Location via proxy:   [ UP ]  
[Report a bug]   [Manage cookies]                

Ἀδημοσίευτες ἀπελευθερωτικὲς ἐπιγραφὲς ἀπὸ τὴν Ὑπάτη

ενα 22-25 αρχαιογνωστικο περιοδικο EΛΛHNIKH EΠIΓPAΦIKH ETAIPEIA AΘHNA 2010–13 22-25 κδ τες: AΓΓEΛOΣ Π. MATΘAIOY – BOYΛA N. MΠAPΔANH Γ. A. ΠIKOYΛAΣ – APHΣ N. TΣAPABOΠOYΛOΣ Hλεκτρονικ στοιχειοθεσα: HOPOΣ Σελδωση – φωτογρ!φηση – κτ"πωση – βιβλιοδεσα: Γ. APΓYPOΠOYΛOΣ EΠE Eπιμ%λεια κδ σεως: A. Π. MATΘAIOY – Γ. A. ΠIKOYΛAΣ ISSN 1105–2163 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ σημείωμα 7–8 ΑΤΤΙΚΗΣ Ν. ΠαΠαζαρκαδας – Ε. ρωςςιου, Τμῆμα συνθήκης Ἀθηναίων τοῦ 5ου αἰ. π.Χ. α. Π. Ματθαιου, Δύο Ἀττικὰ ψηφίσματα Βουλα Ν. ΜΠαρδαΝη, Δύο νέα Ἀττικὰ ψηφίσματα Μ. J. OsbOrne, Additions (real and imagined) to the Corpus of Athenian Citizenship Decrees Β. Ν. ΜΠαρδαΝη – α. Π. Ματθαιου, Τιμαὶ Φανοδήμου Διύλλου Θυμαιτάδου KazuhirO TaKeuchi, Ten Notes on Inscriptions from the Attic Demes θ. ΠΕτροΠουλου – Ε.-λ. ΧωρΕΜη, Τμῆμα καταλόγου Ἀθηναίων δημοτῶν ΓΕωρΓια Ε. ΜαλουΧου, Τὸ ἐνεπίγραφο βάθρο τῶν ἀπὸ Φυλῆς τὸν δῆμον καταγαγόντων (SEG 28, 45) ςοφια αλιφΕρη, Στοιχεῖα Διονυσιακῆς λατρείας σὲ ψήφισμα τῶν Ἰκαριέων 9–16 17–42 43–51 53–78 79–84 85–106 107–114 115–144 145–153 αΝδροΝικη κ. Μακρη – Νικη α. ςακκα, Χορηγικὴ ἐπιγραφὴ Θαργηλίων 155–162 δ. ς. ςουρλας, Βάθρο λαμπάδος Θεμιστοκλέους Θεοφράστου Ἁγνουσίου 169–174 Γ. Ε. ΜαλουΧου – δ. ς. ςουρλας, Ἐνεπίγραφο βάθρο λαμπάδος α. Π. Ματθαιου – Ε. ρωςςιου, Ἐπιγραφὴ χαραγμένη σὲ βράχο στὴν Καμάριζα Λαυρίου ΓαληΝη δαςκαλακη, Ενεπίγραφος σκύφος από την Κηφισιά αρης τςαραΒοΠουλος, Ενεπίγραφα καρφιά ή Η λογιστική του στρατού τα ελληνιστικά χρόνια Μαρια Ντουρου, Το ιερό των Νυμφών και μία νέα επιγραφή ΕυαΓΓΕλος ς. κρουςταλης, Παραθαλάσσιες ὀχυρώσεις στὴ Σαλαμίνα ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΝΕκταριος ι. ςκαΓκος, Νέες ἐπιγραφὲς ἀπὸ τὴ Λακωνία ΕλΕΝη ζαΒΒου, Τιμητικὴ ἐπιγραφὴ Εὐρυκλειδῶν ἀπὸ τὴ Λακωνία Μαρια ς. διακουΜακου, Νέα ἀνάγνωση τοῦ Μεσσηνιακοῦ ἱεροῦ νόμου 163–168 175–178 179–186 187–198 199–208 209–223 225–230 231–240 (IG V 1, 1316) 241–249 τῆς IG V 1, 1317 251–260 ΕλΕΝη κουριΝου, Ἀνιστάμεν ἐς τὸ γερώιον. Νέα ἀνάγνωση καὶ ἑρμηνεία 3 Γ. α. Πικουλας, Καθώς ἐστι ἁμῖν ἁ χώρα. Ἡ βόρεια μεθόριος Μεσσηνίας καὶ Ἀρκαδίας – Ἐπίμετρο: Β. Ν. ΜΠαρδαΝη, Ἡ ἐπιγραφή Ξ. αραΠοΓιαΝΝη – α. Π. Ματθαιου, Ἀπελευθερωτικὴ ἐπιγραφὴ Φιγαλείας ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ ΓιαΝΝης καλλιοΝτζης, Επιγραφές Βοιωτίας Γ. Ν. Παλλης – Ν. δ. ΠΕτροΧΕιλος, Ἀδημοσίευτες ἀπελευθερωτικὲς ἐπιγραφὲς ἀπὸ τὴν Ὑπάτη αΝθη ΜΠατζιου – Γ. α. Πικουλας, Ψήφισμα τοῦ Κοινοῦ τῶν Μαγνήτων ΓιαΝΝης ζ. τζιφοΠουλος, Χρυσά ενεπίγραφα επιστόμια, νέα και παλαιά κ. ρωΜιοΠουλου, Ένα graffito με εμπορικές σημειώσεις σε αγγείο από την Αμφίπολη ΝΗΣΩΝ ΑΙΓΑΙΟΥ 261–287 289–307 309–326 327–341 343–350 351–356 357–360 ΓιωρΓος κ. ΠαΠαδοΠουλος, Ἐπιγραφὲς ἀπὸ τὴν Ἀνάφη 361–373 α. Π. Ματθαιου, Ἐπιγραφὲς Νάξου 387–401 α. Γ. bλαΧοΠουλος – α. Π. Ματθαιου, Νεώτερα ἀρχαιολογικὰ Ἀστυπάλαιας 375–386 ζωζη δ. ΠαΠαδοΠουλου, Παριακά α. Π. Ματθαιου, Νέας ἐπιγραφῆς τῆς Σίφνου ἐπανεξέτασις Ν. ΠαΠαζαρκαδας, Νέα ἐπιγραφὴ περὶ Πτολεμαίων ἀπὸ τὴ Σίφνο Ν. ΠαΠαζαρκαδας – z. δ. ΠαΠαδοΠουλου, Σιφναϊκὸ ψήφισμα ὑπὲρ 403–418 419–424 425–452 Ἀμφιχάρους Σεριφίου 453–480 πόλεως Χίου 481–517 πόλιν τῆς Μινώας Ἀμοργοῦ 519–534 δΕςΠοιΝα α. τςαρδακα, Συμβολή στην ιστορική τοπογραφία της αρχαίας λιλα ι. ΜαραΓκου – α. Π. Ματθαιου, Ἐπιγραφὲς ἀπὸ τὴν χώραν καὶ τὴν ἔρευνα Ε. Π. ΕλΕυθΕριου – Ν. ι. ςκαΓκος, Βουτιάνοι Λακωνίας, Εκκλησιές: Η ανασκαφική έρευνα. Ι Γ. α. Πικουλας, Παραλειπόμενα ἐκ Λακωνίας νεκρολογίες Μιχάλης Μπορμπουδάκης (18.3.1935–15.5.2010) Νίκος Κοπάτος (2.10.1927–30.1.2012) σχόλια 535–560 561–564 565–574 567–571 572–574 575–583 4 φέρ᾽ ὕδωρ φέρ’ οἶνον ὦ παῖ, φέρε <δ’> ἀνθεμόεντας ἡμὶν στεφάνους· ἔνεικον, ὡς δὴ πρὸς Ἔρωτα πυκταλίζω. Εἰς μνήμην Φίλιππου Βλάχου Γιάννη Ζόμπολα Μιχάλη Μπορμπουδάκη Ἕκτορα Κακναβάτου Μιχάλη Τσακίρη Νίκου Κοπάτου ΗΟΡΟΣ 22–25(2010–2013)327–341 ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΠΑΛΛΗΣ – ΝΙΚΟΛΑΟΣ Δ. ΠΕΤΡΟΧΕΙΛΟΣ Ἀδημοσίευτες ἀπελευθερωτικὲς ἐπιγραφὲς ἀπὸ τὴν Ὑπάτη Ἡ ἀρχαία Ὑπάτη, ἡ ὁποία βρισκόταν στη θέση τοῦ ὁμώνυμου σύγχρονου οἰκισμοῦ τοῦ νομοῦ Φθιώτιδας, ὑπῆρξε πόλη τῆς Αἰνίδος, ποὺ περιῆλθε μὲ ἀπόφαση τοῦ Αὐγούστου στὸ Κοινὸ τῶν Θεσσαλῶν τὸ 27 π.Χ.1 καὶ σταδιακὰ ἐξελίχθηκε στὸ σπουδαιότερο κέντρο τοῦ Κοινοῦ, ἐπισκιάζοντας ἀκόμα καὶ τὴ Λάρισα2. Σχεδὸν 2.5 Ὁ Γεώργιος Πάλλης παρουσιάζει τὰ θέματα τῆς τοπογραφίας καὶ τῆς εὕρεσης τῶν ἐπιγραφῶν· ὁ Νικόλαος Πετρόχειλος σχολιάζει τὶς ἐπιγραφές· ἡ ἀνάγνωση καὶ ἡ μεταγραφὴ τῶν κειμένων ὀφείλεται στὴ συνεργασία τῶν δύο. Εὐχαριστοῦμε θερμὰ τὸν Ἄγγελο Π. Ματθαίου γιὰ τὶς καίριες ὑποδείξεις του στὸ κείμενο τῆς μελέτης. 