Location via proxy:   [ UP ]  
[Report a bug]   [Manage cookies]                
Ο επενδύτης τΟύ ιερΟλΟχιτη ΚωνςταντινΟύ ΞενΟΚρατΟύς Ν. Ζυγούρη, Ιστορικός Ένα χρόνο πριν το τέλος του 19ου αιώνα, το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο υποδέχθηκε στις Συλλογές του, τον επενδύτη της στολής του ιερολοχίτη Κωνσταντίνου Ξενοκράτους (1803-1876). O επενδύτης μαζί με ένα όπλο και μέρη της εθνικής ενδυμασίας του αγωνιστή1, δωρίθηκαν στο Μουσείο με τη διαμεσολάβηση της Ελληνικής Πρεσβείας της Ρουμανίας, από την εκεί διαβιούσα οικογένειά του. Στο Αρχείο της ΙΕΕΕ διασώζεται η σχετική με την παράδοση της δωρεάς αλληλογραφία2 καθώς και η ευχαριστήρια επιστολή του Προέδρου και Γενικού Γραμματέα της ΙΕΕΕ προς την εκπρόσωπο της οικογενείας Φωτεινή Ι. Ξενοκράτους3. Από τα πρακτικά της ΙΗ΄ Γενικής Συνελεύσεως του 1899, φαίνεται ότι η υποδοχή του κειμηλίου αυτού και η παρουσίασή του στους Εταίρους της ΙΕΕΕ είχε γίνει με θερμά λόγια από τον Έφορο του Μουσείου Κωνσταντίνο Ράδο4, ο οποίος το χαρακτήρισε ως «το λαμπρότατον των φετινών αποκτημάτων» τονίζοντας «ότι επρόκειτο να αποτελέσει την αρχή της Συλλογής των Στρατιωτικών Στολών του Μουσεί- 1 2 3 4 Η δωρεά έχει καταγραφεί στον κατάλογο εισαγωγής με τους αριθμούς από 1722 έως 1729. Αρχείο Ιστορικών Εγγράφων ΙΕΕΕ έγγρ. με αρ. πρωτ. εισερχομένων 161 στις 13/4/1899. Αποστολέας Ι. Αλεξανδρόπουλος επιτετραμμένος της Ελληνικής Βασιλικής Πρεσβείας της Ρουμανίας Αρχείο Ιστορικών Εγγράφων ΙΕΕΕ εγγρ. αρ. πρωτ. εξερχομένων 166 20/4/1899. Στην επιστολή αυτή αρχικά η Εταιρεία επιβεβαιώνει ότι παρέλαβε τα κειμήλια (τον επενδύτη, τη φουστανέλα του, τη φέρμελη, δύο πεσλιά, ένα ζεύγος τουζλουκίων, ένα ζεύγος τσαρουχιών, τρεις ζώνες, ένα φέσι και μία πάλα) και στη συνέχεια παρέχει τη διαβεβαίωση ότι τα κειμήλια αυτά θα εκτεθούν στο Μουσείο της Εταιρείας «θέλουσι δε αναπολεί εις την μνήμην των θεατών το όνομα του ανδρός αγωνισθέν υπέρ πατρίδος και εθνικού ευεργέτου». Στο τέλος της επιστολής μαζί με τις ενθέρμους ευχαριστίες της, η Εταιρεία εκφράζει την ευχή, αν είναι δυνατόν, να της αποσταλεί εν καιρώ και μια προσωπογραφία του Αγωνιστή. Στο Μουσείο κατατέθηκε και η φωτογραφία του Κωνσταντίνου Ξενοκράτους με τη στολή του ιερολοχίτη. Ο Κωνσταντίνος Ράδος (1862-1931) υπήρξε μέλος της ΙΕΕΕ από το 1895 και συνέβαλε καθοριστικά στη δημιουργία και διαμόρφωση του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (αποφοίτησε το 1885) και ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο Βουκουρέστι και το Παρίσι, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτορας το 1915. Εργάστηκε από το 1895 ως καθηγητής Ναυτικής Ιστορίας στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και, μετά την εκπόνηση του διδακτορικού του στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (1912-1916), ως έκτακτος καθηγητής στην έδρα Γενικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1924 παραιτήθηκε και από τις δύο θέσεις και ασχολήθηκε με τη συγγραφή. Μερικά από τα έργα του που θα χρησιμοποιηθούν σε αυτή την μελέτη είναι τα ακόλουθα: Ο Ιερός Λόχος και η εν Δραγατσανίω Μάχη, Εισβολή του Υψηλάντου εις Μολδοβλαχία και έναρξις του Ιερού Αγώνος. 53 Εικ. 1. Ο Κωνσταντίνος Ξενοκράτης ενδεδυμένος τον επενδύτη του ιερολοχίτη. Φωτογραφικό Αρχείο ΕΙΜ. Ο Κωνσταντίνος Ξενοκράτης (18031876) γεννήθηκε στο Σαμάκοβο της Ανατολικής Θράκης. Μικρός σε ηλικία μετανάστευσε μαζί με τα αδέλφια του Πασχάλη, Θεόδωρο και Αθανάσιο στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας. Εκεί δραστηριοποιήθηκαν στις επιχειρήσεις και στη γεωργία και απέκτησαν σημαντική περιουσία. Όλα τα αδέλφια προεπαναστατικά μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία. Με την έναρξη του Αγώνα, ο ίδιος σε ηλικία 18 ετών και ο αδελφός του ο Πασχάλης λίγο μεγαλύτερος κατατάχθηκαν στον Ιερό Λόχο. Πολέμησαν μαζί στη μάχη του Δραγατσανίου και στη μάχη του Σκουλενίου. Στη δεύτερη ο αδελφός του σκοτώθηκε. Ο ίδιος τιμούσε τη μνήμη των ιερολοχιτών μέχρι τα βαθιά του γεράματα, φορώντας τη στολή αυτή σε κάθε επέτειο της 25ης Μαρτίου. Υπήρξε ευεργέτης του Ελληνισμού αφού φρόντισε να αναγερθεί σχολείο στη γενέτειρά του και ίδρυσε το Ξενοκράτειο Παρθεναγωγείο στο Μεσολόγγι. Επίσης ίδρυσε Ξενοκράτειο Νοσοκομείο στο Βουκουρέστι. A B Εικ. 2. Ο επενδύτης του Κωνσταντίνου Ξενοκράτους. Α) όψη μπροστά Β) όψη πίσω. Διαστάσεις χιτωνίου: Μήκος: 0,97μ. Περιφέρεια: 1μ. Μέση: 0,58 Γιακάς: 0,03μ. Μανίκι 0,63μ. (ΕΙΜ αρ. εισ. 1722). Εικ. 3. Η μάχη του Δραγατσανίου// Lupta de la Dragasani. H λιθογραφία φέρει δίγλωσσο υπομνηματισμό στη Ρουμανική και Ελληνική Γλώσσα. Εδώ, παραθέτω τον ελληνικό υπομνηματισμό της εικόνας ολοκληρωμένο μια και στην παρούσα εικόνα είναι κατεστραμμένο ένα μικρό μέρος του: Η υπέρ της ανεξαρτησίας της Ελλάδος μάχη του Ιερού Λόχου κατά των Οθωμανών εγένετο εν Ρουμανία εν τη κοιλάδι της Κωμοπόλεως του Δραγατσανίου κατά το έτος 1821 Ιουνίου 7. Υπό του Αρχηγού αυτού Α. Υψηλάντη και του Συνταγματάρχου Σούτζου ωργανώθη εις τακτικός λόχος εκ 800 νέων ευγενών Ελλήνων εκ Ρουμανίας και Βλαχίας οίτινες μετά την επιστροφήν αυτών εκ των Σχολείων της Γερμανίας και Γαλλίας έλαβον τα όπλα δια να αγωνισθώσι εναντίον πενταπλασίου Οθωμανικού ιππικού συγκειμένου εκ τριών πασάδων: του Βιδινίου, της Νικοπόλεως και του Ρουστσούκ. Ως μάρτυρες της χριστιανικής πίστεως της Πατρίδος, ως Σπαρτιάται εις τας Θερμοπύλας, εδέχθησαν με χαράν και ηρωϊσμόν τον θάνατον και έλαβον τον στέφανον της δόξης. Εν τη μάχη ταύτη ευρίσκομαι εγώ και ο υπεραγαπητός μου αδελφός Νικόλαος Α. Παπάζογλου με τους ήρωας των Ελλήνων. Η λιθογραφία αποτελεί αντίγραφο του πρωτοτύπου που δημοσιεύθηκε το 1822 στη Βιέννη με Εκδότη-Συνθέτη τον Αντισυνταγματάρχη Δ.