμενες παραδοχές
και υποθέσεις εργασίας που πρέπει να υιοθετηθούν από τις επίσημες εθνικολογιστικές
καταγραφές προκειμένου να προσεγγισθούν με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τα
σχετικά μεγέθη. Επιπρόσθετα, η μελέτη εξετάζει την εξέλιξη του ρυθμιστικού πλαισίου
της περιόδου 1998-2008, το οποίο και αξιολογεί κυρίως στη βάση του κριτηρίου-στόχου
της συγκράτησης της φαρμακευτικής δαπάνης. Η εν λόγω μελέτη αποσκοπεί στο να
συμβάλει στο σχετικό διάλογο, εμπλουτίζοντάς τον με επιστημονικά τεκμηριωμένες
προτάσεις προς την κατεύθυνση του εξορθολογισμού της εν λόγω αγοράς, του ελέγχου
της δαπάνης και, ταυτόχρονα, της διασφάλισης της πρόσβασης των πολιτών σε
αποτελεσματικές θεραπείες.
Προληπτικής Ιατρικής (ΙΚΠΙ) αποσκοπεί στο να συμβάλλει στην καλύτερη ενημέρωση
των ασθενών με ρευματικά νοσήματα, φωτίζοντας ορισμένες βασικές πτυχές της
καθημερινής ζωής που συνδέονται με αυτά.
Η συγκεκριμένη θεραπευτική κατηγορία, πέρα από το γεγονός ότι συνδέεται με υψηλή
επίπτωση και νοσηρότητα στο γενικό πληθυσμό, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα
8
ασαφούς οριοθέτησης δικαιωμάτων των ασθενών, οι οποίοι συχνά κατατάσσονται σε
άλλες θεραπευτικές ομάδες, προκειμένου να έχουν πρόσβαση στις ρυθμίσεις για χρόνιους
ασθενείς.
Ανταποκρινόμενη στις ανάγκες αυτές, η συγκεκριμένη έκδοση:
i. συνοψίζει τις σύγχρονες επιστημονικές γνώσεις για τα ρευματικά νοσήματα και, στη
συνέχεια,
ii. παρουσιάζει το ιδιαίτερο ζήτημα των δικαιωμάτων των ασθενών που πάσχουν από τα
νοσήματα αυτά, αναδεικνύοντας και ταξινομώντας τις αντίστοιχες ρυθμίσεις της
πολιτείας.
Τα περιεχόμενα του τόμου είναι διαρθρωμένα σε τρεις βασικές ενότητες: γενικές γνώσεις
για τα ρευματικά νοσήματα (αίτια, συμπτώματα, διάγνωση, αντιμετώπιση, κ.λπ.), ειδικές
ρυθμίσεις για τους πάσχοντες (υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση, εργασία, αναπηρία,
συνταξιοδότηση, στράτευση κ.λπ.), χρήσιμες οδηγίες (άσκηση, διατροφή, εγκυμοσύνη
κ.λπ.).
γενικότερα, δεν είναι νέα στην ελληνική, και κυρίως στη διεθνή, βιβλιογραφία. Αντίθετα,
η επίδραση του οικονομικού περιβάλλοντος και κυρίως της κατανομής του πλούτου και
του εισοδήματος τόσο στις κοινωνικές ανάγκες, όσο και στις κοινωνικές παροχές είναι
σαφής και διαχρονική.
Η παρούσα μελέτη εξειδικεύοντας το σχετικό προβληματισμό στον τομέα της υγείας,
αποσκοπεί στην ανάδειξη του αμφίδρομου χαρακτήρα της σχέσης οικονομικών
ανισοτήτων και υγείας - υπηρεσιών υγείας, καθώς και των νέων διαστάσεών της στο
πλαίσιο του υπερεθνικού οικονομικού περιβάλλοντος.
Για το λόγο αυτό, επιχειρείται η παρουσίαση του προβλήματος τόσο σε θεωρητικό όσο
και σε εμπειρικό πλαίσιο, με τη συζήτηση να καλύπτει, στο πλαίσιο του παρόντος τόμου,
τη διεθνή πραγματικότητα σε δύο άξονες: ο πρώτος αναφέρεται στην ανάδειξη των
οικονομικών ανισοτήτων της υγείας σε παγκόσμιο επίπεδο με την προσέγγιση της
υστέρησης των χωρών με χαμηλό εισόδημα, ενώ ο δεύτερος στις εκδηλώσεις του
προβλήματος στον ανεπτυγμένο κόσμο.
Όσον αφορά στη διάρθρωση του βιβλίου, το πρώτο μέρος του αναφέρεται στην
εννοιολογική προσέγγιση των οικονομικών ανισοτήτων στην υγεία, με το πρώτο
κεφάλαιο να οριοθετεί τα χαρακτηριστικά και τις παραμέτρους του προβλήματος και το
δεύτερο να παρουσιάζει το ρόλο και την ιεράρχηση της αρχής της ισότητας στην άσκηση
πολιτικής υγείας.
Το δεύτερο μέρος προσεγγίζει τη σχέση μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης, ανισοτήτων και
υγείας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Ειδικότερα, στο τρίτο κεφάλαιο
παρουσιάζονται οι συνέπειες της φτώχειας στην υγεία και τις υπηρεσίες υγείας στις
αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ στο τέταρτο, εξετάζεται η εκδήλωση του προβλήματος στις
αναπτυγμένες οικονομικά χώρες.
Στο επίμετρο του βιβλίου διατυπώνεται κατ’ αρχάς μια κριτική για τα μέτρα που έχουν
ληφθεί από τους διεθνείς οργανισμούς και τις κυβερνήσεις για τον περιορισμό των
ανισοτήτων στην υγεία που απορρέουν από την άνιση κατανομή του εισοδήματος. Στη
συνέχεια διατυπώνεται ένας γενικότερος προβληματισμός για τις οικονομικές ανισότητες
σε σχέση με την κοινωνική πολιτική, με κύριο άξονα τη μεταστροφή των
προτεραιοτήτων, σε υπερεθνικό αλλά και εθνικό επίπεδο, προς την κατεύθυνση της
μείωσης των κοινωνικών δαπανών και του περιορισμού των ρυθμίσεων στη σφαίρα της
κοινωνικής πολιτικής.
Ελλάδα είκοσι χρόνια μετά την οργάνωσή του σε ένα ενιαίο σύστημα, και επιπλέον,
επιχειρεί μια κριτική προσέγγιση τεσσάρων σημαντικών δημόσιων πολιτικών στον τομέα
της υγείας, που έλαβαν χώρα την περίοδο 2003-2004. Πρόκειται για τη σύσταση
οργάνων αρμόδιων για το στρατηγικό σχεδιασμό και το συντονισμό της δημόσιας υγείας,
την αναδιοργάνωση του συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, τη μεταρρύθμιση
του συστήματος ιατρικής εκπαίδευσης για την απόκτηση ειδικότητας και τη σύνταξη του
Κώδικα άσκησης ιατρικού επαγγέλματος και ιατρικής δεοντολογίας.
