H μελέτη πραγματεύεται την περιστασιακή ρύθμιση των «Τίτλων Παραστατικών Δικαιωμάτων Κτήσης Μετοχών» (Ν. 3864/2010, 4051/2012, Π.Υ.Σ. 38/2012, 6/2013), που θεσπίστηκε για τις ανάγκες της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών. Με...
moreH μελέτη πραγματεύεται την περιστασιακή ρύθμιση των «Τίτλων Παραστατικών Δικαιωμάτων Κτήσης Μετοχών» (Ν. 3864/2010, 4051/2012, Π.Υ.Σ. 38/2012, 6/2013), που θεσπίστηκε για τις ανάγκες της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών. Με αφετηρία τη θεμελιώδη έννοια του δικαιώματος προαίρεσης, η ιδιόμορφη περίπτωση κινητών αξιών που προσομοιάζει στα διεθνώς γνωστά «warrants», αξιολογείται συστηματικά από τη σκοπιά του εταιρικού δικαίου, του δικαίου κεφαλαιαγοράς και του δικαίου εξυγίανσης επιχειρήσεων. Μετά την αξιολόγηση των παραδοσιακών επιλογών αξιογράφων χρέους και κεφαλαίου για επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας και φερεγγυότητας, η έκδοση τίτλων warrants αναδεικνύεται ως ξεχωριστή εναλλακτική λύση του «γόρδιου δεσμού» της χρηματοδότησής τους. Χάρη στην ασυμμετρία των επενδυτικών αποδόσεων και τη χρονική επιμήκυνση των χρηματικών καταβολών που χαρακτηρίζουν τα warrants, διακρίνεται ότι τα τελευταία ικανοποιούν ταυτόχρονα, τόσο την ανάγκη των επίδοξων κεφαλαιούχων για πολλαπλάσια οφέλη σε περίπτωση ευνοϊκής έκβασης ορισμένου επιχειρηματικού εγχειρήματος, όσο και το συμφέρον της επιχείρησης να ενισχυθεί με κεφάλαια μόνιμου χαρακτήρα, χωρίς χρηματοοικονομικό κόστος.
Ο ευεργετικός ρόλος των warrants μελετάται με αναφορά στις οξύτατες συνθήκες κρίσης του ημεδαπού τραπεζικού κλάδου. Η αλληλένδετη δημοσιονομική κρίση και κρίση ελληνικού δημόσιου χρέους δημιούργησε για τις περισσότερες τράπεζες όχι απλώς ζήτημα κεφαλαιακής ανεπάρκειας κατά την έννοια του δημόσιου τραπεζικού δικαίου, που μπορεί να οδηγήσει σε ανάκληση της άδειας λειτουργίας, αλλά και αρνητικά ίδια κεφάλαια από λογιστικής άποψης, δηλαδή ανεπάρκεια του υφιστάμενου ενεργητικού τους για την κάλυψη των υποχρεώσεών τους σε περίπτωση εκκαθάρισης (τυπική αφερεγγυότητα). Η έκδοση και χορήγηση των Τίτλων Παραστατικών Δικαιωμάτων Κτήσης Μετοχών (εφεξής «Τίτλων») αξιολογείται ως καινοτόμος ρύθμιση-κίνητρο, υπέρ των επενδυτών του ιδιωτικού τομέα, που θα συμμετείχαν στις αναγκαίες αυξήσεις κεφαλαίου των τραπεζών, με στόχο την επίτευξη ορισμένης ελάχιστης (10%) συμμετοχής τους στην ανακεφαλαιοποίηση. Η αποτελεσματικότητα της ρύθμισης υπηρετήθηκε περαιτέρω, μέσω της αναγνώρισης περιορισμένων μόνο δικαιωμάτων ψήφου του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας («Τ.Χ.Σ.»), που (ως βασικός νέος μέτοχος) ανέλαβε συμβατικά να καλύψει το αδιάθετο μέρος των αυξήσεων κεφαλαίου, με κονδύλια του ευρωπαϊκού Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής, με στόχο να διατηρηθούν τα πλεονεκτήματα διαχείρισης των υποθέσεων των τραπεζών με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και μεθόδους διοίκησης.