1. F. Burrer, Münzprägung und Geschichte des thessalischen Bundes in der römischen Kaiserzeit bis auf Hadrian: (31 v. Chr. - 138 n. Chr.), Saarbrücken 1993, 3. Γιὰ τὸ Κοινὸ κατὰ τὴν αὐτοκρατορικὴ περίοδο, βλ. J. A. O. Larsen, Roman Greece, στὸ T. Frank (ed.), An economic survey of ancient Rome, New Jersey 1959, 447–448· H. Kramolisch, Demetrias II: die Strategen des Thessalischen Bundes vom Jahr 196 v. Chr. bis zum Ausgang der römischen Republik, Bonn 1978, 126κἑ.· R. A. Bouchon, Les élites politiques de la cité de Delphes et du koinon des Thessaliens: cadre institutionnel, chronologie et pratiques familiales (1er s. av. J.-C./IIIème s. ap. J.-C.): contribution à l’histoire politique et sociale de la Grèce centrale sous administration romaine, Lille 2007, 51κἑ. 2. Apul., Met. 1.5, 1.24, 2.19. RE ΙΧ 1 (1914) 236–240 s.v. Ἡ Ὑπάτα (F. Stählin). Y. Béquignon, La vallée du Spercheios des origines au IVe siècle, Paris 1937, 308–312. G. W. Bowersock, Zur Geschichte des römischen Thessaliens, RhM 108(1965)277–289, εἰδικὰ 279κἑ. Στ. Ροζάκη, Οἱ τρεῖς χάριτες σὲ ψηφιδωτό δάπεδο τῆς Ὑπάτης, AAA 16(1983)132–142. Π. Α. Πάντος, Αινίς, Οιταία και Μαλίς –εκτός Λαμίας– κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο, στὸ Πρακτικά Α΄ Συνέδριου Φθιωτικών Ερευνών, Λουτρά Υπάτης, 27–29.4.1990, Λαμία 1993, 67–82, εἰδικὰ 74–78. P. Pantos, La vallée du Spercheios –Lamia exceptée– aux époques hellénistique et romaine. Quinze années de recherches, 1975-1990, στὸ Θεσσαλία. Δεκαπέντε χρόνια αρχαιολογικής έρευνας, 1975-1990. Αποτελέσματα και προοπτικές, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Λυών, 17–22.4.1990, τ. Β´, Αθήνα 1994, 221–228, εἰδικὰ 223–226, εἰκ. 2. Κατὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς χρόνους, ἀπὸ τὸν 9ο αἰώνα, ἡ πόλη μετονομάστηκε σὲ Νέαι Πάτραι καὶ μόνο μετὰ τὴν ἵδρυση τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ κράτους ἀνέκτησε τὸ ἀρχαῖο τῆς ὄνομα. Γιὰ τὴν Αἰνίδα, βλ. Fr. Stählin, Das hellenische Thessalien. Landeskundliche und geschichtliche Beschreibung Thessaliens in der hellenischen und römischen Zeit, Stuttgart 1924, 219–226. N. V. Sekunda, The Kylloi and Eubiotoi of Hypata, ZPE 118(1997)208. Π. Πάντος, ὅπ. π., 78–80. P. Pantos, ὅπ. π., 226–227. 327 χλμ. ΒΑ τῆς Ὑπάτης, στο μέσον περίπου τῆς ἀπόστασης μεταξὺ τῆς ἴδιας καὶ τοῦ σημερινοῦ οἰκισμοῦ Λ ο υ τ ρ ά 3, ἐντοπίζεται ἡ θέση Β α ρ κ ά , φυσικὰ προφυλαγμένη ἀπὸ τοὺς προβούνους τῆς Οἴτης καὶ μὲ ἀνεμπόδιστη θέα πρὸς τὴν κοιλάδα τοῦ Σπερχειοῦ. Ἐκτὸς ἀπὸ μία ταφὴ τῆς κλασικῆς περιόδου4, στὰ Βαρκὰ δὲν ἔχουν ἐντοπιστεῖ μέχρι σήμερα ἄλλα εὑρήματα ἀναγόμενα στοὺς ἀρχαίους χρόνους. Ἡ θέση εἶναι κυρίως γνωστὴ γιὰ τὴν τρίκλιτη παλαιοχριστιανικὴ βασιλικὴ ποὺ ἀνεγέρθηκε κατὰ τὸ β´ ἥμισυ τοῦ 6ου αἰ.5, καθὼς καὶ γιὰ ἕνα κτίσμα, τὸ ὁποῖο ἀνασκάφηκε στὰ βόρεια τῆς βασιλικῆς καὶ ἑρμηνεύεται ὡς λουτρό, χρονολογούμενο στὰ τέλη τοῦ 5ου–ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰ.6. Στὸν χῶρο σημειώθηκε νέα ἐγκατάσταση κατὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς χρόνους, ὅταν ἡ βασιλικὴ ἀνοικοδομήθηκε, πιθανότατα ὡς καθολικὸ μονῆς7. Παρὰ τὶς συχνὲς βιβλιογραφικές της ἀναφορές, ἡ ἀρχική, παλαιοχριστιανικὴ βασιλικὴ ἀποτελεῖ ἕνα μᾶλλον ἄγνωστο μνημεῖο. Ἡ ἀνασκαφή της, ἡ ὁποία ἄρχισε κατὰ τὰ ἔτη 1936–1937 ἀπὸ τὸν Νικόλαο Πλάτωνα καὶ ὁλοκληρώθηκε τὸ 1970 ἀπὸ 3. Τὸ τοπωνύμιο Λουτρὰ ὀφείλεται στὶς ἐκεῖ πηγὲς θερμοῦ ὕδατος. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ 1837 ὁ Ludwig Landerer εἶδε λείψανα ἀρχαίων οἰκοδομημάτων καὶ ὑποστήριξε ὅτι στὸ σημεῖο ὑπῆρχαν θέρμες «κτισμένες ἀπὸ πέτρα καὶ μάρμαρο», Λ. Λάνδερερ, Περὶ τῶν ἐν Ὑπάτη θερμῶν ὑδάτων, Ἀποθήκη Ὠφελίμων Γνώσεων 1(1837)106. Σήμερα δὲν σώζεται κάποια ἔνδειξη ἐκμετάλλευσης τῶν πηγῶν κατὰ τὴν ἀρχαιότητα. 4. Ἐντοπίστηκε σὲ ἀπόσταση περίπου 300 μ. ἀνατολικὰ τῆς βασιλικῆς ποὺ θὰ συζητηθεῖ ἀργότερα· Π. Πάντος, ΑΔ 42(1987) Χρονικά Β 1, 223. P. Pantos, ὅπ. π., 224. Κάποια ἴχνη ἀπὸ ψηφιδωτὰ δάπεδα ποὺ βρέθηκαν πρόσφατα σὲ ἀγροτεμάχιο στὰ δυτικά, μᾶλλον ἀνήκουν σὲ ρωμαϊκὴ ἢ ὑστερορωμαϊκὴ ἔπαυλη· Γ. Πάλλης, ΑΔ 63(2008) Χρονικά (ὑπὸ ἔκδοση). 5. Π. Λαζαρίδης, ΑΔ 23(1968) Χρονικὰ B 1, 252, πίν. 195α–β· τοῦ ἰδίου, ΑΔ 25(1970) Χρονικὰ Β 1, 266–267, πίν. 233α καὶ ΑΔ 26(1971) Χρονικὰ Β 1, 286. Τρ. Δ. Παπαναγιώτου, Ἱστορία καὶ μνημεῖα τῆς Φθιώτιδος, ἐν Ἀθήναις 1971, 226–227, εἰκ. 127. J. Koder – Fr. Hild, Tabula Imperii Byzantini, Hellas und Thessalia, Wien 1976, 207. D. Pallas, Les monuments paléochrétiens de Grèce découverts de 1959 à 1973, Vaticano 1977, 40. Π. Ἀσημακοπούλου-Ἀτζακᾶ, Σύνταγμα τῶν παλαιοχριστιανικῶν ψηφιδωτῶν δαπέδων τῆς Ἑλλάδος ΙΙ. Πελοπόννησος-Στερεὰ Ἑλλάδα, Θεσσαλονίκη 1988, 180, ἀρ. 115. P. Pantos, ὅπ. π., 224. N. G. Laskaris, Monuments funéraires paléochrétiens (et byzantins) de Grèce, Athènes 2000, 59. Β. Συθιακάκη-Κριτσιμάλλη, Ἱστορικὴ τοπογραφία τῆς Φθιώτιδας κατὰ τὴν παλαιοχριστιανικὴ περίοδο, στὸ Πρακτικὰ 1ου Συνεδρίου Φθιωτικῆς Ἱστορίας, 3–4.11.2001, Λαμία 2002, 58. Ι. Δ. Βαραλής, Ἡ ναοδομία τῆς Θεσσαλίας κατὰ τὴν παλαιοχριστιανικὴ περίοδο, ΑΕΘΣΕ 1(2003)361. 