Στο πλαίσιο της προσέγγισης αυτής, αναδεικνύεται κατ’ αρχάς ότι η ιστορία των
μεταρρυθμίσεων του συστήματος υγείας στη χώρα μας έχει ως σταθερό χαρακτηριστικό
την αναπαραγωγή ρυθμίσεων που θεσπίζονται εκ νέου και εκ παραλλήλου σε διάφορα
νομοθετήματα, με αποτέλεσμα πολλές φορές να μην καθίσταται σαφές ποιες διατάξεις
καταργούνται ή ποιες τροποποιούν προγενέστερες. Επιπλέον σημειώνεται ότι ένας
σημαντικός αριθμός ρυθμίσεων, ενίοτε αμφίβολης συνταγματικότητας ή «εφικτότητας»,
παρέμειναν ανενεργές, χωρίς ωστόσο να καταργούνται expressis verbis. Τελικά, όπως
επισημαίνουν οι συγγραφείς, η νομοθετική αυτή αταξία είχε ως αποτέλεσμα τη διαιώνιση
των προβλημάτων του συστήματος υγείας στην Ελλάδα, αφού η επαναδιατύπωση των
αρχικών στόχων του ΕΣΥ δεν συνοδεύθηκε στην πράξη από ολοκληρωμένες
μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις, ενώ επιμέρους νομοθετικές τομές δεν έτυχαν εφαρμογής.
Έτσι, είκοσι χρόνια μετά τη θέσπιση του ΕΣΥ αναδεικνύεται η δυσχέρεια
οριστικοποίησης ενός μοντέλου διοίκησης, οργάνωσης και λειτουργίας του δημόσιου
τομέα υγείας, καθώς και η αποσπασματική εφαρμογή του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου.
Όσον αφορά στις νομοθετικές παρεμβάσεις οι οποίες αξιολογούνται κριτικά από τους
δύο συγγραφείς, αυτές κρίνονται εξαιρετικά σημαντικές, δεδομένου ότι αγγίζουν πτυχές
και περιοχές του υγειονομικού τομέα με ολοένα και μεγαλύτερη επίδραση στη συνολική
λειτουργία του συστήματος υγείας, ενώ, επιπλέον, συνιστούν τομή για τη θεσμική
διαρρύθμιση της πολιτικής υγείας. Η εξειδικευμένη προσέγγιση που επιχειρούν τα
σχετικά κείμενα, αναδεικνύει την τάση επικράτησης μιας νέας φιλοσοφίας ως προς τη
θεσμική ολοκλήρωση και εξέλιξη του υγειονομικού τομέα, η οποία υπερβαίνει τις
παραδοσιακές «ολιστικές» μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες και προσανατολίζεται στις
επιμέρους, τομεακές ρυθμίσεις.
Ειδικότερα, από τη μελέτη των σχετικών κειμένων προκύπτει ότι τόσο ο Νόμος
3172/2003 για τη δημόσια υγεία, όσο και ο Νόμος 3235/2004 για την πρωτοβάθμια
φροντίδα υγείας, αξιοποίησαν σε σημαντικό βαθμό τα ευρήματα και τις προτάσεις
επιστημονικών ερευνών, τόσο λόγω του ρυθμιστικού τους αντικειμένου, όσο και λόγω
της έλλειψης επαρκούς νομοθετικού πλαισίου. Αντίστοιχα συμπεράσματα προκύπτουν
και από τη μελέτη των νομοσχεδίων που παρεμβαίνουν στα δύο άλλα πεδία της θεσμικής
οργάνωσης του συστήματος υγείας, που πραγματεύεται ο τόμος αυτός (ιατρική
εκπαίδευση και Κώδικας δεοντολογίας ιατρών), των οποίων η ψήφιση δεν
ολοκληρώθηκε λόγω της προκήρυξης πρόωρων εκλογών.
της αγοράς φαρμάκου στην Ελλάδα και την Ευρώπη, αναδεικνύοντας την
10
πολυπλοκότητα των συνθηκών που επικρατούν και τον πλουραλισμό του ρυθμιστικού
πλαισίου που τη διέπει, ιδιαίτερα εν όψει της ανάγκης εξισορρόπησης των στόχων της
αναπτυξιακής και βιομηχανικής πολιτικής με εκείνους της κοινωνικής πολιτικής και της
πολιτικής υγείας.
Στο πλαίσιο αυτό, προσεγγίζει κατ’ αρχήν την ευρωπαϊκή πραγματικότητα της
φαρμακευτικής διαρρύθμισης, όπου οι πολιτειακές παρεμβάσεις τα τελευταία χρόνια
έχουν να επιδείξουν μια πληθώρα μέτρων που αποσκοπούν κατά κύριο λόγο στον
περιορισμό της φαρμακευτικής κατανάλωσης και τον εξορθολογισμό της σχετικής
δαπάνης, κινούμενες μεταξύ της άσκησης πίεσης στην πλευρά της προσφοράς και του
προσανατολισμού της ζήτησης. Στη συνέχεια, εξετάζει τη λειτουργία της ελληνικής
φαρμακευτικής αγοράς, η οποία επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τη βασική αντίφαση
της ρυθμιστικής παρέμβασης της πολιτείας: ενώ επιδιώκεται η περιστολή της συνολικής
φαρμακευτικής δαπάνης, τα ρυθμιστικά μέτρα περιορίζονται στον εξαντλητικό έλεγχο
των τιμών, την παρέμβαση δηλαδή επί της προσφοράς, «αγνοώντας» τους μηχανισμούς
εξορθολογισμού του όγκου της κατανάλωσης με ολοκληρωμένες παρεμβάσεις επί της
ζήτησης. Αποτέλεσμα της μονομερούς αυτής επιλογής, όπως παρουσιάζεται αναλυτικά,
είναι η συνεχής και με σταθερούς ρυθμούς αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης, η οποία
επιβαρύνει τους προϋπολογισμούς των ασφαλιστικών ταμείων αλλά και τα ατομικά
εισοδήματα, ενώ, εκ των πραγμάτων, περιορίζει, με όρους αμφίβολης νομιμότητας, την
πρόσβαση των πολιτών στην αποτελεσματικότερη δυνατή θεραπευτική επιλογή.
Πρόσφατα δε, η επιλογή αυτή κρίθηκε και ως αντισυνταγματική, με το σκεπτικό ότι αυτή
ενδέχεται να παρεμποδίσει ουσιωδώς την οικονομική λειτουργία των φαρμακευτικών
επιχειρήσεων στη χώρα.