Α. Παπάζογλου. Εθνικό Μουσείο Ιστορίας της Ρουμανίας (αρ. εισ. 32761). National History Museum of Romania (inv. numb. 32761). Εικ. 4. Το πορτραίτο του Αλ. Υψηλάντη με τη στολή του Ιερού Λόχου. Λάδι σε μουσαμά Διον. Τσόκου/ Ζακυνθίου 1862 (ΕΙΜ, αρ. κατ. 226). Εικ. 5. Το πορτραίτο του Αλ. Υψηλάντη. Λάδι σε μουσαμά. By Rippingille, Athens 1853 (ΕΙΜ, αρ. κατ. 5408). Ν. ΖΥΓΟΥΡΗ ου» (Δελτίο ΙΕΕΕ, Ε, Πεπραγμένα 1899)5. Άλλωστε η απόφαση αυτή ήταν και ιστορικά δικαιολογημένη, αφού ο Ιερός Λόχος υπήρξε το πρώτο τακτικό στράτευμα της Νεότερης Ελλάδος. Μάλιστα, ο ίδιος ο Κ. Ράδος αφού έκανε την επισήμανση ότι η στολή του Κωνσταντίνου Ξενοκράτους ήταν ελλιπής, έδωσε την πληροφορία ότι μπορούσε κανείς να δει ολοκληρωμένη τη στολή του ιερολοχίτη, μόνο στη Συλλογή Παπάζογλου6 η οποία είχε αγορασθεί «πρόσφατα» (τέλη 19ου αι.) από τη Ρουμανική Κυβέρνηση και επρόκειτο να τοποθετηθεί σε ξεχωριστό, αφιερωμένο σε αυτήν, διαμέρισμα στο Μουσείο του Βουκουρεστίου. Η πληροφορία αυτή με ώθησε να ερευνήσω για το αν υπάρχει σήμερα -120 χρόνια μετά- η Συλλογή Παπάζογλου και ειδικότερα η στολή του ιερολοχίτη, σε κάποιο από τα Μουσεία του Βουκουρεστίου. Δυστυχώς, μετά από επικοινωνία τόσο γραπτή όσο και τηλεφωνική με τους υπεύθυνους του Εθνικού Μουσείου Ιστορίας της Ρουμανίας, του Μουσείου της Πόλεως του Βουκουρεστίου αλλά και του Στρατιωτικού Μουσείου στο Βουκουρέστι υπήρξαν μόνο αρνητικές απαντήσεις7 και φαίνεται πως η Συλλογή του Έλληνα της Ρουμανίας Δημητρίου Α. Παπάζογλου8, η οποία σύμφωνα με τα όσα είχαν ειπωθεί από τον 5 6 7 8 Ακολούθως αναφέρει ότι επρόκειτο να χρησιμεύσει ως αρχή της Συλλογής Στρατιωτικών Ενδυμασιών, για την Ελλάδα εκφράζοντας παράλληλα τη δυσάρεστη διαπίστωση ότι ήδη το Υπουργείο Στρατιωτικών δεν είχε στη διάθεσή του ούτε δείγμα από τις στολές του ελληνικού στρατεύματος μέχρι και την εποχή των τελευταίων αλλαγών που έγιναν στη στρατιωτική ενδυμασία όταν υπουργός ήταν ο Σπυρομήλιος (1867). Πρόκειται για τον Δ.Α. Παπάζογλου ο οποίος μαζί με τον αδελφό του Νικόλαο συμμετείχε στον Ιερό Λόχο και πολέμησε στη μάχη του Δραγατσανίου γεγονός που επισημαίνεται στον υπομνηματισμό της λιθογραφίας που ο ίδιος εξέδωσε και συνέθεσε το 1822 στη Βιέννη. Ο Κων. Ράδος επισημαίνει ότι ζήτησε από λόγιο Έλληνα του Βουκουρεστίου να περιγράψει επακριβώς τα αντικείμενα της συλλογής του Παπάζογλου και να αποστείλει την έκθεσή του στην Εταιρεία, για να τα έχουν στη διάθεσή τους οι ερευνητές που ασχολούνται με την περίοδο της Επανάστασης και των ελληνικών ηγεμονιών στη Μολδοβλαχία (Δελτίο ΙΕΕΕ Ε΄, Πεπραγμένα 1899). Δυστυχώς στο Αρχείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας δεν υπάρχει παρόμοια Έκθεση και υποθέτουμε ότι δεν ολοκληρώθηκε η προσπάθεια αυτή. Παραθέτω τα ονόματα των αρμοδίων των Μουσείων του Βουκουρεστίου στους οποίους απευθύνθηκα μέσα στο 2010 και μου απάντησαν μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ευχαριστώντας τους για άλλη μια φορά για την άμεση απάντηση στο ερώτημα εάν φιλοξενείται στις συλλογές των Μουσείων τους η Συλλογή Δ. Α. Παπάζογλου η οποία περιείχε τη στολή του ιερολοχίτη. Σύμφωνα με τις απαντήσεις τους η στολή του ιερολοχίτη δεν υπάρχει στις Συλλογές των Μουσείων τους. Από το Μουσείο της Πόλεως του Βουκουρεστίου απάντησε ο διευθυντής του, κος Ionel Ionita. Από το Εθνικό Μουσείο Ιστορίας της Ρουμανίας, ο κος Alexander Badesku. Από το Στρατιωτικό Μουσείο στο Βουκουρέστι ο υπεύθυνος Στρατιωτικών Στολών, κος Horia Serbanesku. O Δημήτριος Α. Παπάζογλου ήταν Έλληνας της Ρουμανίας. Το όνομα Παπάζογλου αναφέρεται από τον Αλέξανδρο Σούτσο στην Histoire de Revolution Grecque σ.57, όπου φαίνεται ότι στις 6 Μαρτίου ο Αλ. Υψηλάντης μαζί με τον αδελφό του Νικόλαο και μια μικρή συνοδεία ταξίδεψε από το Κισνόφ προς Μολδαβία. Στις 7 Μαρτίου έφθασε στο Σκουλένι όπου αφού διέσχισε τα παγωμένα νερά του Προύθου σταμάτησε στο απομονωμένο σπίτι κάποιου Παπάζογλου όπου τον περίμενε ο Γεράσιμος Ορφανός με καμιά τριανταριά εταιριστές. Ίσως εδώ να πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο ή συγγενικό του Δ. Παπάζογλου. Το βέβαιο είναι ότι όταν κηρύχτηκε η Επανάσταση κατατάχτηκε μαζί με τον αδερφό του Νικόλαο στον Ιερό Λόχο του Υψηλάντη. Στη μάχη του Δραγατσανίου πολέμησε ηρωικά και είδε τον αδερφό του να σκοτώνεται. Χάρις τη δική του φροντίδα όταν ο ίδιος ήταν πια σε μεγάλη ηλικία μεταφέρθηκαν τα οστά 15 έως 17 ιερολοχιτών από το πεδίο της Μάχης του Δραγατσανίου και ενταφιάστηκαν σε κοινό τάφο στο νεκροταφείο της Πολίχνης της περιοχής. Τον Ιούνιο του 1884 οι Έλληνες της Ρουμανίας με πρωτοβουλία της συντακτικής επιτροπής της ελληνικής εφημερίδος Σύλλογοι ανέγειραν γλυπτό μνημείο στην πεδιάδα του Δραγατσανίου. Στο Δελτίο της Εστίας του 1885 διαβάζουμε σε σχετική ανταπόκριση από το Βουκουρέστι για την ανέγερση του μνημείου μεταξύ άλλων «Σύγχρονος της μεγαλουργού εκείνης γενεάς γέρων, ακμαίος όμως τα αισθήματα διατηρών, ο εν αποστρατεία αντισυνταγματάρχης του ρουμανικού στρατού κ. Δ. Παπάζογλους, ου ο πρεσβύτερος αδελφός Νικόλαος συγκαταλέγεται μεταξύ των ανδρείων πεσόντων εκεί, αποταθείς εις την Σύνταξιν της εν Βουκουρεστίω εφημερίδος «Σύλλογοι» επρότεινε αυτή όπως αναλάβη την δι’ εισφοράς ανέγερσιν μνημείου.» Το εν Δραγατσανίω μνημείον του Ιερού Λόχου. Από το Δελτίον της Εστίας Αρ. 449 4/8/1885. Το μνημείο φιλοτέχνησαν από μαύρο πεντελικό μάρμαρο οι Τήνιοι καλλιτέχνες, που διέμεναν τότε στο Βουκουρέστι, Χαλεπάς και Λαμπαδίτης. Το μνημείο έχει συνολικά ύψος 7 μέτρων Στην κύρια όψη του στηλοβάτη του υψώνεται μονόλιθος 5 μέτρων με ανάγλυφο σταυρό επί της ημισελήνου και από κάτω το σήμα των ιερολοχιτών. Στο κέντρο του στηλοβάτη εν μέσω ανάγλυφου στεφάνου δάφνης φαίνεται με χρυσά γράμματα η επιγραφή: ΔΙΑΒΑΤΑ ΑΓΓΕΛΟΥ ΟΤΙ ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΜΕΘΑ ΥΠΕΡ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΑΓΩΝΙΣΑΜΕΝΟΙ/ ΒΑΣΙΛΕΥΟΝΤΟΣ ΚΑΡΟΛΟΥ Α ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΜΝΗΜΕΙΟΝ ΤΟΔΕ ΤΟΙΣ ΕΝΤΑΥΘΑ ΑΓΩΝΙΣΑΜΕΝΟΙΣ/ DOMNIND REGELE CAROL I S’ ARIDICAT ACEST MONUMENT IN MEMO- 57 Ο ΕΠΕΝΔΥΤΗΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΛΟΧΙΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΞΕΝΟΚΡΑΤΟΥΣ Κ. Ράδο περιείχε και τη στολή του ιερολοχίτη, σήμερα λανθάνει. Ωστόσο, η πληροφορία που με ενθουσιασμό μετέφερε ο Ράδος, πρέπει να ήταν ακριβής αφού ο ίδιος ήταν ένας από τους κυριότερους ερευνητές της ιστορίας του Ιερού Λόχου (Ράδος, 1919 & 1921) και στο προσωπικό του αρχείο διαφαίνονται οι συχνές επαφές του τόσο με τον ελληνισμό και τον ελληνικό τύπο της Ρουμανίας, όσο και με το πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου9. Άλλωστε ο ίδιος ο αντισυνταγματάρχης του ρουμανικού στρατού και πρώην ιερολοχίτης Δημήτριος Α. Παπάζογλου ήταν μια εξέχουσα προσωπικότητα της ελληνικής κοινότητας της Ρουμανίας. Ο ίδιος φρόντισε 60 περίπου χρόνια μετά την έναρξη της ελληνικής επανάστασης,να περισυλλεγούν από το πεδίο της μάχης και να ταφούν τα οστά των ιερολοχιτών που έπεσαν στο Δραγατσάνι. Πρωτοστάτησε, επίσης, στην προσπάθεια να στηθεί στα 1884 στον τόπο αυτό, μνημείο προς τιμήν τους. Επομένως, ήταν ένα πρόσωπο αναγνωρίσιμο από τον ελληνισμό της Ρουμανίας και οι διασωθείσες από τον Ράδο πληροφορίες για τη συλλογή του, πρέπει να ήταν διασταυρωμένες από τον κύκλο των Ελλήνων της Ρουμανίας, που στήριζαν το έργο του. Αν και η αρχική προσπάθεια έρευνας στα μουσεία του Βουκουρεστίου δεν οδήγησε προς το παρόν στον εντοπισμό της στολής, ωστόσο, από την επικοινωνία μου με το Εθνικό