6. Τρ. Παπαναγιώτου, ὅπ. π., 227. Π. Λαζαρίδης, ΑΔ 27(1972) Χρονικὰ Β 2, 390, πίν. 326α–γ, 327α–γ καὶ ΑΔ 28(1973, Χρονικὰ Β 1, 321, πίν. 275α. Ἀσημακοπούλου-Ἀτζακᾶ, ὅπ. π., 178–179, ἀρ. 114, πίν. 302–309α. J.-P. Sodini, Mosaïques paléochrétiennes de Gréce: L’atelier de Klapsi et de Loutra Hypatis, BCH 102(1978)557–561. P. Pantos, ὅπ. π., 224. Συθιακάκη-Κριτσιμάλλη, ὅπ. π., 58. 7. Γ. Πάλλης, Ὁ μοναχισμὸς στὸ ὅρος Οἴτη κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο. Ἀρχαιολογικὲς μαρτυρίες, στὸ Πρακτικὰ Πανελληνίου Συνεδρίου ‘H Yπάτη στην εκκλησιαστική ιστορία, την εκκλησιαστική τέχνη και τον ελλαδικό μοναχισμόʼ, Αθήνα 2011, 495–517, εἰδικὰ 509–510, εἰκ. 9. 328 τὸν Παῦλο Λαζαρίδη, δὲν συνοδεύτηκε ἀπὸ συστηματικὴ μελέτη καὶ δημοσίευση τόσο τοῦ ἴδιου τοῦ οἰκοδομήματος ὅσο καὶ τῶν κινητῶν εὑρημάτων8. Στὸ μνημεῖο βρέθηκαν μεταξὺ ἄλλων δύο ἐνεπίγραφοι λίθοι ρωμαϊκῶν χρόνων, γιὰ τοὺς ὁποίους ὑπάρχουν μόνον ἐπιγραμματικὲς μνεῖες9. Οἱ ἐπιγραφές, ποὺ δημοσιεύονται στὴν παροῦσα μελέτη, συμβάλλουν στὴν προσωπογραφία τῆς Ὑπάτης, καθὼς καὶ στὴ γνώση τῆς διαδικασίας ἀπελευθέρωσης δούλων κατὰ τὴν αὐτοκρατορικὴ περίοδο στὴ Θεσσαλία10. Οἱ δύο ἐνεπίγραφοι λίθοι εἶχαν χρησιμοποιηθεῖ ἐκ νέου ὡς οἰκοδομικὸ ὑλικό. Ὁ ἀρχαιότερος (Α) βρέθηκε ἐντοιχισμένος στὸν στυλοβάτη τῆς βόρειας ἐσωτερικῆς κιονοστοιχίας τῆς βασιλικῆς, ἐνῶ ὁ νεώτερος (Β) ἀπόκειται σήμερα στὸ βόρειο κλίτος. Ἡ ἀκριβὴς ἀρχική τους θέση εἶναι γνωστὴ χάρη στὴ σχετικὴ ὑπηρεσιακὴ ἀναφορὰ τοῦ Ν. Πλάτωνος, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε νὰ διεξαγάγει τὴν ἀνασκαφικὴ ἔρευνα ποὺ εἶχε παράνομα ἐπιχειρήσει ἕνας Σύρος κηπουρὸς μετὰ ἀπὸ νυκτερινὸ ὅραμα. Σύμφωνα μὲ ὅσα ἀναφέρει ὁ Πλάτων, καθὼς καὶ μὲ τὸ πρόχειρο σχέδιο ποὺ ὑπέβαλε, καὶ οἱ δύο λίθοι βρέθηκαν ἐντοιχισμένοι «ὑπτίως» στὸν στυλοβάτη τῆς βόρειας κιονοστοιχίας τοῦ ναοῦ11. Ὁ στυλοβάτης ἐκτιμᾶται ὅτι ἀνήκει στὴ δεύτερη οἰκοδομικὴ φάση τοῦ μνημείου, ἡ ὁποία χρονολογεῖται κατὰ τὴ μέση βυζαντινὴ περίοδο (10ος–12ος αι.)12. Λαμβάνοντας ὑπόψη τὰ πιὸ πάνω, φαίνεται ὅτι οἱ δύο λίθοι μεταφέρθηκαν ἀπὸ ἄλλη θέση στὴ βασιλική, προκειμένου νὰ χρησιμοποιηθοῦν ἐκ νέου. Ὅπως θὰ ἐκτεθεῖ στὴ συνέχεια, εἰκάζουμε ὅτι ἀρχικὰ θὰ βρίσκονταν στὴν Ὑπάτη. Οἱ δύο λίθοι ἦταν ὀρθοστάτες, προερχόμενοι πιθανότατα ἀπὸ ἕναν μνημειακὸ περίβολο. Ὅπως συνάγεται ἀπὸ τὴ μορφὴ τῶν γραμμάτων καὶ τὴν προσωπογραφία, οἱ ἐπιγραφὲς ποὺ φέρουν δὲν εἶναι σύγχρονες. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις, τὰ κείμενα καλύπτουν τὶς δύο πλευρὲς κάθε λίθου, ἐνῶ ἡ τρίτη εἶναι ἀνεπίγραφη. Ἡ τέταρτη πλευρὰ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἐξεταστεῖ, λόγω τῆς σημερινῆς τους θέσης, στὸν στυλοβάτη (λίθος A) καὶ κατὰ γῆς στὸ βόρειο κλίτος (λίθος B). 8. Τὸ χρονικὸ τῆς πρώτης ἀνασκαφικῆς περιόδου (1936–1937) δημοσιεύτηκε πρόσφατα ἀπὸ τὸν Π. Πάντο βάσει τῆς ἀπὸ 29ης Αὐγούστου 1936 ὑπηρεσιακῆς ἀναφορᾶς τοῦ Ν. Πλάτωνος, τότε ἐπιμελητοῦ ἀρχαιοτήτων στὴν Ἐφορεία Θηβῶν, ἡ ὁποία σώζεται στὸ Ἀρχεῖο τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ὑπηρεσίας, βλ. Π. Πάντος, Ἡ ἀνασκαφὴ τῆς βασιλικῆς Λουτρῶν Ὑπάτης (1936-7), Ὑπάτη 51 (Δεκέμβριος 2007)40–46. 9. Π. Λαζαρίδης, ΑΔ 23(1968) Χρονικὰ B 1, 252, πίν. 195α. Τρ. Παπαναγιώτου, ὅπ. π., 227. Ἐπίσης μνημονεύονται ἀπὸ τὸν R. Bouchon, ὅπ. π. (σημ. 1), 84, σημ. 385. 10. Θερμὲς εὐχαριστίες ὀφείλονται στὴν 24η Ἐφορεία Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων καὶ τὴν ΙΔ´ Ἐφορεία Προϊστορικῶν καὶ Κλασικῶν Ἀρχαιοτήτων γιὰ τὴ χορήγηση ἄδειας μελέτης καὶ δημοσίευσης τῶν ἐπιγραφῶν. 11. Π. Πάντος 2007, ὅπ. π., 43–44. 12. Γ. Πάλλης, ὅπ. π., 509–510. 329 Λίθος A Ὀρθογώνιος ὀρθοστάτης ἀπὸ φαιὸ ἀσβεστόλιθο μὲ μείωση πρὸς τὰ πάνω. Ὕψος 0.80μ., μῆκος 1.01μ., πάχος 0.46μ. Ἄνω ἀπολήγει σὲ κυμάτιο ὕψους 0.05μ. καὶ στὴ βάση σὲ ἁπλὴ πλίνθο ὕψους ἐπίσης 0.05μ. Ὕψος γραμμάτων 0.023μ. Διά- στιχο 0.008μ. Ἡ ἄνω ὀριζόντια ἐπιφάνεια εἶναι ἁδρομερῶς δουλεμένη καὶ φέρει ὀρθογώνιο τόρμο μὲ διαστάσεις 0.055μ. Χ 0.055μ. καὶ 0,05μ. βάθος. Στὴν κάτω ὀριζόντια ἐπιφάνεια τόρμος διαστάσεων 0.09μ. Χ 0.04μ. καὶ βάθους 0.02μ. (εἰκ. 1, 2). Δεξιὰ ὄψη 127/8 μ.