Οριοθετώντας και αναλύοντας τις ιδιαιτερότητες της φαρμακευτικής αγοράς αλλά και τις
προκλήσεις που αυτή αντιμετωπίζει σε θεσμικό και λειτουργικό επίπεδο, το βιβλίο
καταλήγει στη διαμόρφωση ενός υποδείγματος παρέμβασης στη φαρμακευτική αγορά
στην Ελλάδα, το οποίο συντίθεται από στοιχεία της ευρωπαϊκής εμπειρίας,
προσαρμοσμένα στις ανάγκες της ελληνικής πραγματικότητας. Το υπόδειγμα αυτό,
μετουσιώνοντας τα συμπεράσματα της συγκριτικής, οικονομικής, λειτουργικής και
συνταγματικής ανάλυσης που προηγήθηκε σε μια ολοκληρωμένη πρόταση πολιτικής,
προσδίδει μια επιπλέον αξία, πέραν της αυστηρά επιστημονικής, στο βιβλίο, δεδομένου
ότι η φαρμακευτική διαρρύθμιση αποτελεί ήδη «εκκρεμή» στόχο πολιτειακής
παρέμβασης. Υπό την έννοια αυτή, οι απόψεις που διατυπώνονται στο βιβλίο
εμπλουτίζουν τη σχετική συζήτηση με επιστημονικά τεκμήρια και αναλύσεις,
συμβάλλοντας σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση των ικανών και αναγκαίων κριτηρίων
για την επιλογή των μέτρων εκείνων που τελικά μπορούν να διασφαλίσουν την
οικονομική βιωσιμότητα του συστήματος και παράλληλα να πληρούν το κριτήριο της
νομιμότητας, όπως αυτό κατοχυρώνεται συνταγματικά.
μια γενική έννοια-πλαίσιο, τον κοινωνικό αποκλεισμό και προσδιορίζει τον τρόπο
πρόσληψης της κοινωνίας την εποχή της πολιτικής και ιδεολογικής κυριαρχίας του
νεοφιλελευθερισμού. Η άλλη διάσταση αναφέρεται στις πραγματικότητες, τις
στρατηγικές και τις αναλύσεις, για τις πολιτικές υγείας, ως σημαντικότατη όψη
εφαρμογής του γενικού πλαισίου. Στο σύνολό της η προσέγγιση του εν λόγω έργου
επιχειρεί μ’ αυτήν την παράλληλη διαχείριση ζητημάτων του «γενικού και του «ειδικού»
να υποδείξει ερωτήματα και να θέσει προβληματισμούς για στοχασμούς και αναλύσεις,
σχετικά με την άσκηση της κοινωνικής πολιτικής στη σημερινή συγκυρία.
Ειδικότερα όσον αφορά το δεύτερο μέρος, το οποίο συντίθεται από τέσσερις ενότητες,
κατ’ αρχήν τίθενται σε εξέταση οι οικονομικές και κοινωνικές διαστάσεις της
11
παγκοσμιοποίησης. Σε δεύτερο επίπεδο συζητείται το ιδιαίτερης σημασίας ζήτημα της
θέσης του σύγχρονου κράτους στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Τα προκείμενα
μεταβάλλονται σε αναβαθμούς για τη διερεύνηση των όρων σχηματισμού του
οικονομικού περιβάλλοντος στο οποίο θεμελιώδη ρόλο διαδραματίζει ο οξύτερος
ανταγωνισμός. Η επίδραση του ανταγωνισμού επί της κοινωνικής πολιτικής, στη
σύγχρονη εποχή είναι ο θεματικός τόπος της δεύτερης ενότητας. Ο συσχετισμός των
προαναφερερομένων αλλαγών με την εξέλιξη των συστημάτων υγείας εξετάζεται στην
τρίτη ενότητα. Στην τέταρτη ενότητα συγκεντρώνονται παρατηρήσεις, διαπιστώσεις και
αναζητήσεις της προσέγγισης.
Το επίμετρο δηλώνει τη διαθεσιμότητα επικοινωνίας των συγγραφέων με ζητήματα και
προβληματισμούς που άπτονται του γενικού πλαισίου και των ειδικών διαστάσεων που
διαχειρίστηκε αυτή η μελέτη και συνιστούν, ενδεχόμενα, προϋποθέσεις για τον γόνιμο
διάλογο, σχετικά με την κοινωνική οργάνωση.
συστημάτων υγείας των χωρών της Βαλκανικής Χερσονήσου, όπως διαμορφώθηκαν τα
τελευταία χρόνια, υπό τις συνθήκες των έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων και των
εμπόλεμων συγκρούσεων, οι οποίες είχαν αρνητικές επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της
οικονομίας, της κοινωνικής οργάνωσης, του περιβάλλοντος και του επιπέδου διαβίωσης.
Στο πλαίσιο αυτό, τα συστήματα υγείας των βαλκανικών χωρών κλήθηκαν να
αντιμετωπίσουν το αυξημένο βάρος της επούλωσης των πληγών του πολέμου, της
κάλυψης των αυξημένων αναγκών και της δημιουργίας αισθήματος ασφάλειας στους
πολίτες, σε συνθήκες όμως ανεπάρκειας των διαθέσιμων οικονομικών και υλικών πόρων
και απαξίωσης των υγειονομικών υποδομών.
Η σταδιακή αποκατάσταση της πολιτικής σταθερότητας και η προσπάθεια κοινωνικής
και οικονομικής ανάπτυξης των χωρών αυτών, συνδυάστηκε με ένα κύμα
μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων στον υγειονομικό τομέα. Το όλο εγχείρημα
επικεντρώθηκε στην αντιμετώπιση μειζόνων ζητημάτων της πολιτικής υγείας όπως της
αποδοτικής κατανομής των πόρων, της αποτελεσματικότητας και της ποιότητας των
παρεχομένων υπηρεσιών καθώς και της επίτευξης της ισότητας στην πρόσβαση των
πολιτών στις υπηρεσίες υγείας. Επιδιώχθηκε λοιπόν η αναδιοργάνωση των
υποσυστημάτων χρηματοδότησης, παραγωγής, διανομής και διοίκησης-διαχείρισης του
υγειονομικού τομέα.
Εκτός όμως των παραπάνω, η πολιτική υγείας στο χώρο των Βαλκανίων καλείται να
αντιμετωπίσει τις κοινές προκλήσεις των αυξημένων αναγκών που δημιουργούν οι
συνεχώς μετακινούμενοι πληθυσμοί στην περιοχή και η μόλυνση του φυσικού
περιβάλλοντος, καθιστώντας επιτακτική τη συνεργασία μεταξύ των χωρών της περιοχής.
Επιπρόσθετα, η προοπτική της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την ένταξη σε
αυτή χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης καθώς και των Βαλκανίων, είναι
άμεσα συνδεδεμένη με την ουσιαστική κάλυψη των κοινωνικών αναγκών, η οποία
αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για την έναρξη των ενταξιακών προσπαθειών των
χωρών που παρουσιάζουν σχετικές βλέψεις και προσανατολισμούς.
Στόχος των συγγραφέων της έκδοσης, είναι να σκιαγραφήσουν τις τάσεις οι οποίες
διαμορφώνονται σχετικά με τις μελλοντικές εξελίξεις στην υγειονομική πολιτική των
βαλκανικών κρατών και να προσδιορίσουν το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο αυτές συντελούνται. Ο παρών τόμος πραγματεύεται επιδημιολογικά, οικονομικά και
διοικητικά-οργανωτικά ζητήματα τα οποία αφορούν στον τομέα της υγείας στην
Αλβανία, τη Βουλγαρία, την Ελλάδα, την Κροατία, την Πρώην Γιουγκοσλαβική
(ημοκρατία της Μακεδονίας, τη Ρουμανία, τη Σλοβενία και την Τουρκία. Επιπλέον, σε
μια προσπάθεια υπέρβασης του προβλήματος της ανομοιογένειας των διαθέσιμων
στοιχείων, οι προσεγγίσεις των βαλκανικών χωρών παρουσιάζονται σε μια ενιαία και
κοινή δομή σε σχέση με τις θεματικές ενότητες, ώστε να καταστήσουν εφικτή τη
σύγκριση σε διακρατικό επίπεδο.