Μουσείο Ιστορίας της Ρουμανίας, εντόπισα τη λιθογραφία10 (εικ.3) με τη μάχη του Δραγατσανίου, την οποία επιμελήθηκε και εξέδωσε ο ίδιος ο Δημήτριος Α. Παπάζογλου στη Βιέννη το 1822. Η λιθογραφία αυτή αποτελεί μοναδική εικονική μαρτυρία ενός αυτόπτη μάρτυρα, για τη στολή του ιερολοχίτη. Άλλες λιθογραφίες στις οποίες αποτυπώνεται η στολή του Ιερού Λόχου είναι οι πολύ γνωστές ασπρόμαυρες λιθογραφίες από το λεύκωμα του ακαδημαϊκού ζωγράφου Peter von Hess (εικ.6,7) καθώς και τέσσερις ακόμη λαϊκές εικόνες τρεις γερμανικές (εικ.8,9) (Τσούλιος: 51,53) και μία γαλλική (εικ.13) που απεικονίζουν με κάποιες παραλλαγές τη στολή του ιερολοχίτη κυρίως ως προς την περισκελίδα. Το μόνο γνωστό μέχρι σήμερα κειμήλιο που προέρχεται από τη στολή των μαυροφόρων ιερολοχιτών είναι ο επενδύτης του Ξενοκράτους (εικ.2), που εκτίθεται στη μόνιμη έκθεση του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου. Επομένως, το κειμήλιο αυτό είναι το μόνο που τεκμηριώνει τις περιγραφές που έχουμε για την ενδυμασία του Ιερού Λόχου από τις γραπτές πηγές, και από τις λιθογραφίες της εποχής τους. Πρόκειται για ένα χιτώνιο τύπου litewka11 φτιαγμένο από ολόμαλλο μαύρο ύφασμα. Ο επενδύτης αυτός, ο οποίος διατηρείται σε καλή κατάσταση, διακρίνεται για την τελειότητα στο φινίρισμα του ραψίματος του και για την πολύ καλή ποιότητα του υφάσματός του. Είναι ιδιαίτερα επιμελημένο ρούχο, με σχέδια12 στο γιακά, την πλάτη, τα μανίκια και στο πρόσθιο τμήμα του, χαμηλά διαγώνια-δεξιά και αριστερά του ανοίγματος- στις άκρες του χιτωνίου. Μπροστά στο θώρακα σχηματίζονται με ενιαίο βαμβα- RIA MAPTIRILOR CADUTI ACI IN 1821/ ΤΟΙΣ ΕΝ ΔΡΑΓΑΤΣΑΝΙΩ, ΥΠΕΡ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΠΕΣΟΥΣΙ ΟΙ ΕΝ ΡΟΥΜΑΝΙΑ, ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΝΗΜΕΙΟΝ ΤΟΔΕ ΑΩΠΕ. Το μνημείο αυτό δυστυχώς στα 1905 δέχτηκε βανδαλιστική επίθεση από ομάδα Ρουμάνων αποτέλεσμα του ανθελληνικού κλίματος που καλλιεργήθηκε τότε στη Ρουμανία. Το κλίμα εξομαλύνθηκε μετά από αποστολές ελληνικής συμφιλίωσης στη Ρουμανία σε μία εκ των οποίων πρωτοστατεί στα 1935 ο Αλ. Φιλαδελφέας. Στο σημείο αυτό μπαίνω στον πειρασμό να υποθέσω ότι ίσως σε αυτή την περίοδο έντασης μεταξύ των Ελληνορουμανικών σχέσεων να οφείλεται και η αλλαγή κλίματος ή διάθεσης ως προς τον τρόπο διαχείρισης της Συλλογής Παπάζογλου από τη Ρουμανική κυβέρνηση, και ίσως εκεί να οφείλεται η έλλειψη στοιχείων που έχουν σήμερα τα Μουσεία του Βουκουρεστίου για τη Συλλογή αυτή. Βέβαια για τη στήριξη ή την απόρριψη της παραπάνω υπόθεσης είναι αναγκαία να γίνει συστηματική έρευνα στο μέλλον. 9 Στο Αρχείο Ιστορικών Εγγράφων της ΙΕΕΕ υπάρχει το Αρχείο Κωνσταντίνου Ράδου, το οποίο περιέχει σημειώματα και αλληλογραφία που τεκμηριώνουν τον στενό δεσμό του με τον ελληνισμό της Ρουμανίας 10 Η λιθογραφία αυτή έχει δημοσιευτεί στο βιβλίο του Γιώργου Κ. Σακκά Ιερός Λόχος Αθήνα 1973 σσ 259-260 και του Δημήτρη Σ. Σούτζου Φιλέλληνες των Βαλκανίων στην Επανάσταση του ’21 Αθήνα 1976 σ.330 11 Χιτώνιο της στολής του πρωσικού στρατού και αργότερα του γερμανικού αυτοκρατορικού στρατού. Πρόκειται για ένα στρατιωτικό χιτώνιο που ήταν με παραλλαγές διαδεδομένο στον ρωσικό, αυστριακό, πρωσικό και ουγγρικό στρατό. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο οποίος ήταν αξιωματικός του ρωσικού στρατού, δικαιολογείται να επιλέξει ένα τέτοιου τύπου ένδυμα για το επίλεκτο σώμα του Ιερού Λόχου. 12 Τα σχέδια έχουν γίνει με επίρραψη στριφτής κλωστής τύπου floche. 58 Εικ. 6. Ο Υψηλάντης αναδέχεται την αρχιστρατηγίαν του υπέρ ελευθερίας αγώνος. Peter von Hess. Από το λεύκωμα Berfreiung Griechenlands in XXXIX Bildern entoworfen von Peter Hess. Auf Befehl Sr Majestat Ludwig I. Konigs von Bayem «Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΣ της ΕΛΛΑΔΟΣ» {1852} (ΕΙΜ, αρ. κατ. 7967). Εικ. 7. 400 ιερολοχίται πρόδρομοι του Ιερού Αγώνος πίπτουσι περί το Δραγατσάνιον. Peter von Hess. Από το λεύκωμα Berfreiung Griechenlands in XXXIX Bildern entoworfen von Peter Hess. Auf Befehl Sr Majestat Ludwig I. Konigs von Bayem «Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΣ της ΕΛΛΑΔΟΣ» {1852}(ΕΙΜ, αρ. κατ. 7967). Ο ΕΠΕΝΔΥΤΗΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΛΟΧΙΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΞΕΝΟΚΡΑΤΟΥΣ κερό κορδόνι τα 17 πλεκτά σειρήτια των Μπράδεμπουργκ13 που καταλήγουν στο κούμπωμα του επενδύτη εκατέρωθεν, με θηλιές και 11 μικρά στρογγυλά κουμπιά. Από την περιγραφή του φαίνονται καθαρά οι ενδυματολογικές επιρροές του από τον αυστριακό, πρωσικό και τον ουγγρικό στρατό όπου το ίδιο χιτώνιο συναντάται με παραλλαγές (ως προς το χρώμα, το μέγεθος και τις σειρές των κουμπιών) κυρίως σε στολές του ελαφρού ιππικού του σώματος των Ουσάρων του Nassau & Oldenburg (Brnardic χ.χρ:14) (πράσινη σκούρα στολή) και στολές που συναντά κανείς στο ουγγρικό στρατό14 και αργότερα στο ιππικό άλλων ευρωπαϊκών στρατών όπως και του ελληνικού στρατού. Η στολή του ιερολοχίτη, εκτός από το μακρύ χιτώνιο, είχε την περισκελίδα και το ψηλό χωρίς γείσο κάλυμμα κεφαλής, που σύμφωνα με την περιγραφή που δίνει ο Ράδος έμοιαζε με το κάλυμμα των Ουσάρων. Το κάλυμμα αυτό, έφερε στην κορυφή λευκό λοφίο και ψηλά, τρίχρωμο εθνόσημο με κόκκινο, κυανό15 και λευκό χρώμα. Κάτω από αυτό, μετωπικά, έφερε νεκροκεφαλή με τα δύο οστά χιαστί (από λευκό μέταλλο) σημαίνοντα ελευθερία ή θάνατος σύμφωνα με την περιγραφή του Ηλία Φωτεινού (1846) στο βιβλίο Οι άθλοι της εν Βλαχία Ελληνικής Επαναστάσεως το 1821 έτος, στο εξώφυλλο του οποίου υπάρχει και η σχεδιαστική απεικόνισή του σήματος. Ο ιερολοχίτης είχε για όπλο λογχοφόρο τυφέκιο ενώ έφερε χιαστί, τη δερμάτινη ζώνη με τις μπαλάσκες και γυλιό στην πλάτη. Πολλά ερωτηματικά υπάρχουν ακόμη γύρω από τον εμπνευστή του σώματος του Ιερού Λόχου και της ευρωπαϊκής στολής του. Μελετητές16, αναφέρουν ότι από τους εμπνευστές της δημιουργίας του Ιερού Λόχου πρέπει να ήταν ο Γεώργιος Γεννάδιος17 δάσκαλος της σχολής του Βουκουρεστίου, ο οποί- 13 Από τον Κωνσταντίνο Ράδο έχουμε για πρώτη φορά τον προσδιορισμό των σειρητιών αυτών που παραπέμπουν στις στολές του πρωσικού στρατού του Brundemburg. 14 Ομοιότητες έχει το μακρύ χιτώνιο του Ιερού Λόχου με τον επενδύτη του ουγγρικού στρατού (Dioszegi, 2010: 22-23). 15 Κατά την περιγραφή του Ηλία Φωτεινού το εθνόσημο έφερε κόκκινο, λευκό και κυανό χρώμα. 