Χ. 5 10 15 20 -----------------είδη ἀπὸ Ν̣[ικ]̣φορίου· στρατηγοῦντος Ἐπαινέτου· Ὠφελίμα ἀπὸ Ἀλαθονείκου ξενικῇ, Νεικόπολις ἀπὸ Ἱλάρας, Λυκολέων ἀπὸ Νεικοσ[τράτ]ου καὶ Δικεάρχου, Εὐτυχία ἀπὸ Νείκωνος ξενικῇ, Κέρδων ἀπὸ Λυ[σι]̣άχου ξ̣νικῇ, Ἀρκολαμια καὶ [Σ]̣μφέρουσα ἀπὸ Λύκας ξεν<ι>κῇ, Σωτᾶς ἀπὸ Ἑρμολάου, Δρακοντὶς ἀπὸ Σωσάνδρου, Θάλλουσα ἀ{ἀ}πὸ Νεικίου, Παρθένα ἀπὸ Πετραίου ξενικῇ, Τρόφιμος ἀπὸ Ἑκτικοῦ u καὶ ἐξωδίασα(ν) Ἑρμολάῳ πρωτοστατοῦντι δηνάρια πεντακόσι(α), Τειμαρέτῳ γυμνασιαρχοῦ[ν]τι δηνάρια ὀκτακόσια, Πυ[ρ]ρίᾳ γυμνασιαρχοῦντι δηνά[ρι]α ἑκατὸν ὀγδοήκοντα πέντε, Ἀμύντᾳ Ἀλαθονείκου πρωτο[στατοῦντι - - - - - - - - - -] 10 ξεν<ι>κῇ· ἀρχικὰ παραλείφθηκε καὶ στὴ συνέχεια προστέθηκε ἀπὸ τὸν χαράκτη, γεγονὸς ποὺ ἐξηγεῖ τὸ μικρότερο ὕψος τῶν γραμμάτων (τὸ ξῖ ἔχει 0.009μ., τὰ ὑπόλοιπα 0.006μ.), τὸ πρῶτο γράμμα ἀνάμεσα στὰ ὀνόματα, ἡ συνέχεια τῆς λέξης πάνω ἀπὸ τὸ Σωτας· Ν+Κ συμπίλημα ‖ 12 τὸ δεύτερο ἄλφα ἐγγράφεται στὸ πῖ. 1 Τὸ πρῶτο ὄνομα εἶναι γυναικεῖο· δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συμπληρωθεῖ, καθὼς ἡ κατάληξη -είδη ἤ -ίδη δὲν ἀπαντᾶ στὸν ἀντίστροφο κατάλογο ὀνομάτων τοῦ LGPN 330 III.B. Πρβλ. ὅμως τὰ Ἴδη στὴν Καμπανία (αὐτοκρατορικοὶ χρόνοι LGPN III.A, s.v.) καὶ Λυσίδη στὴν Ἐπίδαυρο (ἀβέβαιη, πρῶτο μισὸ τοῦ 5ου αἰ. π.Χ., LGPN III.A, s.v.) καὶ στὴν Ἀθήνα (256/5 π.Χ., LGPN II, s.v.). Γιὰ τὴ γραφὴ -ειδη βλ. πιὸ κάτω Νείκωνος κ.τ.ὅ. Νεικηφόριος· τὸ ὄνομα εἶναι ἄγνωστο στὴ θεσσαλικὴ προσωπογραφία· παράγεται ἀπὸ τὸ ὄνομα Νικηφόρος, γνωστὸ στὴ Μαλίδα κατὰ τὸ 60 π.Χ. (IG IX 2, 71.8). 2 Ὠφελίμα· ὄνομα ποὺ ἀπαντᾶ γιὰ πρώτη φορὰ στὴ Μαλίδα. Εἶναι ἐπίσης γνωστὸ μιὰ φορὰ στὴν ἑλληνιστικὴ καὶ τρεῖς στὴν αὐτοκρατορικὴ Θεσσαλία13. 3 Ἀλαθόνικος· τὸ ὄνομα εἶναι γνωστὸ κατὰ τὸν 3ο αἰ. π.Χ. στὴ Φάρσαλο (LGPN III.B, s.v.). Μὲ δεδομένη τὴ σπανιότητα τοῦ ὀνόματος ἴσως ὁ ἀναφερόμενος στοὺς στίχ. 3 καὶ 21 νὰ εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο. 9 Ἀρκολαμία· ὄνομα ἅπαξ ἀπαντώμενο. Τὸ πρῶτο συνθετικὸ παράγεται ἀπὸ τὸ ἀρκο- (= ἄρκτος)14, ἀπὸ τὸ ὁποῖο τὰ ὀνόματα Ἀρκολέων, Ἀρκόλυκος κ.τ.ὅ. Τὸ δεύτερο συνθετικὸ δὲν εἶναι βέβαιο, ἄν παράγεται ἀπὸ τὴ δαίμονικὴ μορφὴ Λάμια, ὅπως δέχεται ὁ Dittenberger γιὰ ἐπιγραφὴ ἑλληνιστικῶν χρόνων στὴν Τανάγρα (IG VII 1173· ἀντίθετα ὅμως στὸ LGPN III.B, s.v.) ἢ ἀπὸ τὸ τοπωνύμιο Λαμία, ὅνομα γνωστὸ στὴ Φωκίδα καὶ τη Θεσσαλία κατὰ τοὺς αὐτοκρατορικοὺς χρόνους (LGPN III.B, s.v.· ἐπίσης, δύο ἀπελεύθερες ἀπὸ τοὺς Δελφοὺς κατὰ τὸν 1ο αἰ. μ.Χ.). Συμφέρουσα· ἀπαντᾶ στὴν Ὑπάτη πρὶν ἀπὸ τὸ 131 μ.Χ. (IX 2, 21.11). 10 Σωτᾶς· ὁ Helly προτιμᾶ τὸν τονισμὸ Σώτας (Σώ̣[του], lapis) σὲ ἐπιγραφὴ ἀπὸ τοὺς Γόννους15. 13 Παρθένα· συχνὰ ἀπαντώμενο ὄνομα στὴ Βοιωτία, λιγότερο στὴ Φωκίδα καὶ τὴ Λοκρίδα ἀλλὰ γιὰ πρώτη φορὰ στὴ Θεσσαλία. Πετραῖος· ὄνομα γνωστὸ στὴ Θεσσαλία16. Ἕνας Πετραῖος ἀναφέρεται στοὺς Διαλόγους τοῦ Πλουτάρχου (Ἠθ. 409c καὶ 674f), ὁ ὁποῖος ταυτίζεται μὲ τὸν Λεύκιον Κάσσιον Πετραῖον, γιὸ τοῦ Δερκίου ἀπὸ τὴν Ὑπάτη. Ὁ συγκεκριμένος Πετραῖος διετέλεσε ἀρχιερέας καὶ ἀγωνοθέτης στοὺς Δελφούς17, ἐνῶ ἕνας ἄλλος 13. LGPN, s.v. Βλ. ἐπίσης O. Masson, Remarques sur les noms de femmes en grec, ΜH 47(1990)135 (= OMS III, 99) Ὠφέλημα. 14. F. Bechtel, Die historischen Personennamen des Griechischen bis zur Kaiserzeit, Halle 1917, 74. 15. B. Helly, Gonnoi 2, Les inscriptions, Amsterdam 1973, 118, ἀρ. 108, στίχ. 6. 16. L. Robert, Πετραῖος, onomastique et géographie, Hellenica 1(1940)121–122. 17. Syll.3 825 καὶ σημ. 2. G. W. Bowersock, ὅπ. π. (σημ. 2), 280–281. Ἡ παρουσία Ὑπαταίων στὸ ἱερὸ ἦταν πιὸ ἔντονη κατὰ τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 2ου αἰ. μ.Χ.· βλ. κυρίως J. Pouilloux, Une famille de sophistes thessaliens à Delphes au IIe s. ap. J.-C., REG 80(1967)379–384 (= FD III 4, 474)· P. Sanchez, L’amphictionie des Pyles et de Delphes: recherches sur son rôle historique, des origines au IIe siècle de notre ère, Stuttgart 2001, 439 καὶ 529–530· R. Bouchon, ὅπ. π. (σημ. 1), 114. Ἡ κατάσταση ἄλλαξε ἐπὶ τῆς ἀρχῆς τοῦ Ἀδριανοῦ, ὅπως δείχνει κυρίως ἡ ἐπιστολὴ τοῦ αὐτοκράτορα στοὺς Δελφούς, FD ΙΙΙ4, 302 (= CID IV 152). 331 σύγχρονος, ὁ Πετραῖος Ἡρακλείδου, διετέλεσε στρατηγὸς τοῦ Κοινοῦ18. 14 Τρόφιμος· ὄνομα σύνηθες στοὺς ἀπελεύθερους. Ἑκτικός· τὸ ὄνομα ἀπαντᾶται στὴν Ἀθήνα κατὰ τὸν ὕστερο 2ο καὶ πρώιμο 3ο αι. μ.Χ. (LGPN II, s.v.), καθὼς καὶ στὴ Λυδία κατὰ τὸν 2ο αἰ. μ.Χ. (TAM V1 796). Τὰ ὑπόλοιπα ὀνόματα εἶναι κοινά. Κύρια ὄψη 127/8 μ.