διατριβή (βλ. παραπάνω). Κατόπιν σχετικής υποδείξεως της επταμελούς επιτροπής, το
εμπειρικό μέρος της διατριβής αναλύθηκε περαιτέρω και με την προσθήκη νέων
δεδομένων, αποτέλεσε τη βάση για την έκδοση του βιβλίου το οποίο επικεντρώνεται στη
διερεύνηση της σχέσης δημόσιου και ιδιωτικού στον υγειονομικό τομέα στην Ελλάδα
και επιπλέον, αποπειράται να εξηγήσει την ροπή προς την ιδιωτική κατανάλωση, η
οποία στην χώρα μας είναι ιδιαίτερα υψηλή. Η προσέγγιση του ρόλου του ιδιωτικού
τομέα υγείας στην Ελλάδα, επιχειρείται με ανάλυση τόσο της προσφοράς (ιδιωτικές
δαπάνες, μέγεθος της αγοράς, κλάδοι δραστηριοποίησης του ιδιωτικού τομέα
υγείας, υλικοί και ανθρώπινοι πόροι κλπ), όσο και της ζήτησης, σε μια προσπάθεια
ερμηνείας του φαινομένου της προσφυγής σε ίδιες πληρωμές, για την κατανάλωση ενός
αγαθού το οποίο στα πλαίσια του ΕΣΥ παρέχεται δωρεάν. Η προσέγγιση αυτή αφορά
τόσο στις συνολικές όσο και στις επιμέρους δαπάνες υγείας των νοικοκυριών, τα
οποία κατηγοριοποιούνται ως προς την γεωγραφική περιοχή εγκατάστασης
(κατηγορία και συγκεκριμένη περιφέρεια), το εισόδημα, το μέγεθος και την σύνθεση,
την επαγγελματική θέση και το επάγγελμα του υπεύθυνου του νοικοκυριού.
τεράστιο κενό τόσο της σχετικής βιβλιογραφίας όσο και της πρακτικής που εφαρμόζεται
στη χάραξη πολιτικής υγείας: το κενό-έλλειμμα δημοκρατίας στον τρόπο με τον οποίο
σχεδιάζονται και υλοποιούνται παρεμβάσεις στην πολιτική υγείας, η οποία, ούτως ή
άλλως συνιστά ένα πεδίο δημόσιας πολιτικής με σημαντική διείσδυση σε πολλές πτυχές
της κοινωνικής ζωής.
Ο τόμος περιλαμβάνει είκοσι έξι κεφάλαια και διαχωρίζεται σε τρία μέρη, τα οποία
αναφέρονται στο θεσμικό πλαίσιο, όπως αυτό εξειδικεύεται σε εθνικό και υπερεθνικό
επίπεδο, στους εμπλεκόμενους φορείς και ενώσεις, γνωστούς και ως ομάδες πίεσης και
συμφερόντων, και στους ίδιους τους ασθενείς, οι οποίοι, σύμφωνα με τη γενική αντίληψη που απορρέει από το περιεχόμενο του βιβλίου, (πρέπει να) βρίσκονται στο επίκεντρο της
χάραξης πολιτικής υγείας.
Ο τόμος θίγει εξ αρχής τον ρόλο της συμμετοχής των πολιτών, μέσω οργανωμένων
συλλογικοτήτων και με τρόπο ορατό και θεσμικά κατοχυρωμένο, ως προϋπόθεσης
«δημοκρατίας στην υγεία» (Κεφάλαιο 1). Υπό την ίδια οπτική, αναλύονται η ιεράρχηση
των προτεραιοτήτων της πολιτικής υγείας (Κεφάλαιο 2), καθώς και οι διαφορετικές
προσεγγίσεις αναφορικά με τη συμμετοχή της κοινωνίας πολιτών στη διαμόρφωση
πολιτικής υγείας (Κεφάλαιο 3). Ακολουθεί το παράδειγμα της συμμετοχής των πολιτών
από τη Μ. Βρετανία (Κεφάλαιο 4), με ειδική αναφορά στην αναγνώριση του δικαιώματος
του ασθενούς στην ελεύθερη επιλογή παρόχων κατά το σχεδιασμο των συγχωνεύσεων
μονάδων υγείας (Κεφάλαιο 5). Στο ίδιο πλαίσιο, αναλύονται η σύνδεση της βιοηθικής με
διλλήμματα δεοντολογίας (Κεφάλαιο 6), η ελληνική περίπτωση μέσα από ερευνητικά
ευρήματα (Κεφάλαιο 7), η ποιότητα των υπηρεσιών υγείας ως δικαίωμα (Κεφάλαιο 8)
και η ηλεκτρονική υγεία ως μέσο ενδυνάμωσης των ασθενών (Κεφάλαιο 9). Το πρώτο
μέρος του τόμου κλείνει με τη διατύπωση αμιγώς «πολιτικών μηνυμάτων» αναφορικά με
την αναγκαία εμπιστοσύνη των πολιτών κατά τις προσπάθειες μεταρρύθμισης των
συστημάτων υγείας (Κεφάλαιο 10).
Έπειτα από την ανάλυση του γενικότερου πλαισίου και τη θεωρητική κάλυψη του
ζητήματος της συμμετοχής των πολιτών στη χάραξη πολιτικής υγείας, το δεύτερο μέρος
φέρνει στο προσκήνιο το ρόλο των θεσμών και των ομάδων πίεσης και συμφερόντων
καθώς και τη σημασία συγκεκριμένων, ειδικών πεδίων της πολιτικής υγείας. Στο πλαίσιο
αυτό παρουσιάζονται αρχικά οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Κεφάλαιο 11)
και το παράδειγμα του θεσμού του Συνηγόρου του Πολίτη (Κεφάλαιο 12). Με το ίδιο
σκεπτικό προσεγγίζεται και η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας ως συστατικό ενδυνάμωσης
του ρόλου των πολιτών (Κεφάλαιο 13). Οι πραγματικοί όροι κάτω από τους οποίους
διεξάγεται ο διάλογος και λαμβάνονται οι αποφάσεις πολιτικής υγείας παρουσιάζονται
στα επόμενα κεφάλαια. Με αφετηρία μια γενική προσέγγιση για το lobbying ως
διαδικασία πολιτικής επιρροής (Κεφάλαιο 14), παρουσιάζονται οι πρακτικές που
εμφανίζονται στον τομέα της υγείας σχετικά με το ρόλο των επαγγελματιών υγείας στη
λήψη πολιτικών αποφάσεων, (Κεφάλαιο 15) με ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο των ιατρών
(Κεφάλαιο 16). Προκειμένου να συνδεθεί η ως άνω ανάλυση με τη συζήτηση που
ακολουθεί στο επόμενο μέρος του τόμου, παρουσιάζεται η έννοια της συναισθηματικής
νοημοσύνης ως μέσο βελτίωσης και ενδυνάμωσης της θέσης του ασθενή (Κεφάλαιο 17).