16 Ο Αλέξανδρος Ραγκαβής στα Απομνημονεύματά του σσ 89-90 γράφει: «Ήν δε πάντων ακατάσχετος ο ενθουσιασμός, ότε μίαν ημέραν ηκούσθη ότι ο διδάσκαλος Γεννάδιος ωργάνωσε λόχον εκ των μαθητών αυτού, τεθείς επικεφαλής των. Αν όχι αυτοί οι ηγεμονόπαιδες, αλλά πολλοί των περί αυτούς ηθέλησαν να ταχθώσιν τότε μεταξύ τω προμάχων εκείνων της ελευθερίας, και αληθώς μετ’ ου πολύ ηκολούθησαν τας σημαίας ουχί μεν του Γενναδίου, διότι ούτος ουδέ κατάλληλος ήν εις στρατολογίαν, ουδ επέμεινεν εις αυτήν, αλλά τας του Ιερού Λόχου, ότε μετά ταύτα συνεκροτήθη υπό του Δρακούλη και του Λασσάνη….». Ο Ξενοφών Αθανασιάδης στο έργο του «Βίος-Έργα-Επιστολαί Γεωργίου Γενναδίου, τ. Α. σελ 24 Παρίσι 1924 αναφέρει: «Ουδεμία απολείπεται αμφιβολία ότι η υπό τον Γεννάδιον Σχολή του Βουκουρεστίου υπήρξεν ο Δούρειος ίππος εκ του οποίου εξήλθον οι ήρωες του Δραγατσανίου. Ου μόνον δ’εξεπαιδεύετο εις το σχολείον εκείνο η ελληνική νεολαία, αλλά και τα αισθήματα αυτής εκαλλιεργούντο κατά τρόπον μη λανθάνοντα τους ιδρυτάς αυτού διότι αν όχι άλλο, ουδείς ηγνόει ότι ο Γεννάδιος είχε διατελέσει συνδιδάσκαλος εν Οδησσώ και στενός φίλος του Λασσάνη του συγγράψαντος τον ενθουσιώδη πατριωτισμόν πνέον δράμα του, το επιγραφόμενον «Ελλάς». Επειδή εις τον ιερόν λόχον συνέρρευσαν και πάμπολλοι των πρώτων εν Οδησσώ μαθητών του Γενναδίου, τον δε Λασσάνην, συνηπειρώτην όντα και συνδιδάσκαλον εκεί χρηματίσαντα, αυτός έθητο επικεφαλής τον Λόχον, ορίσας τους εταίρους των μαθητών αυτού, τον μεν Καντακουζηνόν προγυμναστήν, τους δε Ανδρόνικον και Ρίζον εκατοντάρχας. Αφηγείτο δε καταλεπτώς ταύτα αυτός ο Λασσάνης, Νομάρχης Αττικής γενόμενος…». Επίσης από τον ίδιο συγγραφέα μεταφερόμενο στο έργο του Δ. Γατόπουλου «Αλέξανδρος Υψηλάντης ο εθνικός ήρως του εικοσιένα» σελ 54 αναγράφονται ανάμεσα στις τελευταίες φράσεις που ο Γ. Γεννάδιος είπε στους μαθητές του με δάκρυα στα μάτια στο τελευταίο του μάθημα «…Του ιερού λόχου των Θηβών οι αδερφοί σας φωνάζουν: Μη μας ατιμάσετε! Μιμηθητέ μας! Σας περιμένουμε με ανοικτάς τας αγκάλας». Αφού οι μαθητές του έδωσαν τον ιερό όρκο στη συνέχεια τους ησπάσθη και έκλεισε τη σχολή. 17 Γεώργιος Γεννάδιος (Θράκη 1786-Αθήνα 1854): Λόγιος και παιδαγωγός, Φιλικός και Αγωνιστής του 1821. Το 1797 εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι κοντά σε ένα θείο του ηγούμενο σε ελληνικό μοναστήρι και εκεί παρακολούθησε μαθήματα στην Αυθεντική Ακαδημία με δάσκαλο το Λάμπρο Φωτιάδη. Από το 1804 παράλληλα με τις σπουδές του άρχισε να διδάσκει ελληνικά. Στη συνέχεια πήγε στη Λειψία όπου σπούδασε ιατρική και φιλολογία. Μετά την επιστροφή του στο Βουκουρέστι, o Γεννάδιος χρημάτισε βοηθός του Νεόφυτου Δούκα στη Σχολή του Βουκουρεστίου. Στη συνέχεια πήγε στην Οδησσό όπου πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Ελληνοεμπορικής Σχολής στην οποία και δίδαξε (1817-1820). Το 1820 επέστρεψε στο Βουκουρέστι και αναδιοργάνωσε τη στολή του Βουκουρεστίου. Την εποχή εκείνη ο Γεννάδιος είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρία και ανέπτυξε σημαντική δραστηριότητα στην προπαρασκευή της Ελληνικής Επαναστάσεως. Στάλθηκε μάλιστα στην Τρανσυλβανία για προμή -θεια πολεμοφοδίων και στρατολόγηση ανδρών. Μετά την καταστολή της Επανάστασης στην Μολδοβλαχία, ο Γεννάδιος κατέφυγε στην Οδησσό και από εκεί στη Γερμανία, όπου σπούδασε θεολογία (1822-3). Θερμός πατριώτης με φιλελεύθερες και δημοκρατικές ιδέες, ο Γεννάδιος κατέβηκε το 1824 στην επαναστατημένη Ελλάδα για να βοηθή- 60 Ν. ΖΥΓΟΥΡΗ ος μόλις διαδόθηκαν τα νέα της επαναστάσεως στη Μολδοβλαχία παρακίνησε τους μαθητές του να ξεσηκωθούν και να οργανωθούν παραδειγματισμένοι από τον Ιερό Λόχο των Θηβών. Έτσι όταν ο Υψηλάντης έφθασε στη Φωξάνη στις 5 Μαρτίου (παλαιό ημερολόγιο) του 1821, ένας μεγάλος αριθμός νέων εκ των οποίων και μαθητές του Γεωργίου Λασσάνη18 και του Γεωργίου Γενναδίου19 από τις σχολές της Οδησσού και του Βουκουρεστίου, έτρεξαν εθελοντικά στο πρόσταγμα της ελευθερίας. Εκεί ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, επηρεασμένος πιθανώς από τους λόγους του Γενναδίου και βρίσκοντας σίγουρα θερμό υποστηρικτή σε αυτό το εγχείρημα τον Γεώργιο Λασσάνη, ο οποίος υπήρξε στενός συνεργάτης του, ίδρυσε τον Ιερό Λόχο ένα επίλεκτο τάγμα τακτικού στρατού, που ήταν χωρισμένο σε έξι λόχους20. Σ’έναν σει την εκπαιδευτική της οργάνωση αλλά και γενικότερα στην ευόδωση του Αγώνα. Στα 1826 γίνεται ο πρωτεργάτης δημόσιου εράνου που έγινε στο Ναύπλιο (Ιουν.1826) και απέδωσε πόρους που ξεπέρασαν τη δύσκολη οικονομική κατάσταση της επανάστασης. Για τη συμβολή του αυτή ονομάστηκε «Σωτήρ της Πατρίδος». Λίγο αργότερα εκλέχτηκε από του Ηπειρώτες πληρεξούσιος της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης. Συνεργάστηκε με τον Ι. Καποδίστρια αμέσως μετά την άφιξή του στην Αίγινα (1828) για τη θεμελίωση της παιδείας του νεοσύστατου κράτους. Συνέβαλε στην ίδρυση των εκπαιδευτηρίων της Αίγινας και στη σύνταξη σχολικών βιβλίων, καθώς και στη συγκρότηση του Νομισματικού Μουσείου και της Δημόσιας Βιβλιοθήκης (1832). Υπήρξε ο πρώτος Γυμνασιάρχης του Α Γυμνασίου στην Πλάκα (1835-1854) Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη Εταιρειών, (Φιλεκπαιδευτική, Αρχαιολογική και Φυσιολογική), και δίδαξε στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή. Σημαντικότερα από τα έργα του είναι: Η Στοιχειώδης εγκυκλοπαίδεια των παιδικών μαθημάτων σε συνεργασία με το Γεώργιο Λασσάνη, Μόσχα 1819-1820 και η Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσης, α΄εκδ. 1832. Ο Γεώργιος Γεννάδιος παντρεύτηκε την Άρτεμη Μπενιζέλου γόνο της παλιάς αρχοντικής οικογενείας της Αθήνας και έκανε πολλά παιδιά μεταξύ των οποίων τον ιστορικό Αναστ. Γεννάδιο, το λόγιο και διπλωμάτη Ιωάννη Γεννάδιο και το γεωπόνο Παναγιώτη Γεννάδιο (Σολωμού 1985: 409). 18 Γεώργιος Λασσάνης (1793-1870) γεννημένος στην Κοζάνη ήταν γιός του Ιωάννη Λάτσκου ή Σαπουντζή και της Αικατερίνης, το γένος Χατζηκλήμη. Ορφάνεψε μικρός από τον πατέρα του. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στον τόπο του. Σε ηλικία 20 ετών αρραβωνιάστηκε την Αναστασία, κόρη του εμπόρου της Πέστης Νικολάου Τακιατζή. Σύντομα εγκαταστάθηκε στην Πέστη όπου εργάστηκε στο εμπορικό κατάστημα του πεθερού του. Το 1813 πήγε στη Λειψία όπου σπούδασε για τέσσερα χρόνια, με έξοδα του πεθερού του, στο πανεπιστήμιο, ιατρική και φιλολογία. Στα 1817 επέστρεψε στην Βουδαπέστη για λίγο και στη συνέχεια ταξίδεψε σε πόλεις όπου υπήρχαν ελληνικές παροικίες, για να φθάση στα 1818 στην Οδησσό όπου αναπτύσσει μια πολύπλευρη πνευματική δραστηριότητα αλλά και πατριωτική δράση ως Φιλικός. Διδάσκει στην Ελληνοεμπορική Σχολή της Οδησσού και ανεβάζει δικά του θεατρικά έργα με πατριωτικό χαρακτήρα στο ελληνικό θέατρο της Οδησσού. Η μύησή του στην Φιλική Εταιρεία έγινε στη Μόσχα τον Μάρτιο του 1818 από τον Ηπειρώτη έμπορο και δραστήριο Φιλικό Κωνσταντίνο Πεντεδέκα. Εκεί μετά τη γνωριμία του με τον Νικόλαο Υψηλάντη κατατάσσεται στους στενούς φίλους της οικογενείας Υψηλάντη. Από τότε που ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ανέλαβε τα καθήκοντα του Γενικού Αρχηγού της Φιλικής Εταιρίας ο Γεώργιος Λασσάνης ανήκε στο στενό κύκλο των συνεργατών του. Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της επανάστασης ο Λασσάνης ανέλαβε τέλος του 1820 τις διαπραγματεύσεις με τον Ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσο και τον ποστέλνικό του Ιακωβάκη Ρίζο Νερουλό για να οργανώσει εκεί τις ένοπλες δυνάμεις. Το δύσκολο αυτό έργο το κατόρθωσε τελικά, εργαζόμενος σκληρά. Στις 16 Φεβρουαρίου του 1821 ο Λασσάνης βρίσκεται στο αρχοντικό των Υψηλάντηδων στο Κισνόβιο όπου λήφθηκε η απόφαση για την έναρξη του Αγώνα. Πέρασε μαζί με τον Υψηλάντη τον Προύθο ποταμό στις 22/2 για να φθάσει στο Ιάσιο. Ο Υψηλάντης του έδωσε το αξίωμα του χιλίαρχου και του πρώτου υπασπιστή του. Μαζί με τον ιθακήσιο Φιλικό Σπυρίδωνα Δρακούλη πρωτοστάτησε στην οργάνωση του Ιερού Λόχου τη στολή του οποίου και ο ίδιος φόρεσε. Πολλά χρόνια αργότερα, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος, όταν ο Λασσάνης είχε ανεβεί στην ανώτατη βαθμίδα των στρατιωτικών και πολιτικών αξιωμάτων της χώρας και είχε γίνει στρατηγός και υπουργός, εξακολουθούσε να θεωρεί ως πιο τιμητικό τον τίτλο του ιερολοχίτη και να υπογράφει ως Λασσάνης ο ιερολοχίτης. Μετά την καταστροφή του Ιερού Λόχου στο Δραγατσάνι (7-6-1821) είναι από τους λίγους συντρόφους του Αλ,Υψηλάντη που τον ακολουθούν στην πορεία του προς την Αυστρία όπου και τελικά φυλακίζονται για 6,5 χρόνια συνολικά, στο φρούριο Μούνκατς της Ουγγαρίας και στο Thereienstadt της Βοημίας. Από εκεί θα αφεθούν ελεύθεροι στις 22/11/1827. Ο Γεώργιος Λασσάνης στέκεται στο πλευρό του Υψηλάντη μέχρι το θανατό του που επήρθε στις 31/1/1828. Τον Ιούλιο του 1828 ο Λασσάνης επιστρέφει στην Ελλάδα. Ο Ι. Καποδίστριας τον τοποθετεί στρατοπεδάρχη ης Ανατολικής Ελλάδος. Έλαβε μέρος στις τελευταίες μάχες του Αγώνα. Μετά τη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους υπηρέτησε ως Γενικός Επιθεωρητής του Στρατού της Ανατολικής Ελλάδος και επί Όθωνος διορίστηκε πρώτος νομάρχης Αττικοβοιωτίας και υπηρέτησε σε δύο περιόδους, ως το 1857. Ακόμη διετέλεσε Γραμματεύς της Επικρατείας κατά τα έτη 1837-38. Επίσης ονομάστηκε συνταγματάρχης και το 1868 προβιβάστηκε σε υποστράτηγο. Πέθανε σε ηλικία 77 ετών, αφήνοντας πίσω του τη φήμη αγαθού ανδρός (Παπαδόπουλος, 1977). 19 Στις 27/1/1820 ο Γεώργιος Λασσάνης αντικαθιστά τον Γεώργιο Γεννάδιο στην Ελληνοεμπορική Σχολή της Οδησσού (Τζιάτζιος, χ.χρ: 204). 20 Διοικητής και εκγυμναστής όλου του σώματος ήταν ο Γεώργιος Καντακουζηνός, συνταγματάρχης του ρωσικού στρατού και γαμπρός του Υψηλάντη. Διοικητές των Λόχων με τον τίτλο του εκατόνταρχου ορίστηκαν ο Σπυρίδων Δρακούλης από 61 Ο ΕΠΕΝΔΥΤΗΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΛΟΧΙΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΞΕΝΟΚΡΑΤΟΥΣ από αυτούς του λόχους κατατάχτηκαν ο δεκαοχτάχρονος τότε Κωνσταντίνος Ξενοκράτης μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του Πασχάλη. Το κάλεσμα που είχε νωρίτερα απευθύνει ο Υψηλάντης στους Γραικούς «παρεπιδημούντας εις Μολδαυίαν και Βλαχίαν» βρήκε άμεση ανταπόκριση από την οικογένεια Ξενοκράτους που διέμενε στο Βουκουρέστι. Έτσι τα δύο από τα τρία αδέλφια (Πασχάλης, Κωνσταντίνος και Αθανάσιος) φόρεσαν τη στολή του ηρωικού αυτού σώματος και την τίμησαν πολεμώντας με αυτοθυσία τόσο στη μάχη του Δραγατσανίου (7/6/1821) όσο και στη μάχη του Σκουλενίου (17 Ιουνίου) όπου ο Πασχάλης Ξενοκράτης σκοτώθηκε. Η στολή των ανδρών του Ιερού Λόχου ήταν ομοιόμορφη φτιαγμένη από μαύρη τσόχα (μάλλινο ύφασμα). Γι’ αυτόν το λόγο, οι ιερολοχίτες ονομάζονταν και μαυροφορεμένοι. Η επιλογή του μαύρου χρώματος μας παραπέμπει συνειρμικά στην οδηγία του Ρήγα Φεραίου στο Παράρτημα του Επαναστατικού Μανιφέστου σύμφωνα με την οποία «το φόρεμαν των Ελλήνων στρατιωτών είναι το ηρωϊκόν: μαύρον αντερί, άσπρον υποκάμισον και κόκκινα χολέβια ή κάλτζες». Ενώ ταύτιση έχουμε στα χρώματα της σημαίας του στρατού του Υψηλάντη21, με αυτά που ο Ρήγας ορίζει στο Παράρτημά του Επαναστατικού Μανιφέστου (Βρανούσης 1954:388): «..Τα δε μπαϊράκια είναι τρίχροα… Το κόκκινον σημαίνει την αυτοκρατορικήν πορφύραν και αυτεξουσιότητα του Ελληνικού Λαού το εμεταχειρίζοντο οι προπάτορές μας ως ένδυμα πολέμου, θέλοντες να μη φαίνονται αι πληγαί όπου έτρεχον αίμα, δια να μη δειλιώσιν οι στρατιώται. Το άσπρον σημαίνει την αθωότητα της δικαίας ημών αφορμής κατά της Τυραννίας. Το μαύρον σημαίνει τον υπέρ Πατρίδος και Ελευθερίας ημών θάνατον». Το μαύρο λοιπόν, ως χρώμα που σημαίνει τον υπέρ Πατρίδος και Ελευθερίας θάνατον, επιλέχθηκε να είναι το χρώμα της στολής του ιερολοχίτη. Πρόκειται για μία ευρωπαϊκού τύπου στολή που έχει κοινές αναφορές ως προς το χρώμα και το χιτώνιο, με τη στολή του εθελοντικού σώματος στρατού που ίδρυσε στα 1809 ο Γερμανός στην καταγωγή Δούκας του Μπράουνσβικ (Duce Brunswick- Wolfenbόttel, Frederic William, 1771-1815) (Pivka 2002) για να αντιμετωπίσει τον Μέγα Ναπολέοντα. Οι στρατιώτες του γνωστοί με το όνομα Black Brunswickers (Pivka 1976) έλαβαν μέρος και στη μάχη του Βατερλό, στην οποία ο δούκας σκοτώθηκε. Το σώμα αυτό διαλύθηκε παραμονές της Ελληνικής επανάστασης το 1820, επομένως ήταν αρκετά γνωστό στον ιδρυτή του Ιερού Λόχου. Το δε σύμβολο της νεκροκεφαλής, που έφερε στο κάλυμμα κεφαλής του ο ιερολοχίτης με μικρές παραλλαγές έμοιαζε τόσο με το έμβλημα που φορούσαν στους σκούφους τους οι άνδρες του σώματος των Ουσάρων (ελαφρού ιππικού) του πρωσικού στρατού κατά το 18ο αι. όσο και με το μεταλλικό σύμβολο που είχαν στο πηλήκιό τους οι στρατιώτες του ιππικού, της μαύρης λεγεώνας του Μπράουνσβικ. Αν και οι ομοιότητες με τις στολές αυτές υπάρχουν, ωστόσο η στολή του ιερολοχίτη διατηρεί δικά της πρωτότυπα χαρακτηριστικά όπως είναι παραδείγματος χάριν το παντελόνι που είναι αρκετά πιο φαρδύ από τα ευρωπαϊκά. Το χιτώνιο έχει μήκος 1 μέτρο22 ενώ, όσον αφορά στο κέντημά του, εκτός από τον «αυστριακό κόμπο» που υπάρχει στα μανίκια όλων σχεδόν των χιτωνίων αυτού του τύπου, παρουσιάζει κάποια ιδιαιτερότητα ως προς τη λεπτότητα των σχηματοποιημένων άνθινων σχεδίων που διατρέχουν κάθετα σε δύο αντικριστά τόξα όλη την πλάτη, περιμετρικά το γιακά και διαγώνια, μπροστά, τις δύο άκρες του χιτωνίου. Το κάλυμμα κεφαλής επίσης, θυμίζει τα πηλήκια τύπου shako23, χωρίς γείσο. Φαίνε- την Ιθάκη, ο Δημήτριος Σούτσος ανηψιός του Ηγεμόνα Μιχαήλ Βόδα, ο Λουκάς Βαλσαμάκης από την Κεφαλλονιά, ο Γεώργιος Ανδρόνικος Μακρής από τη Δημητσάνα της Πελοποννήσου, ο Ιωάννης Ρίζος από τα Γιάννενα και ο Ιωάννης Κρόκιας από τη Χίο. 21 Στο στρατιωτικό οργανισμό που συνέταξε ο Νικόλαος Υψηλάντης στις παραγράφους ΙΑ και ΙΒ η σχετική οδηγία για τη σημαία έχει κοινή αναφορά στα χρώματα με την οδηγία του Ρήγα: «Η Ελληνική σημαία τόσον εις τα της ξηράς στρατεύματα, όσον και εις τα της θαλάσσης πρέπει να είναι κατασκευασμένη εκ τριών χρωμάτων: άσπρο, μαύρο και κόκκινο. Το άσπρο σημαίνει την αθωότητα της δικαίας ημών επιχειρήσεως κατά των τυράννων, το μαύρο τον υπέρ πατρίδος και ελευθερίας θάνατον ημών και το κόκκινο την αυτεξουσιότητα του Ελληνικού λαού και την χαράν αυτού διότι πολεμεί δια την ανάστασιν της Πατρίδος.» (Φιλήμων 1861:96). 