Χ. ΟΥ Πολύκ[ριτu]ος ε´ φύλλον Eὔπ{ο}̣{ι}αξις ἀπὸ Εὐ- 5 10 15 φράντας καὶ Διονυσίου καὶ Ζωπύρας ξενικῇ, Π̣ρεῖμος ἀπὸ Εὐβιụτου, Ἡρακλέα ἀπὸ Κρατησιπόλεως, Ἀνείκητος ἀπὸ - - - - - - Ἀ̣̣ίστης ξεν(ικῇ){Σ}, Εὔφημος ἀπὸ Ἀμύντα καὶ Πύρ[ρου, Δ]εινὴ ἀπὸ Ἀπάτης, Πρόθυμος ἀπὸ Σωσύλου ξενικῇ, Ζώσιμος ἀπὸ [Ἀ]ριάδνης, Τέρπνος ἀπὸ Ἀρ̣̣̣o<υ>{ς}, Πίστα ἀπὸ Ὠφελίμας ξενικῇ, Ζώπυρος, Βουτᾶς, Ο̣ - - - 7-8 - - -oς, Νεικόστρατος, Διόδωρος, Φιλέρως [- - - 5-6 - - - ἀ]̣ὸ Εὐβιότου, Δρακοντὶς ἀπὸ Σωτα καὶ Καλλιπόλε[ως· στρατηγο]ῦντος Γραικηίου Πρόκλου, Στεφάνιον ἀπὸ Δυμ[αίου καὶ - - - -ΥΟΥ, Βάθυλλος ἀπὸ Πλε[ι]στάρχου καὶ . . . Ο̣ . . Λ . . ΗΤΟΥΚΛΛ̣ . . . . . ΟΝ, Νεικίου, Θάλλος καὶ Διογὰς ἀπὸ ΛΟΥ . . . Ο̣ - -  8 - -ΟΣ̣ - -  6 - -Σ̣ΤΟΥ καὶ Νεικάρχου Ἀριστόκλεια - - -  11 - - - -ΣΚ̣ΕΡΔΟ . Λ̣Ι̣Ι̣ - - - -ΥΡΟΥ ξενικῇ Ἀπο̣λωνία ἀπὸ ΔΑΜΕ- - - 7-8 - - -Σ ἀπὸ Σχολαστικ[οῦ] - -  5 - - καὶ Θηβάδου 4 Τ+Η συμπίλημα. Στὸν ὅρο ξεν(ικῇ) τὸ E ἔχει ὕψος 0,006 μ. 7 ΑΡΙ̣Σ̣Τ̣ΟΣ lap. ‖ 12 πρὶν ἀπὸ τὴν κατάληξη τοῦ ὀνόματος σὲ -ON ὑπάρχει μία σαφὴς κατακόρυφη κεραία ‖ 13 μετὰ τὸ πρῶτο Υ ὑπάρχει μιὰ ὀριζόντια κεραία, ἴσως E ἤ Σ. 1 Τὸ ἔψιλον εἶναι ἀριθμητικό, πρβλ. IG ΙΧ 2, 1041 (= Helly 1973, 169, ἀρ 142): στρατηγοῦντος Κύλλου γ´. Τὸ ἀριθμητικὸ σχετίζεται ἀπὸ τοὺς Kern, Kroog καὶ Helly μὲ τὴ στρατηγία, τὴν ἀνάληψη τοῦ ἀξιώματος γιὰ τρίτη φορά19. Ἀντίθετα οἱ Preuner, Larsen καὶ Sekunda τὸ ἐκλαμβάνουν σωστὰ ὡς δήλωση τοῦ τρίτου ἀτόμου ποὺ φέρει τὸ ὄνομα20, δηλαδή Κῦλλος, ὁ γιὸς τοῦ Κύλλου καὶ ἐγγονὸς τοῦ Κύλλου. 18. H. Kramolisch, ὅπ. π. (σημ. 1), 127. Λ. Γουναροπούλου, Τέσσερις καινούριες ἀπελευθερωτικὲς ἐπιγραφὲς ἀπὸ τὸν Ἀχινὸ Λαμίας, στὸ Ἀμητός: τιμητικὸς τόμος γιὰ τὸν καθηγητὴ Μανόλη Ἀνδρόνικο, Θεσσαλονίκη 1987, 254, 256. 19. O. Kern στὸ λῆμμα τῆς IG IX 2, 1041. G. Kroog, De foederis Thessalorum praetoribus, Halle 1908, 36. B. Helly 1973, ὅπ. π., 167–168. 20. E. Preuner, Griechische Siegerlisten, AM 28(1903)377. J. Larsen, A Thessalian family 332 4 Ἀρίστη· μᾶλλον εἶναι ἡ δεύτερη κυρία καὶ θὰ πρέπει νὰ προηγεῖται ὁ σύν- δεσμος καί. 7 Ἄριστος· ὄνομα ἄγνωστο στὴ Θεσσαλία, ἀντίθετα μὲ τὰ πολὺ κοινὰ σύνθετα Ἀριστόνοος/-νους, Ἀριστόνικος κ.τ.ὅ. Τὸ ὄνομα εἶναι κοινὸ στὴν Πελοπόννησο, τὴν Ἀττικὴ καὶ τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου. 9 Εὐβίοτος· ἰδιαιτέρως πιθανὸ εἶναι τὸ ἐνδεχόμενο ὁ συγκεκριμένος νὰ εἶναι μέλος τῆς θεσσαλικῆς οἰκογένειας τῶν Εὐβιότων21. Στὸν Τ. Φ. Κῦλλον ἀπονεμήθηκε ἡ ρωμαϊκὴ πολιτεία ἐπὶ τῆς ἀρχῆς τοῦ Δομιτιανοῦ, ἐνῶ ὁ γιός του, Τ. Φ. Εὐβίοτος διετέλεσε ἀγωνοθέτης τῶν Πυθικῶν Ἀγώνων22. Οἱ Εὐβίοτοι καὶ οἱ Κῦλλοι ἦταν μεταξὺ τῶν πλέον περιφανῶν οἰκογενειῶν τῆς Ὑπάτης, πολλὰ μέλη τῆς ὁποίας ὁρίστηκαν στρατηγοὶ τοῦ Κοινοῦ κάθε δεύτερη γενιά23. 11 Βάθυλλος· στὴν Κεντρικὴ Ἑλλάδα ἀπαντᾶται στοὺς Δελφούς κατὰ τὸν 4ο αἰ. π.Χ., ἅπαξ στὶς Φερές (LGPN III.B, s.v.) καὶ στὴν Ἀθήνα (LGPN II, s.v.). 12 Στὸ μέσο τοῦ στίχου τὸ ὄνομα μπορεῖ νὰ συμπληρωθεῖ ποικιλοτρόπως, ὡς Ἐπικτήτου, Πολυκλήτου, Ἀφθονήτου κ.τ.ὅ., ὀνόματα διαδεδομένα. 14 Τὸ ἀκρωτηριασμένο ὄνομα στὸ τέλος τοῦ στίχου μπορεῖ νὰ συμπληρωθεῖ ὡς [Ζωπ]ύρου, ὄνομα κοινό. 15 Τὸ πρῶτο ὄνομα μπορεῖ νὰ συμπληρωθεῖ ὡς Δαμέ[α], ὄνομα κοινό. Τὰ ὀνόματα Ἀνείκητος, Ἀριστόκλεια, Νείκαρχος, Νεικίου, Νεικόστρατος, Πρεῖμος εἶναι κοινὰ συνήθως μὲ τὴ γραφὴ ῑ ἀντὶ τῆς διφθόγγου24. Γιὰ πρώτη φορὰ στὴ Θεσσαλία κατὰ τοὺς αὐτοκρατορικοὺς χρόνους ἀπαντῶνται τὰ ὀνόματα Ἀριάδνη, Ἀριστόκλεια, Ἄριστος, Βουτᾶς, Δεινή, Διογάς, Δυμαῖος, Εὔφημος, Εὐφράντα, Ἡρακλέα, Θηβάδας, Κρατησίπολις, Πίστα, Τέρπνος. Λίθος Β Ὀρθογώνιος ὀρθοστάτης ἀπὸ φαιὸ ἀσβεστόλιθο μὲ μείωση πρὸς τὰ πάνω. Ὕψος 0.75μ., μῆκος 0.58μ., πλάτος 0.49μ. Ἄνω ἀπολήγει σὲ κυμάτιο ὕψους 0.07μ. καὶ κάτω σὲ ἁπλὴ πλίνθο ὕψους 0.11μ. Ὕψος γραμμάτων 0.02–0.017μ. (Ο), 0.051μ. under the Principate, CPh 48(1953)86–87· N. V. Sekunda, The Kylloi and Eubiotoi of Hypata, ZPE 118(1997)214–215, ὁ ὁποῖος παραθέτει ἀναφορὲς σὲ στρατηγοὺς ποὺ διατήρησαν τὴν ἀρχὴ γιὰ τρεῖς φορές· τὸ ἀριθμητικὸ ἀναγράφεται ὁλογράφως (τὸ τρίτον). Ἄλλα παραδείγματα, βλ. Λ. Γουναροπούλου, ὅπ. π., 253, στρ(ατηγοῦντος) Εἰσαγόρου τὸ Δ. 21. J. Larsen, ὅπ. π., 91κἑ.· N. V. Sekunda, ὅπ. π.· R. Bouchon, ὅπ. π., 114. 22. IG ΙΧ 2, 44. 23. Η. Kramolisch, ὅπ. π., 42. 24. Γιὰ τὸ φαινόμενο, βλ. L. Threatte, The Grammar of Attic Inscriptions I: Phonology, Berlin – New York 1980, 198–199. 333 (Φ). Διάστιχο 0.01μ. Στὴν ἄνω ὁριζόντια ἐπιφάνεια τέσσερις τόρμοι γιὰ συνδέσμους, ἐκ τῶν ὁποίων δύο τουλάχιστον ὀφείλονται στὴ δεύτερη χρήση τοῦ λίθου, καθὼς βρίσκονται στὴν παρυφὴ τῆς ἐνεπίγραφης ὄψης. Τὸ κείμενο ἀναγράφεται στὴν κύρια ὄψη μέχρι τὸν στίχο 13 καὶ τὸ ὑπόλοιπο στὴν πλάγια ὄψη (εἰκ. 3, 4). 3ος αἰ. μ.Χ. 5 10 15 20 25 Σῖμος, Νείκη, Κυπάριον, Κάρπος, Ζωσίμη, Σωσιπάτρα, Ἐπίγονος, Λέων, Σωσικράτης, Τρόφ[ι]μος, Νείκη, Τρυφέρα, Σαμβατίς, Νείκη, Ἐπαφρόδειτο<ς>, Ἐλπίς, [Φά]̣αικος, Ὀνησιφόρος, Φαῦσ[τ][α] ἅπαντες ἀπὸ Δαμαγήτας, Εὔτυχος Χαρμύλου υἱὸς ἀπὸ Ἀσκληπιάδου, Ὑμὴν ἀπὸ Φιλοστράτου, Εὔτακτος Χ̣αρμύλου υἱὸς ἀπὸ Ἀσκληπιάδου, Ἀγαθήμερος ἀπὸ Θεοτείμου ξενικῇ, Μέλισσα ἀπὸ Εὐφράντα, Εὐνοῒς ἀπὸ Ἀριστομένους, Κάλλιστος ὁ πρεσβύτερος, Λυσίβιος, Λυσίβιος ὁ νεώτερος, Θάλλουσα, Χαρμύλα, Δημόστρατος, Συμφέρων, Κτησώ, Δημ[έ]ας, Ἄνθος, Δρακοντίς, Ἀρκολαμία, Νεικασώ, Κάλλιστος πάντες ἀπὸ Ἀσκληπιάδου ξενικῇ{ς} crux Νεικοστράτου, Ζώσιμος, Μύρων, Μ̣όσχος, Ὀνήσιμος, Ἐλπιδηφόρος, <K>υθερεία, Ζωπύρα, Σωσύβιος, Ἄρχανδρος, Ἀντίοχος, Λύκος, Εὔηνος, Εὔπορος, Ἀγήσανδρος 6 in. ΑΙΚΟΣ· πρὶν ἀπὸ τὸ πρῶτο γράμμα ὁρατὴ μία λοξὴ κεραία, πιθανῶς ἀπὸ λάμδα. 