Στο τρίτο μέρος παρουσιάζεται η οπτική που αφορά στο ρόλο ειδικών ομάδων ασθενών
και η συζήτηση μεταφέρεται εκεί όπου πραγματικά όφειλε να διεξάγεται: σε ένα
περιβάλλον κοινωνίας των πολιτών. Στο πλαίσιο αυτό παρουσιάζονται αρχικά τα
προβλήματα των ασθενών με σπάνιες παθήσεις (Κεφάλαιο 18), η περίπτωση των
θαλασσαιμικών (Κεφάλαιο 19) και οι ιατροκοινωνικές εμπειρίες της ζωής των
διαβητικών ασθενών (Κεφάλαιο 20). Τα επόμενα κεφάλαια εξειδικεύουν τη συζήτηση σε
πολύ «ιδιαίτερες» ομάδες ασθενών, των οποίων η έκφραση στο σύστημα υγείας τίθεται
συχνά υπό αμφισβήτηση. Συγκεκριμένα, αναδεικνύονται τα παιδιά ως πολίτες και ως
ασθενείς (Κεφάλαιο 21) και αποτυπώνεται η πραγματικότητα την οποία βιώνουν οι
μετανάστες κατά την άσκηση του δικαιώματος στην υγεία (Κεφάλαιο 22). Ο τόμος
κλείνει με ομάδες ασθενών οι οποίες, πέραν της αντιμετώπισης της νόσου, βρίσκονται
αντιμέτωπες και με το στιγματισμό που η κατάστασή τους συνεπάγεται. Χαρακτηριστική
περίπτωση αποτελούν οι φυλακισμένοι (Κεφάλαιο 23), οι οροθετικοί (Κεφάλαιο 24), οι
ψυχικά ασθενείς (Κεφάλαιο 25) και οι εξαρτημένοι από οπιοειδή (Κεφάλαιο 26).
Προσεγγίζοντας το θέμα της δημοκρατίας και της συμμετοχής στη χάραξη πολιτικής
υγείας με τη μεγαλύτερη δυνατή διεπιστημονικότητα, όπως άλλωστε αυτή προκύπτει από
τις διαφορετικές επιστημονικές αφετηρίες και οπτικές των σαράντα ενός συγγραφέων,
σκοπός του βιβλίου αυτού είναι να αποτελέσει το έναυσμα για έναν ευρύτερο διάλογο
αναφορικά με τη λήψη αποφάσεων πολιτικής υγείας, στο πλαίσιο του οποίου οι πολίτες
θα τεθούν στο επίκεντρο.
Στην Πρώτη Ενότητα η οποία εξετάζει θέματα θεσμών και δικαίου της υγείας, στο 1ο
κεφάλαιο παρουσιάζεται η θεσμική συγκρότηση του εθνικού συστήματος υγείας στο
πλαίσιο του ελληνικού κράτους πρόνοιας και στο 2ο κεφάλαιο αναλύονται οι αντίστοιχοι
θεσμοί σε διεθνές επίπεδο. Το 3ο κεφάλαιο οριοθετεί την προστασία της υγείας στο
(ιεθνές και Ευρωπαϊκό (ίκαιο, το 4ο κεφάλαιο παρουσιάζει τα δικαιώματα των πολιτών
και των ασθενών στα συστήματα υγείας, ενώ το 5ο κεφάλαιο προσεγγίζει το ιατρικό
δίκαιο δίδοντας έμφαση σε θέματα αστικού ενδιαφέροντος και ευθύνης. Το 6ο κεφάλαιο
προσεγγίζει από συνταγματική άποψη τα ζητήματα της άρνησης θεραπείας και της
ευθανασίας, το 7ο κεφάλαιο αναλύει το ζήτημα της ιατρικώς υποβοηθούμενης
ανθρώπινης αναπαραγωγής, ενώ το 8ο κεφάλαιο, προσεγγίζει τις εγκληματολογικές
διαστάσεις της εφαρμογής των νέων μεθόδων ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Στη (εύτερη Ενότητα η οποία πραγματεύεται ζητήματα σχεδιασμού, οικονομικών και
διοίκησης υπηρεσιών υγείας, το 9ο κεφάλαιο αναλύει τη σχέση πολιτικής και οικονομίας
στις υπηρεσίες υγείας καθώς και το τρίπτυχο: στρατηγικός σχεδιασμός-διοίκηση-
αξιολόγηση. Το 10ο κεφάλαιο εξετάζει μεθόδους και εργαλεία οργανωτικής ανάλυσης
και σχεδιασμού όπως αυτά εξειδικεύονται στο χώρο της υγείας, το 11ο κεφάλαιο
αναλύει το υπόδειγμα μάνατζμεντ στην υγεία μέσα από τις εμπειρίες ανάπτυξης του
ΕΣΥ, ενώ το 12ο κεφάλαιο παρουσιάζει τα συστήματα υγείας εστιάζοντας στη θεσμική
τους οργάνωση. Το 13ο κεφάλαιο υπεισέρχεται στο ζήτημα της δομής, λειτουργίας και
επενδυτικής στρατηγικής των ασφαλιστικών ταμείων σε διεθνές επίπεδο, ενώ το 14ο
κεφάλαιο παρουσιάζει ένα μοντέλο διαχείρισης προγραμμάτων και έργων για τα δημόσια
νοσοκομεία.
Η Τρίτη Ενότητα, καλύπτει θέματα έρευνας και κοινωνικών επιστημών που σχετίζονται
με την υγεία. Ειδικότερα, το 15ο κεφάλαιο παρουσιάζει μεθοδολογία και εφαρμογές για
την ανάλυση συσχέτισης ενώ, το 16ο κεφάλαιο προσεγγίσει μέσα από μια
ανθρωπολογική θεώρηση τις ποιοτικές μεθόδους έρευνας στο πεδίο της υγείας. Το 17ο
κεφάλαιο συνδέει την κοινωνιολογική θεωρία με την υγεία και τις υπηρεσίες υγείας, και,
τέλος, το 18ο κεφάλαιο, εξετάζει το ζήτημα της επικοινωνίας μεταξύ επαγγελματιών
υγείας και ασθενών.
«εναλλακτική» για τα ευρωπαϊκά δεδομένα προσέγγιση του αντικειμένου της πολιτικής
υγείας. Αυτό διότι στο εν λόγω έργο η πολιτική υγείας προσεγγίζεται υπό την οπτική δύο
κλινικών ιατρών που αναλύουν τα χαρακτηριστικά ενός ιδιότυπου συστήματος υγείας
(Η.Π.Α.), το οποίο μάλιστα τελεί υπό ριζικό ανασχεδιασμό (Η.Π.Α.). :στόσο, το ότι η
ανάλυση επικεντρώνεται στο σύστημα υγείας των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν σημαίνει
ότι δεν αντλούνται εμπειρίες και παραδείγματα άλλων χωρών, αφού, οι συγγραφείς εξ’
αρχής τονίζουν την ανάγκη για σημαντικές τομές στο σύστημα υγείας των Η.Π.Α.
