loss

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
loss losses

Ουσιαστικό

loss (en)

  1. η ζημιά, χρήματα που έχουν χαθεί από μια επιχείρηση
    I sell at a loss.
    Πουλώ με ζημιά
     αντώνυμα: profit
  2. η ήττα σε έναν αγώνα
    Our team has had 6 wins and 2 losses so far.
    Η ομάδα μας είχε 6 νίκες και 2 ήττες ως τώρα.
     συνώνυμα: defeat
     αντώνυμα: win

Εκφράσεις

Πηγές