17 in. ΟΣ ὕψος 0.006μ. χαράχθηκε στὸ περιθώριο τοῦ κειμένου. 19 ΔΙΑΚΟΝΤΙΣ lap. 24 Γυθέρεια lap. 5/6 Φάλαικος· ὄνομα γνωστὸ στὴν Κεντρικὴ Ἑλλάδα (LGPN III.B, s.v.) καὶ στὴν Ἀθήνα (LGPN II, s.v.), ἀπὸ τὸν 4ο αἰ. ἕως τὸν 2ο αἰ π.Χ. 334 Φαῦστα· ὄχι ἰδιαίτερα σύνηθες ὄνομα, καθὼς ἀπαντᾶται δὶς στὴ Θεσσαλία κατὰ τοὺς αὐτοκρατορικοὺς χρόνους25. 7 Δαμαγήτα· ἄγνωστο ὄνομα. Τὸ ἀρσενικὸ Δαμάγητος εἶναι γνωστὸ κυρίως στὴν Ἀργολίδα, τὴν Ἀρκαδία καὶ τὴ Λακωνία (LGPN III.A, s.v), καὶ τὴν Καρία κατὰ τοὺς ἑλληνιστικοὺς χρόνους καὶ κοινὸ στὴ Ρόδο ἀπὸ τοὺς ἀρχαϊκοὺς ἕως τοὺς αὐτοκρατορικοὺς χρόνους (LGPN I, s.v). 8, 10/11 Δύο ἀπὸ τοὺς ἀπελεύθερους, οἱ Εὔτυχος καὶ Εὔτακτος, οἱ γιοὶ τοῦ Χαρμύλου εἶναι ἀδελφοί26. Χαρμύλος καὶ Χαρμύλα (στίχ. 17), ὀνόματα ποὺ δὲν ἀπαντοῦν στὴ Θεσσαλία. Ἀθηναῖοι μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα ἀπαντοῦν σὲ ἐπιγραφὲς τῶν Δελφῶν καὶ τῆς Δήλου κατὰ τὸν 2ο καὶ 1ο αἰ. π.Χ. (LGPN II, s.v.· J. S. Traill, Persons of Athens 18, Toronto 2009, s.v.). 9 Ὑμήν· ἄγνωστo ὄνομα. Ὡς οὐσιαστικὸ σημαίνει λεπτὸ δέρμα ἢ μεμβράνη καὶ ὡς ὄνομα ἀποδίδει τὸν θεὸ τοῦ γάμου, τὸν γιὸ τοῦ Ἀπόλλωνος, τοῦ Διονύσου ἢ τοῦ μουσικοῦ Μάγνητος καὶ μιᾶς ἀπὸ τὶς Μοῦσες ἢ τῆς Ἀφροδίτης27 καὶ συνεπῶς πρόκειται γιὰ θεοφορικὸ ὄνομα. Ἀντιθέτως, τὸ ὄνομα Ὑμέναιος εἶναι κοινό. 14 Εὐνοΐς· ὄνομα γνωστὸ δὶς στὴ Βοιωτία (LGPN III.B, s.v.) καὶ εὐρύτερα στὴν Ἀθήνα (LGPN II, s.v.). 16 Λυσίβιος· ἄγνωστο ὄνομα στὴ Θεσσαλία, ἀπαντᾶται στὴν Ἀθήνα κατὰ τὸν 4ο αἰ. π.Χ. (LGPN II, s.v.) 18 Συμφέρων· ἀπελεύθερος στὴν Ὑπάτη (IG IX 2, 15.12) ἀπὸ τὸ 42/3 μ.Χ. Τὸ ὄνομα εἶναι κοινὸ στὴν Ἀθήνα. Κτησώ· ὄνομα γνωστὸ στὸν Ὠρωπὸ ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 3ου αἰ. π.Χ. (LGP IIIB, s.v.), στὴν Ἀθήνα (LGPN II, s.v.) ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 3ου αἰ. καὶ τὸν 2ο αἰ. π.Χ., τὴν Ὄλυνθο (LGPN IV, s.v.) ἀπὸ τὸν 3ο αἰ. π.Χ. καὶ τὴ Δῆλο (LGPN I, s.v.) ἀπὸ τὸν 2ο αἰ. π.Χ. Δημέας· τὸ ὄνομα εἶναι γνωστὸ στὴ Βοιωτία κατὰ τοὺς ἑλληνιστικοὺς καὶ τοὺς αὐτοκρατορικοὺς χρόνους (LGPN III.B, s.v.) καὶ κοινὸ στὴν Πελοπόννησο, τὴν Αθήνα, τὴ Μακεδονία καὶ τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου. 25. LGPN III.B (Λάρισα) καὶ B. Helly, Actes d’affranchissement thessaliens, BCH 99(1975)134, ἀρ. 4, 6. 26. Τὸ πατρωνυμικὸ σπανίως ἀναγράφεται στὶς ἀπελευθερωτικὲς πράξεις. Ἀντιθέτως, ὑπάρχουν περιπτώσεις στὶς ὁποῖες τὸ ὄνομα τοῦ ἀπελευθέρου ἀκολουθεῖται ἀπὸ ἕνα ὄνομα σὲ γενική· ἴσως πρόκειται γιὰ πατρωνυμικό, γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ κυρίου ἢ καὶ τὰ δύο· βλ. Α. Μ. Μπαμπάκος, Πράξεις κοινῆς διαθέσεως καὶ ἄλλα συγγενῆ φαινόμενα κατὰ τὸ δίκαιον τῆς ἀρχαίας Θεσσαλίας, Ἀθῆναι 1961, 46–47. 27. LIMC V 1, 583–585 (P. Linant de Bellefonds). 335 21 Ἡ γενικὴ τοῦ ὀνόματος γίνεται κατανοητὴ μόνο ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι ὁ χαράκτης παρέλειψε τὸν δεύτερο κύριο, τὸν Νεικόστρατον, καὶ τὸ προσέθεσε μετὰ τὸ ξενικῇ. Ἴσως ὁ σταυρὸς ἑρμηνεύεται ὡς σημεῖο βραχυγραφίας28. 24 Kυθερεία· ὄνομα γνωστὸ μὲ τὴ γραφὴ Κυθερία στὶς Θεσπιὲς κατὰ τὸν 4ο αἰ. π.Χ. (LGPN III.B, s.v.). 25 Εὔηνος· σπάνιο ὄνομα, γνωστὸ στὴν Ἀθήνα, τὶς Θεσπιές, τὴν Κῶ καὶ τὴ Σαμοθράκη. Τὰ ὀνόματα Ἄνθος, Ἄρχανδρος Ἐλπιδοφόρος, Εὔτακτος, Κάλλιστος, Μόσχος καὶ Μύρων εἶναι κοινὰ ἀλλὰ ἄγνωστα στὴ Θεσσαλία τῶν αὐτοκρατορικῶν χρόνων, ἐνῶ τὰ Δημόστρατος, Εὐφράντα, Κάρπος καὶ Μέλισσα εἶναι γνωστὰ κατὰ τὴν ἑλληνιστικὴ περίοδο ἀλλὰ ὄχι κατὰ τὴν αὐτοκρατορική. Θεότειμος καὶ Νεικασώ· ἐπίσης κοινὰ ὀνόματα· συνηθέστερα μὲ τὴ γραφὴ Θεότιμος καὶ Νικασώ29. Στοὺς δύο λίθους ἀναγράφονται τμήματα ἀπὸ ἀπελευθερωτικὲς πράξεις μὲ τὰ ὀνόματα τῶν κυρίων καὶ τῶν ἀπελευθέρων30. Οἱ ἀπελευθερώσεις ποὺ ἀναγράφονται στὸν λίθο Α πραγματοποιήθηκαν μετὰ τὸ διόρθωμα, δηλαδὴ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ ρωμαϊκοῦ νομισματικοῦ συστήματος στὸ Θεσσαλικὸ Κοινὸ καὶ τὴ μετατροπὴ τοῦ νομίσματος ἀπὸ τὸν στατῆρα στὸ δηνάριο, τὸ 27/6 π.Χ.31. Ἀκριβέστερα ὁ λίθος χρονολογεῖται μὲ βάση τοὺς στρατηγοὺς τοῦ Κοινοῦ τῶν Θεσσαλῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐνιαύσια θητεία32. Τὰ ὀνόματα τῶν ἀπελευθέρων καὶ τῶν κυρίων ἀναγράφονται κάτω ἀπὸ αὐτὰ τῶν τριῶν στρατηγῶν καὶ συνεπῶς οἱ πράξεις καλύπτουν μία περίοδο τριῶν ἐτῶν. Στὴ δεξιὰ πλευρὰ τοῦ πρώτου λίθου ἀναγράφονται οἱ ἀπελεύθεροι ποὺ ἀνέκτησαν τὴν ἐλευθερία τους, ὅταν στρατηγὸς ἦταν ὁ Ἐπαίνετος μὲ τὴν ἐξαίρεση τῆς -είδης (στίχ. 1), τῆς ἀπελεύθερης τοῦ Νικηφορίου, ἡ ὁποία ἀπελευθερώθηκε κατὰ τὸ προηγούμενο ἔτος. Στὴν κύρια ὄψη καὶ μέχρι τὸν στίχ. 10 ἀναγράφονται ὅσοι ἀπελευθερώθηκαν ἐπὶ τῆς στρατηγίας ἑνὸς ἄγνωστου στρατηγοῦ καὶ στὴ συνέχεια ὅσοι ἐπὶ τῆς στρατηγίας του Γραικηΐου Πρόκλου. 