επικαλούμενοι διεθνείς καλές πρακτικές. Το έργο καλύπτει όλες τις βασικές πτυχές της
πολιτικής υγείας: από τη χρηματοδότηση, την ασφάλιση και την οργάνωση, μέχρι την
ποιότητα, την πρόληψη, την ιατρική δεοντολογία κ.ά.
πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας τα οποία κρίθηκαν από τους επιμελητές αντιπροσωπευτικά
των τάσεων και των προτάσεων για το συγκεκριμένο πεδίο της πολιτικής υγείας. Τα
άρθρα αυτά καλύπτουν τρεις σημαντικές θεματικές περιοχές και συγκεκριμένα: α) η
πρώτη ενότητα εξετάζει το ζήτημα της μεταρρύθμισης της πρωτοβάθμιας φροντίδας
υγείας, περιλαμβάνοντας κείμενα τα οποία αξιολογούν την υφιστάμενη κατάσταση στην
ΠΦΥ, παραθέτουν διεθνείς καλές πρακτικές και θέτουν προς συζήτηση συγκεκριμένες
προτάσεις πολιτικής υγείας, β) η δεύτερη ενότητα υπεισέρχεται σε μια πιο «τεχνική»
συζήτηση η οποία εστιάζει στο στόχο της διαμόρφωσης ενός ολοκληρωμένου
συστήματος ΠΦΥ μέσα από την υιοθέτηση μιας ολιστικής προσέγγισης και, τέλος, γ) η
τρίτη ενότητα πραγματεύεται ζητήματα που άπτονται της σημασίας των ασθενών και των
επαγγελματιών υγείας στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας δίδοντας έμφαση στο ρόλο
των γενικών ιατρών και των νοσηλευτών, στη «δύναμη» των πολιτών αλλά και στην
προσφορά άλλων επαγγελματιών υγείας.
μέρη:
1ο μέρος: Προκλήσεις στο σχεδιασμό της πολιτικής υγείας: Στα πέντε κεφάλαια του
πρώτου μέρους εξετάζονται η δημογραφική γήρανση και οι επιπτώσεις της στα
συστήματα υγείας, οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες στην υγεία και τις
υπηρεσίες υγείας, η υγειονομική περίθαλψη ως πολιτικό διακύβευμα, η προστασία των
δικαιωμάτων των ασθενών και οι παράγοντες που προσδιορίζουν τη στάση της κοινωνίας
απέναντι στα συστήματα υγείας.
2ο μέρος: Οργάνωση και διοίκηση των υπηρεσιών υγείας: Στα τέσσερα κεφάλαια του
δεύτερου μέρους αναλύονται η περιφερειακή ανάπτυξη και η αποκεντρωτική διοίκηση
των συστημάτων υγείας, ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης, το ανθρώπινο δυναμικό και
οι εφαρμογές της πληροφορικής στις υπηρεσίες υγείας.
3ο μέρος: Οικονομική λειτουργία των συστημάτων υγείας: Το τρίτο μέρος περιλαμβάνει
πέντε κεφάλαια μέσω των οποίων αναλύει τις ιδιομορφίες της αγοράς των υπηρεσιών
υγείας, την κοινωνική ασφάλιση και τη διαχείριση της ζήτησης των υπηρεσιών υγείας, το
ρόλο της ιδιωτικής ασφάλισης, τα συστήματα διαχείρισης υπηρεσιών υγείας (managed
care) και τα υποδείγματα αξιολόγησης των παρεχόμενων φροντίδων.
4ο μέρος: Τομεακές πολιτικές στην υγεία: Τέλος, στο τέταρτο μέρος και σε έξι κεφάλαια,
καλύπτονται επιλεγμένες τομεακές πολιτικές στην υγεία, όπως η δημόσια υγεία, η
πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, η ποιότητα και η διοίκηση στη δευτεροβάθμια περίθαλψη,
η διαχείριση της βιοϊατρικής τεχνολογίας, η αγορά του φαρμάκου και η φαρμακευτική
πολιτική και η πολιτική για την ψυχική υγεία.
Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
περιλαμβάνει εννέα κεφάλαια, τα οποία καλύπτουν όλο το φάσμα της φαρμακευτικής πολιτικής, με έμφαση στην ελληνική πραγματικότητα.
Επιμελητηρίου Healthworld - «Μεταρρυθμίσεις Συστημάτων Υγείας: (ιεθνής Εμπειρία
και Ελληνική Πραγματικότητα», διαρθρώνεται σε τρία μέρη και δεκατέσσερα κεφάλαια.
Το πρώτο μέρος επιχειρεί να προδιαγράψει τις συνθήκες που καθιστούν ένα
μεταρρυθμιστικό εγχείρημα τόσο αναγκαίο όσο και κυρίως επιτυχημένο, αναζητώντας τις
προκλήσεις αλλά και τις δυνατότητες που διαμορφώνονται για την αναμόρφωση ενός
σύγχρονου συστήματος υγείας. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στη διεθνή εμπειρία, και
ειδικότερα στον καθοριστικό ρόλο που καλείται να διαδραματίσει ο ιδιωτικός τομέας
υγείας αλλά και η ιατρική κοινότητα στο σύνολό της στη νέα πραγματικότητα που
διαμορφώνεται για τα συστήματα υγείας.
Το δεύτερο μέρος ανοίγει το διάλογο σε ένα ιδιαίτερα επίκαιρο και επίμαχο θέμα για την
οικονομία της υγείας διεθνώς, τη φαρμακευτική περίθαλψη. Ειδικότερα, πραγματεύετει
τις μεθόδους και το ρυθμιστικό πλαίσιο ελέγχου της προώθησης των φαρμακευτικών
σκευασμάτων, αναζητώντας τις βασικές διαφορές που υφίστανται μεταξύ της
ευρωπαϊκής και της αμερικανικής εμπειρίας και υπογραμμίζοντας το ρόλο που θα
μπορούσε η ίδια η φαρμακευτική βιομηχανία να διαδραματίσει στην επίτευξη μιας
«ισορροπίας», μέσω της «αυτορρύθμισης» (self regulation) των πρωτοβουλιών της.
Το τρίτο μέρος μεταφέρει τη συζήτηση στην ελληνική πραγματικότητα του υγειονομικού
τομέα. Μέσα από την αξιολόγηση των προκλήσεων που αντιμετώπισε η πρόσφατη
μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία στη χώρα αλλά και των μέχρι τώρα αποτελεσμάτων
αναδεικνύονται νέες διαστάσεις που σχετίζονται τόσο με αυτήν καθεαυτή τη λειτουργία
του συστήματος υγείας, όσο και με την επίδραση εξωγενών ως προς αυτό παραγόντων.