22 Τόσο μακρύ χιτώνιο υπάρχει στη στολή του Ουγγρικού στρατού κατά τον 19ο αι. 23 Η ρίζα της λέξεως προέρχεται από το csákós, που αποτελούσε κατά το 18ο αιώνα πηλήκιο των Ουσσάρων του Ουγγρικού 62 Εικ. 8. Kampf der heiligen Schaar fur Griechenlands Befreyung. Kraus G., Έγχρωμη λιθογραφία. Λαϊκή γκραβούρα της εποχής συνοδευομένη από το ακόλουθο υπόμνημα μεταφρασμένο από τα γερμανικά «Αγών του Ιερού Λόχου δια την απελευθέρωσιν της Ελλάδος. Πεντακόσιοι Έλληνες, νέοι ευγενέστατοι, εκπαιδευμένοι εις ανωτάτας σχολάς, ηκολούθησαν εθελοντικώς την πρώτην πρόσκλησιν του Υψηλάντου προς σωτηρίας της υποδούλου πατρίδος. Επήγαν περιχαρείς εις την μάχην και έπεσαν αντάξιοι των μεγάλων προγόνων των, εις τον ιερό αγώνα δια το σπουδαιότερον αγαθόν του ανθρώπου, δια την ελευθερία και την πατρίδα, αντάξιοι του Λεωνίδα και των αθανάτων τριακοσίων του.» (Η μετάφραση προέρχεται από το Ιστορικό Λεύκωμα της Ελληνικής Επαναστάσεως Εκδ. Μέλισσα, 1970, τ. Α, σ. 49) (ΕΙΜ αρ. κατ. 4515). Εικ. 9. Τurkische Treue. Γερμανική λαϊκή γκραβούρα, η οποία απεικονίζει τον φόνο του Σάββα Καμινάρη και των ανδρών του υπό των Τούρκων εξ’ ενέδρας (ΕΙΜ αρ. κατ. 4295α). Ο ΕΠΕΝΔΥΤΗΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΛΟΧΙΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΞΕΝΟΚΡΑΤΟΥΣ ται επομένως πως η στολή του Ιερού Λόχου έχει πρωτότυπο σχεδιασμό και έχει δημιουργηθεί εξ’ αρχής προορισμένη για το τάγμα αυτό. Από τις διασωθείσες πηγές φαίνεται ότι για τη δημιουργία των στολών του στρατού του Αλ. Υψηλάντη χρησιμοποιήθηκαν τόπια τσόχας που Εβραίοι ράπτες έραψαν στο Ιάσιο. Επίσης έχουμε τη μαρτυρία ότι ύφασμα για τις στολές μαζί με άλλες προμήθειες εξοικονόμησε ο Υψηλάντης από τη Βεσσαραβία, ενώ ο Ηγεμόνας της Μολδαβίας Μιχαήλ Γρηγορίου Σούτσος (1784-1864) καθώς και η χήρα του Ηγεμόνα της Βλαχίας Αλεξάνδρου Σούτσου φαίνεται ότι φρόντισαν για τη στολή, και τα πολεμοφόδια των ιερολοχιτών (Σακκάς 1973:31)24. Φορώντας την ίδια στολή, με επωμίδες χρυσές που έφεραν τα διακριτικά του βαθμού που είχε στη Ρωσική αυτοκρατορική φρουρά των Ουσάρων, ο Δημήτριος Υψηλάντης αποβιβάστηκε στις 8 Ιουνίου του 1821 στην Ύδρα. Τέλη Ιουνίου του 1821 ο ίδιος συνέστησε στο στρατόπεδο της Καλαμάτας, τακτικό σώμα στρατού με 300 άνδρες και αρχηγό τον συνταγματάρχη Balestra. Τις στολές του στρατού και τα λογχοφόρα όπλα τα είχε προμηθευθεί από την Τεργέστη (Στασινόπουλος 1935, Γατόπουλος, χ.χρ:126-126, Λάιος 1958:122) 25. Μεταξύ των ανδρών που κατατάχθηκαν σε αυτό το σώμα πρέπει να συγκαταλεχθούν και κάποιοι φοιτητές Γερμανικών και Γαλλικών πανεπιστημίων, που πριν την αναχώρησή τους για την Ελλάδα συγκεντρώθηκαν στην Τεργέστη, όπου φρόντισαν να εφοδιαστούν με ρουχισμό και όπλα. Αποκαλυπτικές της ενθουσιώδους προετοιμασίας των νεαρών φοιτητών στην Τεργέστη είναι οι επιστολές του Νικολάου Γκίκα, προς φίλους του στο Παρίσι, παραμονές της αναχώρησης του για την Πελοπόννησο! Αποσπάσματα των επιστολών αυτών, που έχουν δημοσιευθεί από τον Γεώργιο Λάιο (1958:117-118) τις οποίες παραθέτω: Ο Νικόλαος Γκίκας προς τον Felix Feuillet (Παρίσι): Τριέστι 7 Ιουνίου 1821 «Αγαπητέ μου φίλε… Εδώ ευρίσκομαι από τις 27 του περασμένου μηνός. Όλον τον καιρό τον περάσαμε για να εφοδιαστούμε με στολές και οπλισμό. Η στολή μας είναι μαύρη. Πάνω στο καπέλο μας έχομε μια ασημένια πλακέττα με την επιγραφή: «Ελευθερία ή Θάνατος!» Ο ενθουσιασμός είναι γενικός και έχει φθάσει στο κατακόρυφο. Αναχωρούμε με τρία καράβια από 20 επιβάτες το καθένα, και σε 15 ημέρες θα ακολουθήσει ακόμα μία αποστολή. Τα υπόλοιπα φαντασθείτε τα μόνος σας…» στρατού. Σε άλλες γλώσσες συναντάται ως chako, czako, schako και tschako. Από το 1800 καθιερώθηκε ως σύνηθες πηλήκιο των ευρωπαϊκών στρατών. Ήταν ψηλό, με γείσο ή χωρίς και έφερε συνήθως λοφίο στην κορυφή και μεταλλικό σήμα μετωπικά. http://en.wikipedia.org/wiki/Shako#Origins 24 «Πρώτος δε πάντων έδειξε το παράδειγμα της συνεισφοράς ο τότε Ηγεμών της Μολδαυίας Μιχαήλ Γ. Σούτζος, όστις προσέφερεν ικανήν ποσότητα χρημάτων, ίππους, όπλα και ενδύματα στρατιωτικά κατά το παράδειγμά δε αυτού συνεισέφερον και οι λοιποί επίσημοι πολιτικοί και κληρικοί έκαστος καθ’ήν είχε προαίρεσιν και δύναμιν η τοιαύτη συνεισφορά εγένετο εν όλη τη Δακία εκ πασών των επισήμων ελληνικών οικογενειών και προσώπων Πολιτικών, Κληρικών και εμπόρων.» (Φραντζής 1839:179). «Τελευτήσαντος δε του Αλεξάνδρου Σούτζου, η συζυγός του Ευφροσύνη έλαβε φροντίδα να συστήση τους ανήλικας υιούς της εις τον ανεψιόν της Αλέξανδρο Υψηλάντην, όστις απεποιήθη αυτό δια την παιδικήν των ηλικίαν. Η χήρα όμως περί ής ο λόγος εφοδίασεν ως λέγεται μια εκατονταρχίαν ιερολοχιτών με όπλα με τροφάς, με ενδύματα κτλ, επί κεφαλής της οποίας ήταν ο Δημήτριος Σούτζος (ο Κεμπάμπης)» (Φραντζής 1839:162) 25 Αναφερόμενος στον τακτικό στρατό του Δημητρίου Υψηλάντη ο Ι. Φιλήμων αναφέρει: «Και στρατιώται και αξιωματικοί έφερον την στολήν των ιερολοχιτών εκ τούτου δε οι κοινοί των ανθρώπων ονόμαζον του τακτικούς «Μαυροφόρους» Θαυμασία υπήρξεν η καρτεροψυχίαν και στρατιωτών και αξιωματικών εις τας ελλείψεις, και η επιμέλεια περί την άσκησιν όπλου και πειθαρχίαν. Η μηνιαία αυτών μισθοδοσία ωρίζετο του μεν στρατιώτου εκ γροσίων πέντε, του δε ανθυπολοχαγού εκ τριάκοντα, του δε υπολοχαγού εκ τεσσαράκοντα και του λοχαγού εκ πενήκοντα….» και στη συνέχεια αναφερόμενος ο ιστορικός στις καινοτομίες που εισήγαγε ο Υψηλάντης στην Πελοπόννησο αναφέρει: «Κατά πρώτον ήδη έφερε δια του Υψηλάντου η Πελοπόννησος και λόγχην ελληνικήν και τυπογραφία ελληνικήν, όλως αγνώστους αυτή μέχρι της εποχής ταύτης.» (Φιλήμων 1861: Δ, 71-16). 