28. Γιὰ τὶς συντομογραφίες σὲ ἀττικὲς ἐπιγραφὲς βλ. L. Threatte, ὅπ. π., 101–105. 29. Βλ. σημ. 24. 30. Γιὰ τὶς ἀπελευθερώσεις καὶ τὰ κίνητρά τους, βλ. S. Treggiari, Roman freedmen during the late Republic, Oxford 1969. 31. Τὸ ἴδιο ἔτος ὁ Ὀκταβιανὸς ἀνέλαβε τὸ ὕπατο ἀξίωμα τοῦ Θεσσαλικοῦ Κοινοῦ· βλ. H. Kramolisch, ὅπ. π., 18–20 καὶ 128–129. B. Helly, Les Italiens en Thessalie au IIe et au Ier s. av. J.-C. στὸ Les «bourgeoisies» municipales italiennes aux IIe et Ier siècles av. J.-C., 7-10 décembre 1981, Centre Jean Bérard, Institut français de Naples, Paris, Naples 1983, 378–380. 32. Γιὰ τοὺς στρατηγοὺς τοῦ Κοινοῦ τῶν Θεσσαλῶν, βλ. G. Kroog, ὅπ. π.· A. Μπαμπάκος, ὅπ. π., 26–28· H. Kramolisch, ὅπ. π.· F. Burrer, ὅπ. π., 6 σημ. 30, 14· R. Bouchon, ὅπ. π., 55. 336 Ἕνας Ἐ[πέ]νετος33, διετέλεσε στρατηγὸς ἐπὶ Αὐγούστου34 ἀλλὰ πιθανότατα ὁ στρατηγὸς τῆς δημοσιευόμενης ἐπιγραφῆς δὲν εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο, ὅπως θὰ φανεῖ στὴ συνέχεια. Καλύτερα γνωστὸς εἶναι ὁ Γραικήϊος Πρόκλος, τὸ πλῆρες ὄνομα τοῦ ὁποίου πιθανότατα ἦταν Ὦ(λοs) Γραικήϊος Πρόκλος35. Ἐπὶ τῆς στρατηγίας του ἐκδόθηκαν περισσότερες τῆς μιᾶς ἀπελευθερωτικὲς πράξεις36. Γιὰ τὴ χρονολόγηση τῆς στρατηγίας του περισσότερες πληροφορίες δίνει ἡ ἐπιγραφὴ IG IX 2, 21, ἡ ὁποία ἔχει ἀναγραφεῖ στὸν ἴδιο λίθο μὲ τὴ IG IX 2, 16. Ἡ τελευταία εἶναι πράξη ποὺ ἐκδόθηκε, ὅταν στρατηγὸς ἦταν ὁ Κοκκήϊος Λύκος, τὸ ἔτος τοῦ ὁποίου εἶναι γνωστό, τὸ 131/2 μ.Χ.37. Μὲ βάση αὐτὴν τὴν ἐπιγραφὴ ὁ Β. Helly ἀποκατέστησε τὴ σειρὰ τῶν στρατηγῶν κατὰ ἐνιαύσια διαδοχὴ ὡς ἑξῆς: Γραικήϊος Πρόκλος, Φιλίσκος Ἀριστονίκου, Ἰσαγόρας (γιὰ δεύτερη φορά)38 καὶ Κοκκήϊος Λύκος (131/2 μ.Χ.)39, γεγονὸς ποὺ ἐπιτρέπει τὴ χρονολόγηση τοῦ Γραικηΐου Πρόκλου τὸ 128/9 μ.Χ. Μὲ δεδομένο ὅτι ἡ σειρὰ τῶν στρατηγῶν μετὰ τὸν Γραικήϊον Πρόκλον εἶναι γνωστὴ καὶ δεχόμενοι τὴν ὑπόθεση ὅτι οἱ ἀναγραφὲς γίνονταν κατ’ ἔτος, ἡ στρατηγία τοῦ Ἐπαινέτου θὰ πρέπει νὰ προηγεῖται κατὰ ἕνα ἔτος, τὸ 127/8 μ.Χ., καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ θεωρήθηκε πρῶτο τὸ κείμενο τῆς δεξιᾶς ὄψης. Σύμφωνα μὲ τὸν θεσσαλικὸ νόμο ὁ ἀπελεύθερος κατέβαλε ἕνα συγκεκριμένο ποσὸ στὸν ἐπιμελητὴ τῶν ἀπελευθερικῶν χρημάτων, τὸ ὁποῖο ἀνερχόταν σὲ 15 στατῆρες καὶ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Αὐγούστου σὲ 22.5 δηνάρια40. Ἡ διαδικασία ὅπως περιγράφεται στὸν πρῶτο λίθο μὲ τοὺς ἀπελεύθερους ἐπὶ τῆς στρατηγίας τοῦ Ἐπαινέτου ἀποκλίνει ἀπὸ τὴ συνήθη. Ἀντὶ κάθε ἄτομο νὰ καταβάλει 22.5 δηνάρια 33. Ὁ Α. Σ. Ἀρβανιτόπουλος, Θεσσαλικαὶ ἐπιγραφαί, ΑΕ 1924, 183–184 ἀρ. 413, διέκρινε στὸ κενὸ τμήματα ἀπὸ ΠΕ. 34. Α. Σ. Ἀρβανιτόπουλος, ὅπ. π.· Α. Μπαμπάκος, ὅπ. π., 208, 259· Η. Kramolisch, ὅπ. π., 125 σημ. 8 καὶ 156. 35. Β. Helly, Actes d’affranchissement thessaliens, BCH 99(1975)130–131. Βλ. καὶ Μ.-Η. ΖάχουΚοντογιάννη, Απελευθερωτικές επιγραφές Αιγινίου (Καλαμπάκας), Ἐγνατία 7(2003)44. 36. Πρόκειται γιὰ τίς: 1) Α. Σ. Ἀρβανιτοπούλου, Θεσσαλικαὶ ἐπιγραφαί, AE 1916, 75 ἀρ. 281 2) Ν. Γιαννοπούλου, Ἐπιγραφαὶ ἐκ Θεσσαλίας, AE 1932, 21 ἀρ. 6· τοῦ ὀνόματός του μᾶλλον προηγοῦντο δύο ἄλλων στρατηγῶν τὰ ὁποῖα, ὡστόσο, ἔχουν χαθεῖ· κατὰ τὸν Γιαννόπουλο τὸ πρῶτο θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι [Φι]λ[οκ]ράτης) 3) IG IX 2, 21. Γιὰ τὶς δύο ἐπιπλέον ἐπιγραφὲς ποὺ ἀναφέρει ὁ Β. Helly, IG IX 2, 325 καὶ IG IX 1268 ἡ ταύτιση τῶν ἀναφερόμενων στρατηγῶν μὲ τὸν Γραικήϊο Πρόκλο δὲν εἶναι ἀσφαλής. 37. IG IX 2, 546.3/4. 38. Ὁ (Ε)ἰσαγόρας διετέλεσε στρατηγὸς τοῦ Θεσσαλικοῦ Κοινοῦ τέσσερις φορές, βλ. Λ. Γουναροπούλου, ὅπ. π. (σημ. 18), 256. 39. Β. Helly 1975, ὅπ. π., 144. 40. Α. Μπαμπάκος, ὅπ. π., 24–25. Η. Kramolisch, ὅπ. π., 18. R. Bouchon, ὅπ. π., 70κἑ. Γιὰ τὸν νόμο τὸν σχετικὸ μὲ τὶς ἀπελευθερώσεις στὴ Θεσσαλία, βλ. B. Helly, Lois sur les affranchissements dans les inscriptions thessaliennes, Phoenix 30(1976)143–158. 337 γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς πράξης, τὸ ἀπαιτούμενο ποσὸ γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἱκανοῦ ἀριθμοῦ προσώπων συγκεντρώνεται ἀπὸ τὶς συμβολὲς τοῦ Ἑρμολάου, ὁ ὁποῖος διετέλεσε πρῶτος μεταξὺ τῶν ταγῶν καὶ δαπάνησε 500 δηνάρια, τοῦ γυμνασιάρχου Τιμαρέτου μὲ 800 δηνάρια, τοῦ ἐπίσης γυμνασιάρχου Πυρρία μὲ 185 δηνάρια καὶ τοῦ Ἀμύντα, ὁ ὁποῖος ἴσως ἦταν ἐπίσης ταγός. Τὸ συνολικὸ ποσὸ ἀνέρχεται σὲ 1485 δηνάρια, χωρὶς νὰ συνυπολογίζεται ἡ ἄγνωστη συμβολὴ τοῦ Ἀμύντα, τὸ ὁποῖο ἀντιστοιχεῖ σὲ 66 πρόσωπα, ἐφόσον διαιρεῖται μὲ τὰ 22.5 δηνάρια. Ὡστόσο, κάτω ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Ἐπαινέτου ἀναγράφονται μόλις 13 ἀπελεύθεροι. Ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸ ποσὸ καὶ τὸν ἀριθμὸ τῶν ἀπελευθέρων γίνεται κατανοητή, ἂν γίνει δεκτὸ ὅτι ἐπὶ τῆς ἀρχῆς του πραγματοποιήθηκαν περισσότερες ἀπελευθερωτικὲς πράξεις, οἱ ὁποῖες δὲν ἀναγράφηκαν στὸ σύνολό τους στὸν συγκεκριμένο λίθο. Κατὰ τὸ ἑπόμενο ἔτος, ἐπὶ τῆς στρατηγίας τοῦ Γραικηΐου Πρόκλου ἐκδόθηκαν τουλάχιστον τρεῖς ἀπελευθερωτικὲς πράξεις σὲ διαφορετικὲς πόλεις τοῦ Θεσσαλικοῦ Κοινοῦ41. Ὅπως καὶ στὴ δημοσιευόμενη ἐπιγραφή, πρόκειται γιὰ καταλόγους προσώπων, οἱ ὁποῖοι, ὡστόσο, δὲν συνοδεύονται ἀπὸ οἰκονομικὲς λεπτομέρειες. Θὰ μποροῦσε νὰ γίνει δεκτὸ ὅτι τα 1485 δηνάρια τῆς ἐπιγραφῆς, τὰ ὁποῖα θὰ πρέπει νὰ ἦταν σαφῶς περισσότερα, ἐφόσον εἶχε συνεισφέρει καὶ ὁ Ἀμύντας, δαπανήθηκαν γιὰ τὶς ἀπελευθερώσεις ὅλου τοῦ ἔτους, καθὼς καὶ ὅτι ἐδῶ καταγράφεται ἕνα μόνο μέρος αὐτῶν. Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο διαπιστώνεται αὐτὴ ἡ διαφοροποίηση ἀπὸ τὴ συνήθη διαδικασία τῶν ἀπελευθερώσεων δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσδιοριστεῖ. Ἡ ἔκφραση ξενικῇ ἢ ξενικῇ λυτρώσει/λύσει ἔχει ἑρμηνευθεῖ ποικιλοτρόπως. Οἱ περισσότεροι μελετητὲς θεωροῦν ὅτι ὑποδηλώνει τὴ νομικὴ ὑπόσταση τοῦ ἀπελεύθερου, ὅτι τοῦ ἀπονέμονται τὰ δικαιώματα ποὺ ἀναλογοῦν σὲ ξένους42. Αὐτὴ ἡ ὑπόθεση εἶναι ἡ πιθανότερη, ἄν καὶ ἔχουν προταθεῖ καὶ ἄλλες ἑρμηνεῖες, ὅτι οἱ ἀπελεύθεροι ξενικῇ λύσει εἶναι ξένοι43 ἢ ὅτι ὁ ὅρος ἀναφέρεται σὲ ἀπελευθερώσεις μὲ θρησκευτικὸ χαρακτήρα44. Στὴν ἐπιγραφὴ τοῦ λίθου Β ἀναγράφονται μόνο ὀνόματα κυρίων καὶ ἀπελευθέρων. Σὲ κάποιες περιπτώσεις περιλαμβάνονται περισσότεροι τοῦ ἑνὸς κύριοι. Ἡ διαδικασία εἶναι γνωστὴ ὡς κοινοκτημοσύνη καὶ κοινὴ ἀπελευθέρωση ἀλλὰ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξαχθεῖ τὸ συμπέρασμα, ἂν πρόκειται γιὰ συγγενεῖς, ἐφόσον δὲν μνημονεύονται τὰ πατρωνυμικά45. 41. Βλ. ὅπ. π., σημ. 37. 42. Α. Μπαμπάκος, ὅπ. π., 47 σημ. 7· R. Zelnick-Abramovitz, The phrase ξενικῇ λύσει in manumission inscriptions, ZPE 153(2005)108 σημ. 6. R. Bouchon, ὅπ. π., 77. 43. R. Zelnick-Abramovitz, ὅπ. π., 108 σημ. 5. 44. Μ.-Η. Ζάχου-Κοντογιάννη, ὅπ. π. (σημ. 35), 44. 45. Βλ. Α. Μπαμπάκος, ὅπ. π., 34. 338 Τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ὀνόματα εἶναι γνωστὰ στὴ Θεσσαλία καὶ τὴ Στερεὰ Ἑλλάδα. Ἀρκετὰ ἐτυμολογοῦνται ἀπὸ ὀνόματα σχετικὰ μὲ τὸ περιβάλλον, ὅπως Ἄνθος, Δρακοντίς, Εὔηνος, Θάλλος, Θάλλουσα, Κυπάριον, Κάρπος, Λέων, Λύκας, Λύκος, Μέλισσα, Μόσχος, Μύρων46. Ἀρκετὰ εἶναι, ἐπίσης, ὅσα ἀπαντοῦν γιὰ πρώτη φορὰ μεταξὺ τῶν ὀνομάτων τῆς Θεσσαλίας κατὰ τοὺς αὐτοκρατορικοὺς χρόνους. Ἄν καὶ ἡ ἀρχικὴ θέση τῶν δύο λίθων δὲν εἶναι γνωστή, φαίνεται ἰδιαίτερα πιθανὸν νὰ εἶχαν στηθεῖ στὴν Ὑπάτη, σὲ ἱερὸ τῆς πόλης ἢ τῆς ὑπαίθρου χώρας της. Τὰ μαρτυρούμενα ἱερὰ τῆς Ὑπάτης, τοῦ Διὸς καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος47, εἶναι τὰ ἐγγύτερα γνωστὰ στὴ θέση Βαρκά, ἡ ὁποία ἐντάσσεται στὸν ἄμεσο περίγυρό της. Τὰ ἀρχαῖα λείψανα τῆς πόλης λειτουργοῦσαν καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῶν μεσαιωνικῶν χρόνων ὡς πηγὴ οἰκοδομικοῦ ὑλικοῦ —μεγάλη συγκέντρωση ἀρχαίων συλημάτων εἶναι σήμερα ὁρατὴ στοὺς ναοὺς τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ τῆς Ἁγίας Σοφίας, μέσα στὸν οἰκισμό. Ἡ ἴδια προέλευση θὰ μποροῦσε νὰ ἀποδοθεῖ καὶ στὶς ἐπιγραφὲς ποὺ ἐξετάσαμε· ἡ κατωφέρεια τοῦ δρόμου ἀπὸ τὴν Ὑπάτη καὶ ἡ μικρὴ ἀπόσταση ποὺ ἔπρεπε νὰ διανυθεῖ ὡς τὰ Βαρκά, θὰ καθιστοῦσαν τὴ μεταφορά τους ἕως ἐκεῖ μᾶλλον εὔκολη. Ὁ χρόνος τῆς εἰκαζόμενης μεταφορᾶς δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ προσδιοριστεῖ. Οἱ μεσαιωνικοὶ τεχνίτες ποὺ ἐργάστηκαν στὴν ἀνοικοδόμηση τῆς μεσοβυζαντινῆς βασιλικῆς καὶ τοποθέτησαν τοὺς δύο λίθους στὸν βόρειο στυλοβάτη της, ἴσως τοὺς ἀπέσπασαν ἀπὸ τὴν ἀρχαιότερη ἐκκλησία, στὴν ὁποία θὰ εἶχαν ἐπαναχρησιμοποιηθεῖ κατὰ τὸ β´ ἥμισυ τοῦ 6ου αἰ., ἢ τοὺς μετέφεραν τότε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ Νεοπάτρα, ὅπως ὀνομαζόταν ἡ Ὑπάτη ἀπὸ τὸν 9ο αἰ. μ.Χ. 46. Γιὰ το θέμα πρβλ. R. Strömberg, Studien zur Etymologie und Bildung der griechischen Fischnamen, Göteborg 1943. Γιὰ τοὺς λέοντες τῆς Θεσσαλίας βλ. B. Helly, Des lions dans l’Olympe, REA 70(1968)270κἑ. Ἐπίσης G. Vottéro, Milieu naturel, litérature et anthroponymie en Béotie, στὸ E. Crespo – J. L. García Ramón – A. Striano (eds.), Dialectologica Graeca, Actas del II coloquio international de dialectología griega miraflores de la Sierra [Madrid], 19-21 de junio de 1991, Madrid 1993, 331–381. 47. RE ΙΧ 1 (1914) 240 s.v. Ἡ Ὑπάτα (F. Stählin). Béquignon, 173–180. Σημειώνεται πάντως ὅτι ἡ ἀκριβὴς θέση τῶν ἱερῶν δὲν ἔχει ἐντοπιστεῖ. 339 Εἰκ. 1. Λίθος Α. Δεξιὰ ὄψη Εἰκ. 2. Λίθος Α. Κύρια ὄψη 340 Εἰκ. 3. Λίθος Β. Κύρια ὄψη Εἰκ. 4. Λίθος Β. Πλάγια ὄψη 341