Τέλος, στο παράρτημα του τόμου, παρατίθενται αυτούσιες οι παρουσιάσεις των
ομιλητών, προκειμένου να υποστηριχθεί κατά το δυνατόν πληρέστερα το περιεχόμενο
των εισηγήσεων.
τέσσερις διαστάσεις - ενότητες. Η πρώτη επιχειρεί την εννοιολογική οριοθέτηση της
ποιότητας στις υπηρεσίες υγείας με την ανάπτυξη επτά κεφαλαίων, τα οποία
πραγματεύονται την ποιότητα σε σχέση με την ποσότητα των υπηρεσιών υγείας
(κεφάλαια 1 και 2), την κλινική διακυβέρνηση και τον κλινικό έλεγχο (κεφάλαια 3 και 4),
τη διαπίστευση των υπηρεσιών υγείας (κεφάλαιο 5), την οπτική των οικονομικών της
17
υγείας σε σχέση με την ποιότητα (κεφάλαιο 6) και τους γενικότερους παράγοντες που
επηρεάζουν την ποιότητα της περίθαλψης (κεφάλαιο 7).
Η δεύτερη ενότητα, αποτελείται από τέσσερα κεφάλαια (8 – 11) και επικεντρώνεται στη
μελέτη της ποιότητας στη νοσοκομειακή φροντίδα. Ειδικότερα, το κεφάλαιο 8
αναφέρεται στα προγράμματα ολικής ποιότητας στα νοσοκομεία, το κεφάλαιο 9 στους
δείκτες αξιολόγησης της ποιότητας, ενώ τα κεφάλαια 10 και 11, εξειδικεύουν τη μελέτη
στη διαχείριση ολικής ποιότητας στον εργαστηριακό τομέα και στις μονάδες εντατικής
θεραπείας αντίστοιχα.
Η τρίτη ενότητα αποτελείται από δύο κεφάλαια (12-13), τα οποία προσεγγίζουν την
ποιότητα των υπηρεσιών υγείας σε σχέση με την ασφάλιση υγείας και την πρωτοβάθμια
φροντίδα υγείας αντίστοιχα, ενώ η τέταρτη ενότητα (κεφάλαια 14-15), εξετάζει το
ζήτημα της ικανοποίησης των χρηστών από τη νοσοκομειακή φροντίδα, σε θεωρητική
και εμπειρική βάση.
του συστήματος υγείας, καθώς και των προνοιακών δομών στην Ελλάδα, με την
επεξεργασία των τελευταίων διαθέσιμων στοιχείων. Περιλαμβάνει ανάλυση των
γενικότερων οικονομικών δεδομένων της χώρας, των δημογραφικών εξελίξεων, του
τρόπου ζωής και των δεικτών υγείας, της οργάνωσης και διοίκησης του συστήματος
υγείας, των μηχανισμών χρηματοδότησης και των δαπανών υγείας, καθώς και των δομών
δημόσιας υγείας και των προνοιακών υπηρεσιών. Η έκδοση, προσεγγίζει κατά κύριο
λόγο περιγραφικά αλλά και κριτικά τα παραπάνω πεδία, με στόχο την επισήμανση και
αξιολόγηση των μεταβολών οι οποίες συντελέστηκαν στο σύστημα υγείας στην Ελλάδα,
μετά τις τελευταίες διοικητικές τομές.
επίλυση του προβλήματος του υπολογισμού των δαπανών υγείας στη χώρα μας. Σκοπός
της, είναι η δημιουργία ενός υποδείγματος συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων που
αφορούν στην αποτίμηση των διατιθέμενων πόρων για την υγεία και η αξιοποίηση των
πληροφοριών που θα προκύψουν, στη χάραξη της πολιτικής υγείας.
Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος, εξετάζει τις διαστάσεις του
μεθοδολογικού προβλήματος, μέσα από την ανάλυση του προτεινόμενου συστήματος
λογαριασμών υγείας του ΟΟΣΑ, της ελληνικής εμπειρίας των δεδομένων των Εθνικών
Λογαριασμών και της προσέγγισης των δαπανών υγείας από τις Έρευνες Οικογενειακών
Προϋπολογισμών της ΕΣΥΕ.
Το δεύτερο μέρος, κατ’ αρχήν εμβαθύνει στην επίλυση των μεθοδολογικών
προβλημάτων στη μέτρηση και καταλήγει σε εκτιμήσεις για τη διάρθρωση μεταξύ
δημοσίων και ιδιωτικών δαπανών και τη σύνθεσή τους ανά υποομάδα φροντίδας υγείας.
Στη συνέχεια, περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο οι οικονομικοί δείκτες μπορούν να
αποτελέσουν εργαλείο για την χάραξη της εθνικής πολιτικής για την υγεία, ενώ επιπλέον
επιχειρείται η σύνδεση των δαπανών υγείας με την πορεία και την ανταγωνιστικότητα
της ελληνικής οικονομίας. Τέλος, προσεγγίζονται κριτικά οι προτεραιότητες της
υγειονομικής πολιτικής στην Ελλάδα, και κατατίθενται προτάσεις για την υιοθέτηση
μιας νέας αντίληψης κατά την οριοθέτηση των στόχων του συστήματος.
18
Με την έκδοση αυτή, επιχειρείται η παρουσίαση όλων των πτυχών που συνδέονται με το
ζήτημα των δαπανών υγείας στην Ελλάδα, από τη μεθοδολογία εκτίμησης και ανάλυσης
των πηγών, έως την εξασφάλιση της δυνατότητας της εθνικής πολιτικής υγείας για
αποδοτική χρήση και κατανομή των - σπάνιων - οικονομικών πόρων στο σύστημα.
συστήματα υγείας με έμφαση στις παρεμβάσεις για τον έλεγχο του κόστους, την
εισαγωγή ενός διευθυνόμενου ανταγωνισμού και την ενίσχυση του ρόλου των ασθενών.
Επιπλέον, αναδεικνύεται ο ρόλος του τρίτου τομέα στη χρηματοδότηση και την παροχή
υπηρεσιών υγείας και αναλύεται η αντίστοιχη ελληνική εμπειρία. Το άρθρο προτείνει την
επέκταση τέτοιων σχημάτων ως απάντηση στα προβλήματα βιωσιμότητας του
συστήματος ασφάλισης-χρηματοδότησης και παροχής υπηρεσιών υγείας στη χώρα.
κοινωνικοοικονομικές διαφοροποιήσεις σε επίπεδο περιφερειών. Συγκρίνει τους δείκτες
θνησιμότητας και νοσηρότητας, με τους δείκτες προσφοράς υπηρεσιών υγείας και 34 βασικούς δείκτες κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης (ανεργία και κατά κεφαλήν ΑΕΠ). Η υπόθεση ότι οι κοινωνικοοικονομικές διαφοροποιήσεις των πληθυσμών διαφορετικών
περιφερειών συνεπάγονται διαφοροποιήσεις στην προσφορά υπηρεσιών υγείας
επιβεβαιώνεται για τις περισσότερες περιφέρειες, ενώ αντίθετα για πολλές περιφέρειες
δεν προκύπτει αντίστοιχη άμεση σχέση αιτιότητας ως προς το επίπεδο υγείας του
πληθυσμού.