64 Εικ. 10. Άνδρες Γραικοί όσοι ευρίσκεσθε εις Μολδαυίαν και Βλαχίαν. Προκήρυξη Αλεξάνδρου Υψηλάντη Ιάσιον, την 24 Φεβρουαρίου 1821. Συλλογή Εντύπων Αρχείο Ιστορικών Εγγράφων ΙΕΕΕ. Εικ. 11. Επίστεψη σημαίας του στρατού του Υψηλάντη. Η επίστεψη της σημαίας του στρατού του Υψηλάντη, είναι λογχοειδής , φτιαγμένη από ασήμι χυμένο σε σίδερο. H λόγχη της έχει τέσσερις αιχμές και φέρει σε κάθε μία από τις τέσσερις πλευρές της εσωτερικά ανάγλυφα τις λέξεις: Δόξα/Ευτυχία /Πίστις /Πατρίς τα ιδανικά, για τα οποία πολέμησε ο ιερολοχίτης. Το στέλεχός της επίστεψης μέσα στο οποίο έμπαινε το κοντάρι της σημαίας φέρει εγχάρακτα τη λέξη ΙΩΝ., που υποδηλώνει την ηγεμονική προέλευση του κατόχου της. Η επίστεψη εισήχθη στο Μουσείο το 2005. Ο συλλέκτης που την δώρισε στο Μουσείο μας πληροφόρησε ότι ήταν κειμήλιο τουρκικής οικογένειας της οποίας ο πρόγονος πολέμησε στη Μολδοβλαχία. (ΕΙΜ αρ. κατ. 14045). Εικ. 12. Αλέξανδρος και Δημήτριος Υψηλάνται. H. Valentin, ασπρόμαυρη χαλκογραφία (EIM, αρ. κατ. 4238 α). Εικ. 13. «Le prince Démétrius Ypsilanti accompagné de deux aides de Camp, donne des ordres au porte étendard de Colocotronis» Fromant, a Paris chez a Cheyere rue a Epiron 3. Έγχρωμη λιθογραφία. Ο πρίγκιπας Δημήτριος Υψηλάντης συνοδευόμενος από δύο υπασπιστές του, δίνει διαταγές στο βοηθό του Κολοκοτρώνη (ΕΙΜ, αρ. κατ. 901). Ν. ΖΥΓΟΥΡΗ Σε άλλη επιστολή του ιδίου προς τον Iwan Reiher, φοιτητήν της Νομικής (Παρίσι) διαβάζουμε: «Τριέστι, 7 Ιουνίου 1821. Φιλτατέ μου Ιβάν! ….Εδώ ευρήκα χωρίς να το περιμένω το Διβέριο, τον Ψύλλα26, και όλους τους άλλους πατριώτες και σήμερα ή αύριο μπαρκάρομε για την Πελοπόννησο, και πιθανώτατα να μην μπορέσωμε ποτέ πια να αλληλογραφήσωμε. Είναι θαύμα, που σου γράφω και τώρα. Εδώ έβαλα χρέος κάπου 40 φλωρίνια, τα τελευταία. Οι δέκα μέρες που έμεινα εδώ περάσανε με την προμήθεια οπλισμού και ρουχισμού. Η στολή μας είναι σχεδόν σαν την παλιά γερμανική στολή και επάνω στο καπέλλο έχομε μια πλακέττα με την επιγραφή: «Ελευθερία ή Θάνατος!» Σου ομολογώ, πως δεν ξέρω πού βρίσκομαι από τη χαρά μου. Ο ζήλος, που κυριαρχεί εδώ μεταξύ των Ελλήνων είναι απερίγραπτος…». Ενώ σε μια ακόμη επιστολή του Ν. Γκίκα προς τον Βογορίδην στο Παρίσι επισημαίνεται: «… Η στολή μας είναι μαύρη και σχεδόν σαν την παλιά γερμανική, τα καπέλλα μας μοιάζουν κοζάκικα και στη μέση έχουν μια πλακέττα ασημένια με τις λέξεις: «Ελευθερία ή θάνατος!». Από τις επιστολές αυτές μαθαίνουμε ότι οι στολές ήταν ολόμαυρες σαν αυτές του Ιερού Λόχου, θύμιζαν την παλιά γερμανική στολή, έχοντας μια διαφοροποίηση στα πηλήκια τα οποία μοιάζουν κοζάκικα ενώ η ασημένια πλακέτα την οποία έφεραν έγραφε «Ελευθερία ή Θάνατος» χωρίς να διευκρινίζει ο αποστολέας τους εάν φέρουν τη νεκροκεφαλή των ιερολοχιτών. O Αλέξανδρος Υψηλάντης φορούσε τη στολή του αξιωματικού του ρωσικού στρατού όταν στις 22 Φεβρουαρίου του 1821, αποβιβάστηκε στο Ιάσιο. Από εκεί με επιστολή του προς τον τσάρο Αλέξανδρο, παραιτείται από το Ρωσικό στρατό και εξηγεί τα κίνητρα του εγχειρήματός του. Τη στολή του Ιερού Λόχου με την οποία απεικονίζεται από τον Peter von Ηess να διαβαίνει τον Προύθο, υψώνοντας τη σημαία, δεν μπορούσε να την φορά, αφού όπως είναι γνωστό, ο Ιερός Λόχος δημιουργήθηκε από τον ίδιο στη Φωξάνη στις αρχές του Μαρτίου. Ως αξιωματικός του ρωσικού στρατού οραματίστηκε τη δημιουργία ενός επίλεκτου σώματος τακτικού στρατού, του οποίου οι στρατιώτες θα ασκούνταν στην πειθαρχία και θα διέπονταν από αρχές αυτοθυσίας και γενναιότητας. Καθ’όλη τη διάρκεια της εξέλιξης του Αγώνα στη Μολδοβλαχία ο ίδιος φορούσε τη στολή του Ιερού Λόχου, την οποία έφερε μέχρι το τέλος του. Στο βιβλίο του Ενεπεκίδη (1965) υπάρχει μεταφρασμένο απόσπασμα από γερμανική εφημερίδα της εποχής27, που περιγράφει τη σωρό του Αλέξανδρου Υψηλάντη με τη στολή του Ιερού Λόχου, κατά τη διάρ- 26 «Τότε είδομεν εν μέσω της πλατείας της Τεργέστης και τον εκ Μολδαβίας Νικ. Γκίκαν αίφνης σκιρτώντα και καταφιλούντα ημάς με άφθονα δάκρυα χαράς δια την ανάστασιν της πατρίδος, εις την οποίαν έδραμε και ούτος να συναγωνισθή, δοκιμάσας άπειρα καθ’οδόν εμπόδια, έως ου φθάση εις Τεργέστην. Τότε πλέον ηνοίχθη και εν μέρος προς τον λιμένα δι’όλους ημάς και δια πολλούς άλλους ομογενείς, εκ τε Τεργέστης και εκ Βιέννης, και, επιβάντες εις πλοίον Κεφαλληνός τινός Φωκά, απήραμεν προς την Ελλάδα» (Πρεβελάκης & Λούρος, 1974: 48). 27 Στη Γενική Εφημερίδα, στο παράρτημα με αρ. 44 του έτους 1828, διαβάζουμε την εξής ανταπόκριση από την αυστριακή πρωτεύουσα: «Βιέννη 2 Φεβρουαρίου. Σήμερον περί την 10ην πρωινήν μετεφέρθη η σορός του πρίγκιπος Αλεξάνδρου Υψηλάντου, αποθανόντος κατά τον 36ον έτος της ηλικίας του, εκ της οικίας του εις το ελληνικόν παρεκκλήσιον όπου θα ψαλή η νεκρώσιμος ακολουθία κατά το δόγμα του αποθανόντος και Θα γίνη κατόπιν ο ενταφιασμός του. Η σορός εξετέθη εις προσκύνημα μετά την ελληνορθόδοξον νεκρώσιμον λειτουργίαν τελεσθείσαν υπό του προ τινών ετών εκ Κωνσταντινουπόλεως φυγόντος και προσωρινώς εδώ ευρισκομένου επισκόπου Φαρσάλων, βοηθουμένου υπό τεσσάρων ιερέων. Ο νεκρός έφερε μέλαν ένδυμα και καθ ά λέγεται υπό τινών, τούτο ήτο η στολή του «Ιερού Λόχου» μετά του οποίου εισέβαλεν εις την Βλαχίαν φυγών εκείθεν κατόπιν της καταστροφής του στρατού του. Επί του στήθους του νεκρού ευρίσκετο μαξιλάρι με τα δύο ρωσικά του παράσημα. Τους κροτάφους του περιέβαλε στέφανος εκ ρόδων και δάφνης τον οποίον, όπως ελέγετο, είχε πλέξει λογία κυρία. Κατά την νεκρώσιμον ακολουθία εισήλθον εις το περεκκλήσιον η πριγκίπισσα Κωνσταντία Ραζουμόφσκυ με την αδελφήν της και έλαβεν θέσιν πλάι εις τους αδελφούς του εκλιπόντος, οι οποίοι ανελύοντο εις δάκρυα» (Ενεπεκίδης 1965:127). Ενώ σε απόσπασμα από τα απομνημονεύματα της Λουλού Τυρχάιμ που παρατίθεται μεταφρασμένο, πάλι στο έργο του ιδίου συγγραφέως, διαβάζουμε: «…Ο νεκρός ήταν ντυμένος μαύρα- ήταν η μικρή στολή του «Ιερού Λόχου», τα παράσημά του πάνω σ’ένα 67 Ο ΕΠΕΝΔΥΤΗΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΛΟΧΙΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΞΕΝΟΚΡΑΤΟΥΣ κεια της εξόδιου ακολουθίας του που τελέστηκε στις 2 Φεβρουαρίου του 1828 στη Βιέννη. Με το θάνατο του Αλέξανδρου Υψηλάντη, γράφτηκε και η τελευταία λέξη στον επίλογο της ιστορίας του Ιερού Λόχου. Εικ. 14. Το μνημείο του Αλέξανδρου Υψηλάντη στο Πεδίον του Άρεος. Έργο Λεωνίδα Δρόση28 (1869) Στην ανατολική πρόσοψη της σαρκοφάγου αναγράφεται: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ /ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ/ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΦΙΛΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ μαξιλάρι στο πλάι του. Δυστυχώς δεν το είχε θεωρήσει ο Λασσάνης αναγκαίο να του βάλη και το σπαθί του. Αυτό είναι ακόμη λυπηρότερο αν σκεφθή κανείς ότι το σπαθί του ήταν μια φορά του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, του τελευταίου Έλληνος αυτοκράτορος που ακριβώς με αυτό το σπαθί στο χέρι