Πρόσφυμα
Εμφάνιση
Πρόσφυμα (ή παράθημα) στη γλωσσολογία είναι μόρφημα (συλλαβή ή φθόγγος) που προστίθεται στη θεματική ρίζα για την κλίση ή την παραγωγή λέξης. Ανάλογα με τη θέση του σε σχέση με τη ρίζα της λέξης, αποκαλείται ειδικότερα:[1][2]
- πρόθημα (ξε-πλένω)
- επίθημα (μαν-ούλα)
- ένθημα (αναλα-μ-βάνω)
Η λέξη δημιουργήθηκε από το αρχαιοελληνικό προσφύω/προσφύομαι «φυτρώνω πάνω σε κάτι, προσκολλώμαι», και ως γλωσσολογικός όρος αποτελεί μεταφραστικό δάνειο από το γαλλικό affixe.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ.
Η παράμετρος |access-date=
χρειάζεται|url=
(βοήθεια) - ↑ «παράθημα». ΚΕΝΤΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουλίου 2017.