στην προσφορά (αριθμός φορέων και κύκλος εργασιών) και στη ζήτηση (out of pocket
πληρωμές). Εστιάζεται στο θεσμικό πλαίσιο συγκρότησης του ιδιωτικού τομέα, στις
ανεπάρκειες του Εθνικού Συστήματος Υγείας και στην ικανοποίηση των πολιτών από τις
προσφερόμενες υπηρεσίες.
Σύστημα Υγείας. Επισημαίνει το πρόβλημα των ελλείψεων σε νοσηλευτικό προσωπικό
και σε συγκεκριμένες ιατρικές ειδικότητες, παράλληλα με την ύπαρξη φαινομένων
ιατρικού πληθωρισμού. Καταλήγει στη διαπίστωση ότι απαιτείται μια συνολική
αναδιοργάνωση του συστήματος «παραγωγής» στελεχών για τις υπηρεσίες υγείας, καθώς
και αναβάθμιση της ποιότητας εκπαίδευσης και κατάρτισης.
και ερευνά τις επιπτώσεις του στον όγκο της ζήτησης και στη διαμόρφωση των
πραγματικών τιμών στην εν λόγω αγορά. Οι ατέλειες της αγοράς των υπηρεσιών υγείας,
δημιουργούν στρεβλώσεις στην αποτίμηση των προσφερομένων υπηρεσιών, ενώ απ’ την
άλλη η αδυναμία ελέγχου της ζήτησης, επιτρέπει την αυτόματη προσαρμογή της αγοράς
στις οικονομικές προσδοκίες των συμμετεχόντων, δηλαδή στη διαμόρφωση νέων τιμών.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την επιβάρυνση των ατομικών εισοδημάτων - μέσω των
οποίων καλύπτεται η ανισορροπία των θεσμοθετημένων και των πραγματικών τιμών -
και κατ’ επέκταση την αποασφάλιση των πολιτών.
επεξεργασία διαθέσιμων στοιχείων των ασφαλιστικών ταμείων, καθώς και με παραδοχές
από την εμπειρική πραγματικότητα που αφορούν στην αξία των οδοντιατρικών
υπηρεσιών που παρέχονται από το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Οι παραδοχές αυτές
λαμβάνουν υπόψη τον αριθμό των οδοντιάτρων, τη μέση ετήσια αμοιβή τους και το
33
λειτουργικό κόστος των φορέων στους οποίους δραστηριοποιούνται. Το κύριο
συμπέρασμα αφορά στην ολοένα και μικρότερη συμμετοχή του δημοσίου στην κάλυψη
των αναγκών των πολιτών για οδοντιατρική φροντίδα.
μας το διάστημα 1989-2000, αποσκοπώντας στην αποτύπωση της φυσιογνωμίας του
συστήματος υγείας και στην διερεύνηση των προβλημάτων χρηματοδότησης. Η κύρια
διαπίστωση αφορά στο ότι οι δαπάνες υγείας στο σύνολό τους κινούνται σε υψηλά ως
προς το ΑΕΠ επίπεδα τα οποία υπερβαίνουν τον αντίστοιχο μέσο όρο των χωρών του
ΟΟΣΑ, με ένα ιδιαίτερα όμως υψηλό ποσοστό να είναι ιδιωτικές out of pocket πληρωμές.
Αυτό μετακυλύει το κόστος των υπηρεσιών στα ατομικά εισοδήματα, ακυρώνοντας
ουσιαστικά την ασφαλιστική κάλυψη.
Από την ανάλυση της σύνθεσης των δαπανών ανά φροντίδα υγείας, προκύπτει μια
δημόσια υποχρηματοδότηση της πρωτοβάθμιας φροντίδας, αφού το κύριο βάρος των
δημόσιων οικονομικών πόρων απορροφάται από τη νοσοκομειακή περίθαλψη. Αντίθετα,
οι ιδιωτικές δαπάνες κινούνται αντίστροφα, καλύπτοντας ουσιαστικά τα κενά της
δημόσιας χρηματοδότησης στην πρωτοβάθμια φροντίδα. Όσο αφορά στις φαρμακευτικές
δαπάνες, αυτές παρουσιάζουν μια ελεγχόμενη πορεία, καθιστώντας τη συγκεκριμένη
φροντίδα πιο ελκυστική για τους χρήστες.
μας και τις συνδέει με το επίπεδο υγείας και την διάρθρωση των υγειονομικών πόρων
στις διάφορες περιφέρειες. Ειδικά, αναλύονται οι περιφέρειες του Βορείου Αιγαίου και
της Κρήτης, απ’ όπου προκύπτουν σημαντικές διαφοροποιήσεις, οι οποίες επιβεβαιώνουν
την αρχική υπόθεση εργασίας, ότι δηλαδή τόσο το επίπεδο υγείας, όσο και ο τρόπος
παροχής των φροντίδων υγείας, αντανακλούν τη γενικότερη κοινωνικοοικονομική
ανάπτυξη σε τοπικό-περιφερειακό επίπεδο.
πόρους.
Παράλληλα με τα αποτελέσματα των παραπάνω τεχνικών, αναπτύσσεται η έννοια του δημόσιου χαρακτήρα της υγείας, στα πλαίσια της ικανοποίησης του κοινωνικού οφέλους.
Στο πλαίσιο αυτό, οι έννοιες παραγωγικότητα και αποδοτικότητα απαιτούν μια ειδική προσέγγιση πέρα από την καθιερωμένη, που άλλωστε βασίζεται σε κριτήρια του ιδιωτικού τομέα. Υπό το πρίσμα των παραπάνω παρατηρήσεων, θεωρείται πως η επίτευξη της αποδοτικότητας μπορεί να αποτελέσει στόχο της διοίκησης-διαχείρισης του δημόσιου νοσοκομείου - χωρίς να αναιρείται η αρχή της ισότητας στην πρόσβαση και τη χρησιμοποίηση των υπηρεσιών του - αν εκληφθεί ως προσπάθεια ορθολογικής 32 κατανομής των πόρων και ελαχιστοποίησης του κόστους του παραγόμενου - και ισότιμα προσφερόμενου - αγαθού / υπηρεσίας.
διαθέσιμες νοσοκομειακές κλίνες καλύπτονται κυρίως λόγω των αυτόματων λειτουργιών
της προκλητής ζήτησης και λιγότερο λόγω της αύξησης των αναγκών των πολιτών για
νοσηλεία - στο ελληνικό σύστημα υγείας.
Η ισχύς του νόμου του Roemer στο ελληνικό σύστημα υγείας, επιβεβαιώνεται σε ότι
αφορά τη συσχέτιση της ζήτησης για ημέρες νοσηλείας, με τον αριθμό των γιατρών, τον
αριθμό των νοσοκομειακών κλινών και το ΑΕΠ, ενώ αντίθετα, η γήρανση και η
βαρύτητα των περαστικών όπως εκφράζεται από τη μέση διάρκεια παραμονής, δεν
εμφανίζουν θετική συσχέτιση με τις ημέρες νοσηλείας και τους εξελθόντες ασθενείς.