έπεσε πολεμώντας μπροστά από τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Σουλτάνος Σελίμ το είχε δώσει, εφόσον ξέρω, στον πατέρα του…». Επίσης στα ίδια τα απομνημονεύματα αναφέρεται ότι «…ο Λασσάνης είχε φυλάξει την καρδιά του πτωχού Υψηλάντη για να ταφή κάποτε με όλες τις τιμές στην πατρίδα του- που θα ταίριαζαν στην μνήμη του πρώτου απελευθερωτή της…» (Ενεπεκίδης 1965:138). Η καρδιά του Αλέξανδρου Υψηλάντη παραδόθηκε από το Γεώργιο Λασσάνη και φυλασσόταν σε παρεκκλήσι στο αρχοντικό της Μαρίας Υψηλάντη στην οδό Αμαλίας εκεί όπου αργότερα στεγάστηκε το περίφημο Αμαλίειο ορφανοτροφείο. Το αφιερωμένο μνημείο στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, έργο του Λεωνίδα Δρόση, φιλοτεχνημένο το 1869, αποδίδει τον Υψηλάντη στον «τύπο της κοιμωμένης» με τη στολή του Ιερού Λόχου. Το μνημείο τοποθετήθηκε αρχικά στον κήπο του Πολυτεχνείου και το 1964 μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση μπροστά από τον Ιερό Ναό των Ταξιαρχών στο Πεδίο του Άρεως σε ένα χώρο όπου υπήρχε ήδη η στήλη των ιερολοχιτών του 1821. Τη στήλη αυτή που είναι κατασκευασμένη από πεντελικό μάρμαρο και είναι επίσης έργο του γλύπτη Δρόση, έστησε ο Αλέξανδρος Σούτσος για να τιμήσει τον αδελφό του εκατόνταρχο ιερολοχίτη Δημήτριο Σούτσο στα 1845 ΒΔ του Εθνικού Πανεπιστημίου. Στα 1885, 40 χρόνια αργότερα, μεταφέρθηκε στη θέση που βρίσκεται σήμερα. 28 Το έργο είναι ανυπόγραφο. Σύμφωνα με το αρχείο του γλύπτη Λ. Δρόση που βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη, το έργο πραγματοποιήθηκε από τον ίδιο το 1869. (Αντωνοπούλου 2000: 40). Ωστόσο σε επιστολή του Δανού καθηγητή της Σχολής Ευελπίδων A.I. Köppen, φαίνεται ότι το 1843 ο Χριστιανός Χάνσεν εργάζεται για το μνημείο του Αλ. Υψηλάντη. (Αριστέα Παπανικολάου Κρίστενσεν 1993: 121). 68 Ν. ΖΥΓΟΥΡΗ Βιβλιογραφία Ars, L.G. (1985) On the Life in Russia of the Greek Patriotik Family of Ypsilanti, Balkan Studies, 26 (1), 73-90. Brnardic, Vl. Napoleon’s Balkan Troops, Men-at-Arms 410, 14. London: Osprey. Dioszegi, G., Dioszegi, Kr. (2010) Στοιχεία της ελληνικής καταγωγής αξιωματικών της ουγγρικής επανάστασης 1848-49. Βουδαπέστη: Ίδρυμα για τον ελληνικό πολιτισμό. Otetea, A. (1965) L’Hétairie d’il ya cent cinquante ans, Balkan Studies, 6. Pivka, O. v. (1976) Black Brunswickers. London: Osprey. Pivka, O. v. (2002) Napoleon’s German Allies. London: Osprey. Sasvari, L., Dioszegi, G. (2002) Οι Έλληνες της Πέστης και της Βούδας. Βουδαπέστη: U.M.K. Soutzos, A. (1829) Histoire de Revolution Grecque. Paris: Firmin Didot. Αθανασιάδης, Ξ. (1924) Βίος –Έργα-Επιστολαί Γεωργίου Γενναδίου, τ. Α. Παρίσι. Αντωνοπούλου, Z. (2000) Τα γλυπτά της Αθήνας Υπαίθρια γλυπτική 1834-2004. Αθήνα: Ποταμός. Αρχείο Ιστορικών Εγγράφων της Ιστορικής Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος. Βακαλόπουλος, Α.Ε. (1993) Θαρραλέα υποστήριξη του Αλεξ. Υψηλάντη από τον Μολδαβό λόγιο και Ρώσο διπλωμάτη Αλεξ. Στούρτζα μετά την αποκήρυξη του κινηματός του από τον τσάρο Αλέξανδρο Α΄(14/26 Μαρτίου 1821). Επιστημονική διημερίδα «Μνήμη Αλεξάνδρου Υψηλάντη 200 χρόνια από τη γέννησή του» (1792-1992). Θεσσαλονίκη. Βακαλόπουλος, Κ.Α. (1973) Τρία ανέκδοτα ιστορικά δοκίμια του φιλικού Γεωργίου Λασσάνη. Δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Θεσσαλονίκη. Βρανούσης, Ι.Λ. (1954) Ρήγας, Βασική Βιβλιοθήκη, 10. Αθήνα: Ε & Μ Ζαχαρόπουλος. Γατοπούλου, Δ. (χ.χρ.) Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο εθνικός ήρως του εικοσιένα. Αθήνα: Ελευθερουδάκης. Δημάκης, Ι.Δ. (1993) Ο Υψηλάντης πριν από την επανάσταση του 1821. Επιστημονική διημερίδα «Μνήμη Αλεξάνδρου Υψηλάντη 200 χρόνια από τη γέννησή του» (1792-1992). Θεσσαλονίκη. Ενεπεκίδης, Π.Κ. (1965) Ρήγας–Υψηλάντης-Καποδίστριας. Αθήνα: Εστία. Λάιος, Γ. (1958) Ανέκδοτες Επιστολές και Έγγραφα του 1821 Ιστορικά Ντοκουμέντα από τα Αυστριακά Αρχεία. Αθήνα: Δίφρος. Μποτονάκη, Αλ. (2007) Η επανάσταση στις παραδουνάβιες χώρες (Μολδαβία-Βλαχία) και οι Θράκες αγωνιστές, Ο φάρος της Αλεξανδρούπολης, 21. Νερουλός, Ι.-Ρ. (1824) Ιστορικαί αναμνήσεις επί των στρατιωτικών γεγονότων εισβολής του Υψηλάντου εις την Μολδαυίαν. Μόσχα. Ξόδιλος, Α. (1964) Η εταιρεία των Φιλικών και τα πρώτα συμβάντα του 1821. Αθήναι: Λ.Ι Βρανούσης & Ν Καμαρινός. Παπαδόπουλος, Στ. Ι. (1977), Λασσάνης Γεώργιος ο κοζανίτης αγωνιστής και λόγιος. Θεσσαλονίκη. Παπανικολάου-Κρίστενσεν Αριστέα (1993), Χριστιανός Χάνσεν Επιστολές και σχέδια από την Ελλάδα, Αθήνα: Ωκεανίδα. Πεπραγμένα Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος του έτους 1899, Δελτίο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας. Ε, 584-586. Aθήνα: Ιστορική Εθνολογική Εταιρεία Ελλάδος. Πρεβελάκης, Ε.Γ., Λούρος Κ.Ν. (1974) Γεωργίου Ψύλλα., Απομνημονεύματα του βίου μου. Αθήνα: Γραφείο δημοσιευμάτων της Ακαδημίας Αθηνών. Ράδου, Κ. (1913) Έγγραφα, σημειώσεις, επιστολαί Γ.Βοϊνέσκου. Δελτίο Ιστορικής Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, Ζ. Aθήνα: Ιστορική Εθνολογική Εταιρεία Ελλάδος. 69 Ο ΕΠΕΝΔΥΤΗΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΛΟΧΙΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΞΕΝΟΚΡΑΤΟΥΣ Ράδου, Κ. (1919) Ο Ιερός Λόχος και η εν Δραγατσανίω Μάχη. Εν Αθήναις: Βιβλιοπωλείον Ελευθερουδάκη & Μπαρτ. Ράδου, Κ. (1921) Εισβολή του Υψηλάντου εις Μολδοβλαχία και έναρξις του Ιερού Αγώνος. Εν Αθήναις: Βιβλιοπωλείον Ελευθερουδάκη & Μπαρτ. Ρίζος- Νερουλός, Ι. (1824), Ιστορικαί αναμνήσεις επί των στρατιωτικών γεγονότων εισβολής του Υψηλάντου εις την Μολδαυϊαν. Μόσχα. Σακκά, Γ. (1973) Ο Ιερός Λόχος. Αθήνα. Σολωμού, Α. (1985) Γεννάδιος Γεώργιος. Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Β. Αθήνα:Εκδοτική Αθηνών. Σούτζος, Δ. (1976) Φιλέλληνες των Βαλκανίων στην επανάσταση του ’21. Αθήνα Στασινοπούλου, Ε.Κ. (1935) Ο στρατός της πρώτης εκατονταετίας. Ιστορική σκιαγραφία της εξελίξεως του ελληνικού στρατού. Αθήνα. Τζιάτζιος, Ε. Σ. (χ.χρ.) Η Φιλική Εταιρεία και ο Γεώργιος Λασσάνη. Μακεδονικά, Α. Θεσσαλονίκη. Τσούλιος,Γ. (1970) Ιστορικόν Λεύκωμα της Ελληνικής Επαναστάσεως τ.Α Αθήνα: Εκδοτικός οίκος Μέλισσα Το εν Δραγατσανίω μνημείον του Ιερού Λόχου. Δελτίον της Εστίας Αρ. 449 4/8/1885 Φιλήμων, Ι. (1861) Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως,τ. Α- Δ. Αθήναι: Τύποις Π. Σούτσα & Α. Κτενά. Φραντζής, Α.(1839) Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος τ. Α. Αθήνα: Εκ της τυπογραφείας Η ιστορία του Κωνστ. Καστόρχη και συντροφίας Οδός Αιόλου. Φωτεινός, Η. (1846) Οι άθλοι της εν Βλαχία Ελληνικής Επαναστάσεως το 1821 έτος. Εν Λειψία της Σακσονίας. Φωτιάδη, Δ. (1971-1972) Η επανάσταση του ’21, τ. Α-Δ. 70