Από την ειδικότερη μελέτη των χαρακτηριστικών των Τίτλων προκύπτει ότι αποτελούν ελεύθερα μεταβιβάσιμες κινητές αξίες, που εκδίδονται από το Τ.Χ.Σ., αναφέρονται σε κοινές μετοχές ορισμένης τράπεζας και εισάγονται προς διαπραγμάτευση στην οργανωμένη αγορά, εφόσον είναι εισηγμένες οι εν λόγω («υποκείμενες») μετοχές. Ενσωματώνουν δικαιώματα προαίρεσης με αντικείμενο την ενοχική συμφωνία πώλησης (από το Τ.Χ.Σ. προς τους δικαιούχους των Τίτλων) των μετοχών στις οποίες αναφέρονται («δικαιώματα αγοράς»). Ο αριθμός των μετοχών που μπορούν να αγοραστούν, μέσω της άσκησης των δικαιωμάτων των Τίτλων, και η τιμή αγοράς τους προκαθορίζονται νομοθετικά, με βάση την τιμή διάθεσης των μετοχών στην αύξηση κεφαλαίου των τραπεζών και με βάση το βαθμό συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα σε αυτή. Ερμηνευτικώς συνάγεται ότι, μετά την άσκηση του δικαιώματος προαίρεσης και μέχρι την προσήκουσα εκπλήρωση των υποχρεώσεων του Τ.Χ.Σ., ο δικαιούχος των Τίτλων δεν αποκτά αυτοδικαίως εμπράγματο δικαίωμα στις μετοχές του πιστωτικού ιδρύματος, ούτε φέρει τα εντεύθεν δικαιώματα έναντι της τραπεζικής α.ε., αλλά μόνο ενοχικές αξιώσεις έναντι του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Εξετάζονται, περαιτέρω, επιμέρους όροι της σύστασης, της δωρεάν διάθεσης και της συναλλακτικής κυκλοφορίας των Τίτλων, της άσκησης των ενσωματωμένων δικαιωμάτων προαίρεσης, οι περιορισμοί μεταβίβασης των μετοχών του Τ.Χ.Σ. κα. Διερευνάται, από τη σκοπιά της ισότητας δικαίου και των κανόνων κρατικών ενισχύσεων, κατά πόσο η ειδική νομοθέτηση των Τίτλων, προς διευκόλυνση άντλησης χρηματικών κεφαλαίων από συγκεκριμένα νομικά πρόσωπα (τράπεζες που πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις), και όχι για κάθε περίπτωση άντλησης κεφαλαίων από ιδιωτικές επιχειρήσεις, ούτε καν για κάθε πιστωτικό ίδρυμα που αντιμετωπίζει προβλήματα φερεγγυότητας, θα μπορούσε να ιδωθεί ως άνιση (προνομιακή) μεταχείριση των συγκεκριμένων νομικών προσώπων και των μετόχων τους. Για την αρνητική απάντηση σε αυτό το ζήτημα, αναδεικνύεται ο διακριτός δικαιοπολιτικός σκοπός της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, που φέρει θεμελιώδη σημασία για την πραγματική οικονομία και την κοινωνία. Συνεκτιμώνται ειδικότερες νομοθετικές διατάξεις, που εισάγουν αυστηρά μεν, αλλά όχι αυθαίρετα οικονομοτεχνικά κριτήρια διακρίσεων, σε βάρος των πιστωτικών ιδρυμάτων που κρίνονται μη βιώσιμα (ή λιγότερο σημαντικά από την άποψη διακινδύνευσης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας). Περαιτέρω, η εθνική ρύθμιση κρίνεται ότι ακολουθεί, σε μεγάλο βαθμό, τις κατευθυντήριες υποδείξεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως έχουν αποτυπωθεί σε σημαντικές Ανακοινώσεις της, μετά την έναρξη της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης (2008-2011), ώστε να καθιερώσει ένα συμβατό με το ενωσιακό δίκαιο (107 ΣΛΕΕ) σύστημα κρατικών ενισχύσεων για τις ελληνικές τράπεζες που ανακεφαλαιοποιούνται με κρατική συνεισφορά (από το Τ.Χ.Σ.). Για το συμπέρασμα συνεκτιμάται, εξίσου, η εποπτεία συνετούς διαχείρισης και άρτιας εταιρικής διακυβέρνησης του πιστωτικού ιδρύματος, που καθιερώνουν οι σχετικές διατάξεις, σε συνδυασμό με τους ειδικούς κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης τραπεζών και τις προβλέψεις των διμερών συμβάσεων συνεργασίας τραπεζών-Τ.Χ.Σ.
Στη συνέχεια εξετάζονται ενδιαφέροντα ζητήματα που θέτει η αλληλεπίδραση της αυξήσεως κεφαλαίου του εκάστοτε πιστωτικού ιδρύματος και των Τίτλων. Διερευνάται, ακόμη, εάν δικαιούχο των Τίτλων, κατά την πρωτογενή απόκτησή τους, μπορεί να αποτελέσει οποιοδήποτε πρόσωπο πλην του Τ.Χ.Σ. και του Δημοσίου, εάν εξαιρούνται από το οικονομικό κίνητρο των Τίτλων τα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα, ιδίως ν.π.δ.δ. ή ν.π.ι.δ. που κατά πλειοψηφία ελέγχονται ή χρηματοδοτούνται από το Δημόσιο, και κατά πόσο τυχόν αρνητική απάντηση συνάδει με το ενωσιακό εταιρικό δίκαιο, που αναγνωρίζει θεμελιώδες δικαίωμα προτίμησης των μετόχων στην αύξηση κεφαλαίου. Υποστηρίζεται τελολογική συσταλτική ερμηνεία ορισμένης διάταξης της Π.Υ.Σ. 6/2013, ώστε να μην αποκλείονται από το πεδίο των επιλέξιμων επενδυτών («ιδιωτικού τομέα»), κατά τη διάθεση των Τίτλων, τουλάχιστον τα νομικά πρόσωπα που, μολονότι συγκαταλέγονται στους φορείς γενικής κυβέρνησης, ωστόσο δεν χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό και ουδόλως επιβαρύνουν το φορολογούμενο. Επιπρόσθετα, κρίνεται ότι η διάταξη αφορά την πρωτογενή κτήση ιδιαίτερης κινητής αξίας και τη σύσταση διακριτής ενοχικής σχέσης μεταξύ ορισμένων μετόχων-ΤΧΣ, που είναι ανεξάρτητη από τη μετοχική σχέση. Με το σκεπτικό ότι εκδότης των Τίτλων είναι τρίτο πρόσωπο (συγκεκριμένος μέτοχος) και όχι η α.ε., υποστηρίζεται ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για παράβαση της αρχής της ισότιμης μεταχείρισης των μετόχων «από την εταιρία τους», ούτε για αντίθετη στο ενωσιακό δίκαιο αποστέρηση δικαιώματος προτίμησης παλαιών μετόχων (φορέων «δημοσίου τομέα», που αν συμμετάσχουν στην αύξηση, δεν θα λάβουν Τίτλους).
Σχολιάζεται ιδιαίτερα το ενδεχόμενο μειωμένης τιμής άσκησης των Τίτλων, στην περίπτωση που το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας επισπεύσει τη μεταβίβαση των μετοχών του. Κρίνεται ότι ακόμη και αυτό το χαρακτηριστικό δεν καθιστά ασύμβατη τη χορήγηση των Τίτλων ως προς τους κείμενους κανόνες κρατικών ενισχύσεων του δικαίου της Ε.Ε, με το σκεπτικό ότι η μειωμένη χρηματιστηριακή τιμή είναι εκείνη που προσεγγίζει κατά το δυνατόν περισσότερο την ορθή (δίκαιη) αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων. Με βάση τις ενωσιακές διατάξεις για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (Οδηγία MiFiD), οι Τίτλοι αξιολογούνται ως σύνθετα (πολύπλοκα) χρηματοπιστωτικά μέσα.
Συμπερασματικά, η νομοθετική πρωτοβουλία για την αναγνώριση και διάθεση των Τίτλων αξιολογείται ως επιτυχημένη, διότι συνεισέφερε, καθιστώντας ελκυστικότερη τη διάθεση κοινών μετοχών των τραπεζών στο κοινό, στην επιτυχημένη ολοκλήρωση των αυξήσεων κεφαλαίου των επιλέξιμων τραπεζών, μειώνοντας την αναγκαία κρατική ενίσχυση, με αντίστοιχο δημοσιονομικό όφελος. Ανέδειξε, μάλιστα, το ζήτημα αξιοποίησης συναφών κινητών αξιών (warrants) στην αντιμετώπιση της αφερεγγυότητας των κοινών ανωνύμων εταιριών. Επί του ζητήματος αυτού, υποστηρίζεται ότι η σύσταση συμφώνου προαιρέσεως μεταξύ μετόχων ή μετόχων και τρίτων, για την απόκτηση μετοχών ορισμένης α.ε., δεν αντίκειται καταρχήν σε απαγορευτικές αναγκαστικού δικαίου διατάξεις, ενώ αντίθετα, η έκδοση warrants από την ίδια την α.ε. προϋποθέτει νεότερη νομοθετική πρωτοβουλία, διότι δεν εμπίπτει στις νομοθετικά αναγνωριζόμενες περιπτώσεις αύξησης κεφαλαίου υπό αίρεση.